Εν μέσω της μεγαλύτερης -μέχρι τότε- οικονομικής περιδίνησης της παγκόσμιας οικονομίας ο Τζον Μέιναρντ Κέινς κατακεραύνωνε τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ για την καταστροφική διαχείριση της κρίσης του 1930. «Ο μοντέρνος καπιταλισμός είναι πλεύση καλού καιρού. Οταν ξεσπάσει η καταιγίδα ο καπιταλιστής εγκαταλείπει τα καθήκοντα του καπετάνιου και μπορεί από τη λύσσα του για να σωθεί να βουλιάξει ακόμα και τις βάρκες που θα τον γλίτωναν» έλεγε ο βρετανός οικονομολόγος σε διάλεξή του για την «κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας» το 1932. Πόσο επίκαιρη ηχεί η κρίση του 80 χρόνια μετά, μπροστά στη σημερινή οικονομική θύελλα. Οι πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη οδηγούν σε αδιέξοδο καθώς οι επί μέρους οικονομικοί δείκτες και οι ρυθμοί ανάπτυξης όχι μόνο στον Νότο αλλά και στον σκληρό πυρήνα του ευρώ συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία. Την ίδια στιγμή κολοσσοί όπως η Shell αλλά και αμερικανικές τράπεζες αποφασίζουν να τραβήξουν τις επενδύσεις τους από την ευρωζώνη φοβούμενοι ότι «το ενιαίο νόμισμα μπορεί να αποδειχθεί φιάσκο». Οσοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της παγκόσμιας οικονομίας μοιάζουν να επιβεβαιώνουν την άποψη του Κέινς ότι «οι καπιταλιστές αξίζουν μόνο ως καπετάνιοι σε νηνεμία».

Την περασμένη Δευτέρα η Shell έγινε πρώτη είδηση στα ειδησεογραφικά πρακτορεία, καθώς προανήγγειλε με δηλώσεις ανώτατου οικονομικού στελέχους της στους βρετανικούς «Times» ότι θα αποσύρει μέρος των καταθέσεών της σε ευρωπαϊκές τράπεζες υπό τον φόβο «του πιστωτικού κινδύνου στην Ευρώπη». Ο πετρελαϊκός κολοσσός κατέστησε με αυτόν τον τρόπο εμφανή τη δυσπιστία του έναντι των ηγετών της ευρωζώνης και της ικανότητάς τους να αντιμετωπίσουν τη χρονίζουσα οικονομική κρίση. Ωστόσο η πιθανή απόσυρση ρευστού από τη Shell, το οποίο εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 15 δισ. δολάρια, και η επανατοποθέτησή των κεφαλαίων σε πιο ασφαλή καταφύγια, όπως το δολάριο, δεν ήταν ούτε το μόνο ούτε το πρώτο καμπανάκι κινδύνου για την ευρωζώνη. Οι ιταλικές εφημερίδες «La Repubblica» και «La Stampa» ανέφεραν ότι και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν εκδηλώσει το προηγούμενο διάστημα τις ίδιες ανησυχίες με πανομοιότυπο τρόπο. Βρετανικές επιχειρήσεις όπως η φαρμακοβιομηχανία GlaxoSmithkline και ο τηλεπικοινωνιακός κολοσσός Vodafone είναι ορισμένες από τις «μεγάλες βιομηχανίες που αποφασίζουν να αποσύρουν τα μετρητά τους από την ευρωζώνη, καθώς προετοιμάζονται για το χειρότερο» έγραφε η «La Repubblica». Η γερμανική «Frankfurter Allgemeine» προσθέτει ότι «και διεθνείς όμιλοι δρομολογούν δριμύτατες αλλαγές στην πολιτική τους αποσύροντας μαζικά καταθέσεις σε ευρώ προκειμένου να είναι ασφαλείς μπροστά σε ένα πιθανό οριστικό φιάσκο του ευρώ». Στην πρώτη γραμμή όσων σπεύδουν να «απεμπλακούν» από τις επενδύσεις σε ευρώ και την εν γένει έκθεσή τους στις ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται οι αμερικανικές τράπεζες. Η Goldman Sachs και η Bank of America ζητούν από τους πελάτες ή τους πιστωτές τους να αποσυρθούν από την «επικίνδυνη ζώνη» του ευρώ κάνοντας χρήση των καθ’ όλα αποδεκτών εργαλείων στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως τα CDS (συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου). Οι μεγάλοι παίκτες της Γουόλ Στριτ, ανέφερε η «La Stampa», θέλουν να εξασφαλίσουν ότι αν μια χώρα εκδιωχθεί (ή αποχωρήσει «οικειοθελώς) από το ευρώ δεν θα αναγκαστεί να δέχεται πληρωμές σε εντελώς «ανυπόληπτα» νομίσματα όπως μια νέα δραχμή ή μια νέα πεσέτα. Ετσι η Citigroup, η Morgan Stanley και η JP Morgan μειώνουν συνεχώς το άνοιγμά τους στις ευρωπαϊκές οικονομίες που συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν εκτός νομισματικής ένωσης.

