«Το πολιτικό σύστημα δεν διαθέτει «ένα ολοκληρωμένο και ρεαλιστικό πρόγραμμα διαπραγμάτευσης και σιωπά στο κρίσιμο θέμα των διαρθρωτικών αλλαγών» τόνισε ο επανεκλεγείς – διεκδικεί τα σκήπρτρα του μακροβιότερου προέδρου – πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) κ.Δ. Δασκαλόπουλος μιλώντας στην τακτική γενική συνέλευση του συνδέσμου και πρόσθεσε ότι «ωστόσο, καμία διαπραγμάτευση δεν μπορεί να είναι πειστική, αν δεν εμπεριέχει αυτές τις μεταρρυθμίσεις».

Τόνισε μάλιστα ότι «στο σύνολό του το πολιτικό μας σύστημα περιορίστηκε αυτά τα δυόμιση χρόνια να αποκρούει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα μέτρα της τρόικας -χωρίς όμως να αντιπροτείνει κάποιο εναλλακτικό, εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση». Και «υπόσχεται σήμερα ότι θα επαναδιαπραγματευθεί σε φιλολαϊκή βάση τους όρους της βοήθειας που μας προσφέρουν οι εταίροι».

Ειδικότερα ο κ. Δασκαλόπουλος περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατεί στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ανέφερε πως «εμείς, στον χώρο της ιδιωτικής οικονομίας, βιώνουμε την καταστροφή του παραγωγικού ιστού της χώρας, επειδή χρεοκόπησε ο δημόσιος τομέας.

Καθημερινά, στις δουλειές μας, αντιμετωπίζουμε τη δραματική πτώση των πωλήσεων, την ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας, την απόλυτη αδυναμία δανεισμού, το εξαιρετικά υψηλό κόστος του χρήματος, σωρεία έκτακτων και ειδικών φόρων στην παραγωγή που επιβαρύνουν το κόστος, τη συσσώρευση ζημιών, την αδυναμία να διατηρήσουμε το προσωπικό μας και την καταρράκωση της αξίας των επιχειρήσεών μας».

Και είπε ότι «η χρεοκοπία οφείλεται στην κακή πολιτική διαχείριση του δημόσιου τομέα. Η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό».

Εκανε λόγο για «το τέλος της μεταπολίτευσης» κι εμφαντικά επεσήμανε ότι πρέπει «να πάρουμε το μέλλον στα δικά μας χέρια. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να είμαστε παρατηρητές -είμαστε αναγκασμένοι να γίνουμε πρωταγωνιστές.

Η κρίση που σάρωσε το παλιό μάς επιστρατεύει: μια νέα επιχειρηματική τάξη καλείται σήμερα να χειραφετηθεί, ν’ αναλάβει τα ηνία του αναπτυξιακού μας μέλλοντος και να εγγυηθεί την ευρωπαϊκή προοπτική του τόπου».

