Ανέκαθεν οι περίοδοι εκλογικών αναμετρήσεων ανεδείκνυαν το «αφήγημα» της ανάπτυξης ως ένα από τα δημοφιλέστερα. Και η διετία 2012-2013 βρίθει εκλογικών αναμετρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ευρώπη πάμπολλες ήταν οι πρόωρες εκλογές και οι αλλαγές κυβερνήσεων εν γένει που προκάλεσε η ύφεση –πλέον πρόσφατες ήταν οι κάλπες που έστησε η Ολλανδία. Στις ΗΠΑ ένας μήνας μένει για τη μονομαχία Ομπάμα – Ρόμνεϊ, ενώ ακόμη και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επίκειται αλλαγή ηγεσίας, έστω και άνευ προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία. Ο κύκλος κλείνει με τις γερμανικές εκλογές του επόμενου φθινοπώρου.
Δεν είναι όμως μόνο η εκλογική επικαιρότητα που προοιωνίζεται τη διατήρηση του αναπτυξιακού ζητήματος στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας για τουλάχιστον ένα 12μηνο ακόμη. Είναι και η οπισθοδρόμηση της παγκόσμιας οικονομίας που εγγυάται γι’ αυτό. Διότι, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της χειρότερης κρίσης που έπληξε την υφήλιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ρυθμοί της παραγωγικής και της αναπτυξιακής διαδικασίας δεν έχουν αποκατασταθεί σε καμία γωνιά του πλανήτη. Ούτε καν στην Κίνα όπου, όπως φαίνεται, η εσωτερική αγορά όσο τεράστια και ακόρεστη και αν είναι, δεν αρκεί –ακριβέστερα: δεν μπορεί διότι δεν διαθέτει την αγοραστική δύναμη –να διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 10%, επίπεδο που οι οικονομολόγοι θεωρούν ως απαραίτητο για την «ειδική περίπτωση» που αποτελεί η συγκεκριμένη οικονομία.
Στην Ευρώπη η έμφαση που έχει δοθεί στην αποκατάσταση των δημοσιονομικών ισορροπιών στις χώρες του Νότου οξύνει, αντί να γεφυρώσει, τις διαφορές παραγωγής και ανταγωνιστικότητας που τις χωρίζουν από τις χώρες του Βορρά.
Οι διαδοχικές πλην ατελέσφορες συνταγές δημοσιονομικής εξυγίανσης που εφαρμόζονται με τρόπο καθολικό στην Ευρώπη έχουν γονατίσει τις περισσότερες οικονομίες και απειλούν πλέον και τη γερμανική, αφού οι καλύτεροι πελάτες των Γερμανών είναι μακράν οι ευρωπαίοι εταίροι τους. Οσοι εκ των γερμανών επιχειρηματιών έχουν ποντάρει στον «ακόρεστο κινέζο καταναλωτή» προς το παρόν διαψεύδονται οικτρά.
Στις ΗΠΑ, τέλος, η μείζων αδυναμία της οικονομίας εκδηλώνεται στην αγορά εργασίας. Τέσσερα χρόνια (διστακτικής και αλυσιτελούς, είναι αλήθεια) οικονομικής πολιτικής από τον Μπαράκ Ομπάμα δεν έφθασαν για να πείσουν τους εργοδότες της χώρας να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Παρά την ελλειμματική πολιτική που ακολούθησε ο Ομπάμα –πολλοί κάνουν λόγο για δημοσιονομική βόμβα στα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας –η ανεργία στις ΗΠΑ παραμένει υψηλή. Η πτώση της από το 8% στο 7,8% τον Σεπτέμβριο, όπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή, είναι ευπρόσδεκτη από τον Ομπάμα, αλλά αποτελεί εξέλιξη επικοινωνιακή για τον ίδιο και όχι ουσιαστική εξέλιξη για την απασχόληση στις ΗΠΑ.
Ενώ όμως απαξάπαντες οι πολιτικοί διακηρύσσουν πλέον ότι «η ανάπτυξη είναι κορυφαία προτεραιότητα», τα μέτρα που λαμβάνουν για τον σκοπό αυτόν δεν ευδοκιμούν.
Ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός έχει επηρεάσει την αναπτυξιακή διαδικασία των επιχειρήσεων, που επί σειρά ετών βάσιζαν τις προσδοκίες τους σε ό,τι αφορά την κερδοφορία κατά έναν μεγάλο βαθμό στα κεφαλαιακά κέρδη και όχι στις πωλήσεις. Επιπλέον, με τη δημιουργία και την τεράστια διάδοση των σύνθετων επενδυτικών προϊόντων την τελευταία δεκαετία, ο παγκόσμιος τραπεζικός κλάδος έπαψε να χρηματοδοτεί την πραγματική παραγωγή, την πραγματική οικονομία και την ανάπτυξη, όπως έπραττε από… κτίσεως καπιταλισμού. Για να «πιάσουν τα λεφτά τους» οι τράπεζες τους αρκούσε η έκδοση καλά μοχλευμένων προϊόντων –η υπόσχεση ενός «έχω λαμβάνειν», ακόμη κι αν πρόκειται για την 30ετή δανειοδότηση ενός αιωνόβιου δανειολήπτη. Το κέρδος της τράπεζας –και το μπόνους του τραπεζίτη –άρχιζε και τελείωνε στην πώληση ενός «προϊόντος».
Ο διάσημος αρθρογράφος των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη το πόνημα ενός ειδικού στην παραγωγικότητα καθηγητή του Northeastern University, του Ρόμπερτ Γκόρντον, σε ένα άρθρο με το τρομακτικό ερώτημα «Παρήλθε η εποχή της αειφόρου ανάπτυξης;». Ο καθηγητής Γκόρντον στο εγχειρίδιό του αναλύει τα εμπόδια που στερούν από τον μέσο Αμερικανό τις ευκαιρίες εκείνες που εδώ και δύο αιώνες εγγυώνταν και μόνο η εγκατάσταση και η δραστηριοποίησή του στις ΗΠΑ. Αναλύει τους λόγους για τους οποίους το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» –που είναι και το όνειρο για προσωπική οικονομική ανέλιξη που καλλιεργεί εξ ορισμού ο καπιταλισμός –δυσκολεύεται πλέον να λειτουργήσει όπως λειτουργούσε κατά το παρελθόν. Διότι η καινοτομία, η ανθρώπινη ευφυΐα και βεβαίως η εργασία δεν παράγουν πλέον τον πλούτο που παρήγαν άλλοτε.
Είναι η οικονομική παγκοσμιοποίηση που εξετράπη; Είναι η λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος που εκτροχιάστηκε; Είναι η θρησκευτική εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία, που επέβαλε η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού επί του κεϊνσιανισμού; Είναι η γήρανση της γενιάς του «μπέιμπι μπουμ» στις ανεπτυγμένες οικονομίες σε συνδυασμό με το παγκόσμιο δημογραφικό πρόβλημα; Το αποτέλεσμα, όπως το βιώνει ο μέσος πολίτης στον ανεπτυγμένο κόσμο, το συνόψισε την περασμένη Τρίτη ο αρχηγός των βρετανών Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ στο συνέδριο του κόμματός του: «Η οικονομία δεν λειτουργεί πια για τους πολίτες… Κάθε νέος άνθρωπος πρέπει να αισθάνεται ότι μπορεί να κάνει καριέρα, να έχει ένα μέλλον όπως αυτό που είχα εγώ –και όχι μόνο οι λίγοι τυχεροί που οι γονείς τους ήταν αρκετά εύποροι ώστε να τους εξασφαλίσουν έναν δρόμο στη ζωή».
Η ευρωζώνη στις συμπληγάδες της λιτότητας και της ύφεσης
Τα στοιχεία για την αγορά εργασίας και τη βιομηχανική δραστηριότητα, που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, αναδεικνύουν ανάγλυφα το αναπτυξιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη. Η ανεργία έφθασε σε νέα ύψη-ρεκόρ τον Αύγουστο (11,4%), ενώ η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε για 14ο συνεχόμενο μήνα τον Σεπτέμβριο. Η ανεργία, η οποία απειλεί να δημιουργήσει μια ολόκληρη χαμένη γενιά στον ευρωπαϊκό Νότο, που δεν θα μπορέσει ουδέποτε να ενταχθεί στην αγορά εργασίας, επηρεάζει τόσο την εσωτερική κατανάλωση όσο και την παραγωγή των εθνικών οικονομιών. Η συρρίκνωση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής παραγωγής –που αφορά και τη Γερμανία –αποδίδεται τόσο στη δραματική κάμψη της εσωτερικής ζήτησης στην ΕΕ όσο και στην κάμψη των εξαγωγών, λόγω οικονομικής δυσπραγίας.
Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες, εμμονικά προσηλωμένοι στα μονεταριστικά ιδανικά της δημοσιονομικής ευταξίας, μοιάζουν να αδυνατούν να αναλάβουν το κόστος των θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται στην ευρωζώνη –με πρώτες τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν την ΕΚΤ –ώστε να στηρίξουν την οικονομία και την ανάπτυξη. Γι’ αυτό και ξεθύμανε γρήγορα ο ενθουσιασμός από το πρόγραμμα στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος με 1 τρισ. ευρώ, που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ευρωτράπεζα.