Οι κινήσεις των τραπεζών μοιάζουν με ιδιότυπη «ταξιδιωτική οδηγία» για την προστασία των αμερικανικών κεφαλαίων σε ευρωπαϊκά εδάφη. Πιο κοντά σε μια τέτοια οδηγία βρίσκεται η στρατηγική της TUI, ενός από τους μεγαλύτερους ταξιδιωτικούς ομίλους παγκοσμίως, η οποία τους τελευταίους μήνες έχει τροποποιήσεις τα πακέτα για την Ελλάδα. Στις προσφορές προς τους πελάτες της έχει προστεθεί ειδική ρήτρα προστασίας σε περίπτωση οικονομικής ζημιάς από πιθανή έξοδο της χώρας μας από την ευρωζώνη.
Η προϊούσα μετακίνηση κεφαλαίων από την Ευρώπη στην Αμερική ή σε άλλα ασφαλή καταφύγια μπορεί να συνιστά μια επιλογή που γίνεται «ελαφρά τη καρδία» για τους βρετανούς και αμερικανούς επιχειρηματίες. Ωστόσο για τους Γερμανούς προβάλλει ως δίλημμα με οικονομικές αλλά και ηθικές προεκτάσεις. Η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) προειδοποιεί ότι ενδεχόμενη «αποχώρηση γερμανικών ομίλων και των καταθέσεών τους από την επικράτεια της ευρωζώνης θα προκαλούσε οπισθοδρόμηση ως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, γεγονός που θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της ηπείρου». Οι επισημάνσεις του επικεφαλής της BDI Χανς Πίτερ δεν είναι μια άκαιρη κινδυνολογία. Αντικατοπτρίζει τους εντεινόμενους φόβους όσων βλέπουν την ευρωπαϊκή κρίση να λαμβάνει συστημικές διαστάσεις και τη μακροημέρευση του ευρώ να τίθεται εν αμφιβόλω όχι μόνο από «κακόβουλα ξένα κέντρα» που πιθανόν να ήθελαν να δουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα να καταρρέει αλλά και εκ των έσω. Βέβαια καμία γερμανική επιχείρηση δεν έχει αποτολμήσει να αποσύρει καταθέσεις από το ευρώ, καθώς αυτό θα ισοδυναμούσε με άνοιγμα της Κερκόπορτας για την ευρωζώνη. Αλλωστε ακόμη και η Shell προσπάθησε να κατευνάσει τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσιοποίηση των προθέσεών της. Ωστόσο απόψεις σαν αυτές του γερμανού σοσιαλδημοκράτη και πρώην διοικητικού στελέχους της Deutsche Bank Τίλο Σαρατσίν ότι «η Γερμανία και η Ευρώπη δεν έχουν ανάγκη το ευρώ» για να ευημερήσουν τείνουν να αναδυθούν από το περιθώριο της πολιτικής σκηνής στο Βερολίνο. Η πολιτική της γερμανίδας καγκελαρίου ασφαλώς (και ευτυχώς) δεν υπαγορεύεται από τον Σαρατσίν, επηρεάζεται όμως αναπόφευκτα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Και τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται δεν επιδεινώνουν μόνο το «κλίμα» στην ευρωζώνη αλλά επαληθεύουν τον Κέινς και τη ρήση του για τους καπιταλιστές του «γλυκού νερού».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