Επίσης ο πρόεδροςτου ΣΕΒ έκανε λόγο για το δημοψήσιμα που πρότεινε πέρυσι κι απορρίφθηκε λέγοντας ότι «η πρότασή μας έδινε μια τελευταία ευκαιρία στις δύο τότε κυρίαρχες παρατάξεις να διασωθούν, παρέχοντάς τους μια κοινή βάση λαϊκής συναίνεσης και την πολιτική νομιμοποίηση για να κάνουν τις εθνικά αναγκαίες μεγάλες αλλαγές. Αντ’ αυτών, όμως, επιβλήθηκαν μέτρα που βάθυναν την κρίση και έφεραν σε απόγνωση τους πολίτες -για να καταλήξουμε έτσι στην κατακερματισμένη και αδιέξοδη ψήφο του Μαΐου».
Και για τις εκλογές της 6ης Μαίου είπε πως «ο στοιχειώδης ρεαλισμός ωστόσο, που διακρίνει την επιχειρηματική κοινότητα, επιβάλλει να ξεχωρίσουμε τα δυναμικά στοιχεία που εμπεριέχει αυτή η ανατρεπτική λαϊκή ετυμηγορία. Και το κατ’ εξοχήν δυναμικό μήνυμα της κάλπης του Μαΐου είναι, ότι ο λαός έχει ήδη προσπεράσει τα εκβιαστικά διλήμματα που επιχειρούν σήμερα να του θέσουν οι μνηστήρες της εξουσίας, παλαιοί και νέοι, ενόψει του δεύτερου εκλογικού γύρου του Ιουνίου. Έχει ξεπεραστεί πλέον το δίλημμα μέσα ή έξω απ΄την Ευρώπη».
Οπως «έχει ξεπεραστεί επίσης το δίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημόνιο. Στην πράξη, άλλωστε, όλοι αποδείχθηκαν αντιμνημονιακοί -ακόμα και τα κόμματα που υπέγραψαν τα δύο μνημόνια. Σε ποιό κόμμα αλήθεια ανήκαν οι εργατοπατέρες που οργάνωναν καταλήψεις και απεργίες ενάντια σε κάθε μέτρο που έθιγε τις συντεχνίες του δημοσίου, σε κάθε απόπειρα να περιοριστεί το ανοικονόμητο κράτος; Σε ποιό κόμμα ανήκαν οι πρόεδροι των κλάδων που αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων τους; Ή, μήπως, ήταν ακομμάτιστοι τεχνοκράτες οι υπουργοί και οι βουλευτές που υπονόμευαν τις διαρθρωτικές αλλαγές, είτε κωλυσιεργώντας είτε ψηφίζοντας νόμους που δεν εφαρμόζονταν;».
Και πρόσθεσε ότι «στις 6 Μαίου ο λαός ψήφισε κατά της λιτότητας, αλλά όχι και κατά της Ευρώπης. Ανέτρεψε ένα τελματωμένο σύστημα, όχι τον εθνικό μας προσανατολισμό. Οι νέοι συσχετισμοί που διαμόρφωσε στο πολιτικό σκηνικό, αντιστοιχούν σε αλλαγές που συντελούνται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Γι’ αυτό και η κάλπη της 17ης Ιουνίου θέτει νέα διλήμματα, νέες προκλήσεις -για όλους μας και για τον τόπο. Για να παίξουμε όμως, εμείς οι επιχειρηματίες, ενεργό ρόλο στις εξελίξεις που έχουμε μπροστά μας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι αφήνουμε πίσω μας».
Ακολούθως περιέγραψε τους τέσσερις βασικούςάξονες για την ανασυγκρότηση της οικονομίας:
– την ανάγκη ριζικής αλλαγής ενός φαύλου και παρασιτικού κράτους, που πρέπει να μειωθεί, να πάψει να τρέφεται από το υστέρημα της παραγωγικής οικονομίας, να γίνει επιτελικό και αποτελεσματικό, και να τεθεί στην υπηρεσία όλων των πολιτών.
– την ανάγκη ριζικής αλλαγής του μοντέλου της καταναλωτικής ανάπτυξης με δανεικά και χαριστικές παροχές, στην παραγωγική ανασυγκρότηση με εμπροσθοφυλακή μια ιδιωτική πρωτοβουλία, δυναμική, εξωστρεφή, καινοτόμα, που θα αναδείξει όλο τον αναξιοποίητο πλούτο της χώρας και τη δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού της.
– την ανάγκη ριζικής αλλαγής ενός πολιτικού συστήματος ξεπερασμένου και μοιραίου, εθισμένου στον κομματισμό και τον εκμαυλισμό του λαού, στην αναδημιουργία ενός πολιτικού σκηνικού με ανανεωμένους φορείς και πρόσωπα ικανά να μιλούν ουσιαστικά και να δουλεύουν παραγωγικά, να ξεχωρίζουν για τις ιδέες τους και να διακρίνονται με το έργο τους.
– την ανάγκη ριζικής αλλαγής της κυρίαρχης νοοτροπίας που έκανε ιδεολογία τη μίζα, την αργομισθία και την αρπαχτή, στην ανάδειξη του προτύπου ενός Έλληνα δημιουργικού, που δεν ζητιανεύει, αλλά κατακτά μια θέση στον σύγχρονο κόσμο της προόδου και της ευημερίας.
Και κατέληξε πως «αυτοί είναι οι άξονες μιας εθνικής ριζοσπαστικής δράσης μακράς πνοής, όπως απαιτούν οι καιροί.

Αυτή είναι η βάση μιας νέας εθνικής συμφωνίας με την Ευρώπη, που θέλει να μας βοηθήσει, αλλά δεν τη βοηθούμε. Αυτό είναι το σύγχρονο εθνικό σχέδιο, στο οποίο όλοι είναι υποχρεωμένοι να στρατευθούν -η Αριστερά για να αποδείξει ότι μπορεί να κυβερνήσει, η Δεξιά για να δείξει ότι μπορεί να ανασυγκροτηθεί.

Όσες εκλογές κι αν κάνουμε, όποιες κυβερνήσεις κι αν σχηματισθούν, αν δεν υπάρχει ένας βιώσιμος εθνικός σκοπός, τα όποια κομματικά σχήματα είναι καταδικασμένα ν’ αποτύχουν. Αν δεν υπηρετήσουν την ανάγκη της Αλλαγής, βιώσιμη Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει.

Δεν είναι εύκολοι καιροί -για κανένα μας. Η επιχειρηματική τάξη δίκαια ανησυχεί και αναρωτιέται για το μέλλον. Δίκαιο θα ήταν να διακατέχεται και από ενοχές -διότι έχουμε κι εμείς μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κρίση. Κάποιοι από εμάς είχαν βολευτεί στο κράτος της εύνοιας, της πελατείας και της συναλλαγής. Είχαν γίνει μέρος της κρατικοδίαιτης οικονομίας και μας στιγμάτισαν όλους.

Υποστήκαμε αδιαμαρτύρητα την πολιτική και ιδεολογική δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας, δειλιάζοντας να δώσουμε τη μάχη των δικών μας ιδεών και αξιών. Κοιτάζαμε τις δουλειές μας, και παραμελήσαμε το συλλογικό συμφέρον μας. Ανεχθήκαμε στην εξουσία πρόσωπα που ποτέ δεν θα προσλαμβάναμε στις επιχειρήσεις μας.

Υπήρξαμε συμμέτοχοι ή απλοί παρατηρητές ενός πολιτικού συστήματος που οδηγούσε νομοτελειακά στη σημερινή κατάντια. Έχουμε ευθύνες που δεν παραγράφονται. Έχουμε χρέη που αναπόφευκτα θα πληρώσουμε, εδώ που αφήσαμε να φτάσουν τα πράγματα.

Αλλά τώρα είναι η ώρα της αλήθειας και της ανάγκης για τον τόπο μας. Τον τόπο όπου θέλουμε να δουλεύουμε και να κερδίζουμε, τον τόπο όπου θέλουμε να ζούν τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας. Είναι ο τόπος μας. Έχουμε κτίσει σ’ αυτόν γερά θεμέλια από τσιμέντο και σίδερα. Δεν τον χαρίζουμε στους ανεπαρκείς, δεν τον παραδίδουμε στους δημαγωγούς, δεν τον εκχωρούμε στους πλιατσικολόγους. Από το σημερινό αδιέξοδο ζητείται σήμερα μια νέα εθνική αναπτυξιακή διέξοδος.

Αυτή, μόνο η σύγχρονη επιχειρηματική μας τάξη μπορεί να την εγγυηθεί. Μόνο αυτή μπορεί να αναδασώσει την καμένη γη της κρίσης. Αυτή διαθέτει τις κατ’ εξοχήν αρετές που απαιτούνται για να ξανασταθεί ο τόπος στα πόδια του: οργάνωση, γνώση και τόλμη, αποτελεσματικότητα, καινοτόμο πνεύμα, ικανότητα σχεδιασμού και παραγωγής πλούτου».