Οι ΗΠΑ υπό τη δαμόκλειο σπάθη του δημόσιου χρέους
Η αμερικανική οικονομία ανέκτησε ταχύτερα ρυθμό μετά τη μεγάλη κρίση του 2007-2008. Βρίσκεται όμως ενώπιον ενός πρωτόγνωρου προβλήματος: συναντά πολύ μεγαλύτερες από ό,τι στο παρελθόν δυσκολίες για να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Η κυβέρνηση Ομπάμα παρέλαβε την ανεργία στο 10% και μόλις τον Σεπτέμβριο την έριξε λίγο κάτω από το 8%. Αλλά, όπως η οικονομική ιστορία των ΗΠΑ δείχνει, αν στη χώρα δεν υπάρχει πλήρης απασχόληση –αν δηλαδή η ανεργία δεν πέσει κάτω από το 5% –το ηθικό των διάσημων για το ακόρεστο των ορέξεών τους αμερικανών καταναλωτών είναι χαμηλό και η εσωτερική ζήτηση ασθενής.
Η χλιαρή εσωτερική ζήτηση αναστέλλει τα επενδυτικά σχέδια των αμερικανικών επιχειρήσεων και συνακόλουθα τις προσλήψεις νέων εργαζομένων. Η ουσία είναι ότι η ανάπτυξη στις ΗΠΑ κρατιέται σε ικανοποιητικό επίπεδο (περίπου 2%) με ενέσεις από την κυβέρνηση και από την Κεντρική Τράπεζα (Fed). Οι αναπτυξιακές αυτές ενέσεις όμως δημιουργούν νέα ελλείμματα και νέα χρέη και επιδεινώνουν την ήδη επιβαρημένη δημοσιονομική εικόνα των ΗΠΑ –το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας ξεπερνά το 7% του ΑΕΠ, ενώ το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 100% του ΑΕΠ. Αν κάποτε η Ουάσιγκτον επιχειρούσε κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα μια… δημοσιονομική εξυγίανση, εύκολα φαντάζεται κανείς πού θα βυθιζόταν η οικονομία. Προσώρας μέγας πονοκέφαλος της Ουάσιγκτον είναι η ανικανότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίσει επιθετικά την κρίση χρέους και η δυσκολία της Κίνας να διατηρήσει υψηλούς τους ρυθμούς ανάπτυξης –άρα και αυξημένη τη ζήτηση για τα αμερικανικά προϊόντα.
Η Κίνα αδυνατεί να πάρει το παιχνίδι πάνω της
Για την Κίνα ισχύει ό,τι και για τις άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη: η αδυναμία της μιας ροκανίζει τις δυνατότητες ανάκαμψης της άλλης. Εν προκειμένω, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη που κυριολεκτικά γονάτισαν από την κρίση, βασίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές των προϊόντων τους προς την Κίνα. Ομως, καθώς μειώθηκαν αισθητά οι κινεζικές εξαγωγές προς τη Δύση (το διεθνές εμπόριο εν γένει συρρικνώνεται, όπως φαίνεται και στα γραφήματα) η κινεζική οικονομία αποδεικνύεται ανίκανη να βασιστεί στην εσωτερική ζήτηση για να διατηρήσει τους φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης (κοντά στο 10%), που είναι απαραίτητοι για να στηρίξει την παγκόσμια οικονομία, όπως της ζητείται. Και η Κίνα στηρίζει, ως γνωστόν, και την αμερικανική οικονομία (είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικού χρέους) και την Ευρώπη.
Το σκάσιμο της κινεζικής φούσκας των ακινήτων υποχρεώνει το καθεστώς του Πεκίνου να στηρίξει την ανάπτυξη με παρεμβατικές πολιτικές, δηλαδή με χρηματοδοτήσεις δημοσίων έργων και με επεκτατικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα. Το μεγάλο στοίχημα για την Κίνα (εν πολλοίς και για τη Δύση) είναι να συνεχίσει να αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα των Κινέζων και βεβαίως να συνεχιστεί η καλλιέργεια δυτικών καταναλωτικών προτύπων στη χώρα των 1,3 δισεκατομμυρίων καταναλωτών. Το μέσο εισόδημα των Κινέζων υπερτριπλασιάστηκε τα τελευταία 10 χρόνια. Και ο αριθμός των πολιτών που καλύπτονται από βασική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενδεκαπλασιάστηκε. Παρά ταύτα, δύο στους τρεις Κινέζους παραμένουν ανασφάλιστοι…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