Ο έλληνας οικονομολόγος Σάββας Ρομπόλης παραχώρηση συνέντευξη στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit όπου μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι το 70% των νέων προβλημάτων της Ελλάδας οφείλονται στην τρόικα και ότι η δεύτερη απομείωση του χρέους είναι απαραίτητη. Αναλυτικά η συνέντευξη του κ. Ρομπόλη:

Κύριε Ρομπόλη, σε τι κατάσταση βρίσκεται η ελληνική οικονομία;

«Σε πολύ σοβαρή κατάσταση. Το ΑΕΠ έχει μειωθεί συνολικά από το 2008 κατά 22% – ποσοστό 10% μεγαλύτερο από εκείνο που προέβλεπαν οι δημόσιοι πιστωτές της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, οι μισθοί μειώθηκαν μέχρι και κατά 30%. Αν συνυπολογίσει κανείς και την αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων, το μέσο οικογενειακό εισόδημα στην Ελλάδα μειώθηκε σε σχέση με το 2008 κατά 50%. Η αγοραστική δύναμη έχει συρρικνωθεί στο επίπεδο του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘70».

– Πώς εξελίχθηκε ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα;

«Το 2008 ανερχόταν στα 1.200 ευρώ, τώρα βρίσκεται στα 700».

– Η τρόικα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επιχειρηματολογεί ότι μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, επομένως μέσω της μείωσης των μισθών και των συντάξεων, θα αυξηθεί η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας – και με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί ξανά η απασχόληση.

«Η περίπτωση της Ελλάδας αποδεικνύει ότι αυτό είναι αποδεδειγμένα λάθος. Ενώ η παραγωγικότητα στην περίοδο ακμής από το 2005 μέχρι το 2008 αυξήθηκε κατά 6%, στην περίοδο κρίσης από το 2008 μέχρι το 2011 μειώθηκε κατά 5,6%. Και παρόλο που το μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 8%, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας δεν αυξήθηκε. Αυτό που ισχύει είναι το αντίθετο: Ο όγκος της παραγωγής στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 12%».

– Αποτελεί η Ελλάδα μια ειδική περίπτωση;

«Το είχαμε πει στην τρόικα από την αρχή, ότι το πρόγραμμα της Ελλάδας με αυτή τη μορφή είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Η τρόικα θεώρησε ότι η Ελλάδα ήδη το 2011 θα επέστρεφε ξανά στις διεθνείς χρηματαγορές. Αυτό δεν συνέβη. Τώρα η τρόικα ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στις χρηματαγορές το 2014 – και αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί».

– Για ποιο λόγο;

«Ισχύει μεν ότι το κλειδί για την επιτυχία είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά η εσωτερική υποτίμηση δεν οδήγησε ακριβώς σ’ αυτό. Αντ αυτού αυξήθηκαν τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ενώ στην περίοδο ανάπτυξης 2005- 2008 παρέμειναν στάσιμα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων σημείωσαν ελαφρά αύξηση, έκτοτε αυξάνονται διαρκώς».

– Αλλά στην Ελλάδα κλείνουν ετησίως 60.000 επιχειρήσεις. Πώς συμβιβάζονται αυτά τα δύο;

«Οι επιχειρήσεις που απομένουν συγκεντρώνουν υψηλότερα κέρδη. Αντί να μειώσουν τις τιμές τους λόγω των χαμηλών μισθών, οι επιχειρήσεις μετέτρεψαν το χαμηλό εργασιακό κόστος σε αύξηση των κερδών τους. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος για το ότι οι τιμές στην Ελλάδα δεν μειώνονται. Για τον εργαζόμενο αυτή η πολιτική είναι με πολλούς τρόπους καταστροφική, καθώς βλέπει ότι το εισόδημά του μειώνεται σταθερά, ενώ οι τιμές εξακολουθούν και αυξάνονται και επιπλέον αναγκάζεται να πληρώνει ακόμα περισσότερους φόρους. Επιπλέον, η μερική απασχόληση, η ορισμένου χρόνου, παράνομη και ανασφάλιστη εργασία αφορά στο μεταξύ το 50% όλων των εργαζομένων. Πρόκειται για περίπου 900.000 από τους συνολικά 1,8 εκατ. ιδιωτικούς υπαλλήλους. Το ποσοστό ανεργίας εξάλλου θα αυξηθεί μέχρι το τέλος του χρόνου στο 24%. Οσο η τρόικα δεν παραδέχεται τις δικές της εσφαλμένες εκτιμήσεις, τίποτα δεν θα βελτιωθεί. Στο μεταξύ φέρει το 70% της ευθύνης για τα σημερινά προβλήματα στην Ελλάδα, ενώ η ελληνική πλευρά στην καλύτερη περίπτωση το 30%«.

– Αλλά η τρόικα κατηγορεί την ελληνική πλευρά ότι ευθύνεται εκείνη για την αποτυχία των στόχων και ότι η Αθήνα απλούστατα δεν θέλει να προβεί σε μεταρρυθμίσεις.

«Ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να εφαρμόσει η Ελλάδα; Πρώτον, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας – έγινε. Επειτα, η μείωση των συντάξεων και η ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος – και αυτό το έκαναν οι Ελληνες. Τρίτον, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων – και αυτό έγινε. Εκείνα που δεν έγιναν είναι: η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στην αναγκαία, κατά την άποψή μας, έκταση και οι ιδιωτικοποιήσεις της κρατικής περιουσίας. Συμπέρασμα: Τρεισήμισι μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν και μιάμιση όχι».

– Αποτελεί μια ενδεχόμενη έξοδος από το ευρώ, ακόμη και προσωρινή, τη λύση για την ελληνική κρίση;

«Σαφέστατα όχι. Μία έξοδος από το ευρώ θα μείωνε για ακόμη μια φορά δραματικά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Με βάση τη σημερινή κατάσταση, 50% περισσότερο. Η Ελλάδα δεν είναι εξαγωγική χώρα για να επωφεληθεί από μια ενδεχόμενη επιστροφή στο δικό της νόμισμα και από μια συνακόλουθη υποτίμηση. Μετά από μια έξοδο από το ευρώ θα περνάγαμε μία φάση πέντε, έξι ετών με περαιτέρω μείωση των επενδύσεων και ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας».

– Τι προτείνετε;

«Συνηγορώ υπέρ ενός προγράμματος επτά σημείων: την επιστροφή στην προώθηση της ανάπτυξης στην Ευρώπη, την ανάδειξη της ΕΚΤ ως δανειοδότη εσχάτης ανάγκης, μαζί με την πανευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων στις εμπορικές τράπεζες, την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών, μια ελεγχόμενη υποτίμηση του ευρώ, κυρίως για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των νοτιοευρωπαϊκών χωρών χωρίς εσωτερική υποτίμηση, μια δεύτερη απομείωση του χρέους για την Ελλάδα, που αυτή τη φορά θα αφορά τους δημόσιους πιστωτές , επαναδιαπραγματεύσεις με την τρόικα για τους στόχους και το χρονοδιάγραμμα των δανειακών όρων και την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής».

Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της Ελλάδας;

«Μόνον αν η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται μέχρι τώρα με τα αρνητικά της αποτελέσματα αντικατασταθεί από ένα άλλο μείγμα οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής».