Η τελευταία πράξη της ελληνικής τραγωδίας πλησιάζει: Η Ελλάδα είτε αυτή τη χρονιά είτε την επόμενη θα αναγκαστεί να χρεοκοπήσει και να εξέλθει της ευρωζώνης, ακόμα και αν μετά τις εκλογές του Ιουνίου υπάρξει μία κυβέρνηση, η οποία θα ακολουθήσει μία παραλλαγή της ίδιας αποτυχημένης πολιτικής λιτότητας, εκτιμά ο γνωστός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί σε άρθρο του στους «Financial Times Deutschland».

Ο γνωστός μάντης κακών Ρουμινί, που γι’ αυτό του έχουν δώσει το παρατσούκλι «Dr Doom (Δόκτωρ καταστροφή) υποστηρίζει πως η Ελλάδα βρίσκεται σε έναν φαύλο κύκλο πτώχευσης, έλλειψης ανταγωνιστικότητας, ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και συνεχώς επιδεινούμενης ύφεσης. Μόνον η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα περιορίσει τις παράπλευρες απώλειες και για τη χώρα και την ευρωζώνη, επισημαίνει.

Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ήταν πολύ μικρή, γράφει ο Ρουμπινί. Ακόμα, όμως, και αν ήταν μεγαλύτερη, η ανάπτυξη είναι δυνατή μόνον μέσω της ταχείας αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται μία υποτίμηση του νομίσματος. Είναι μάλλον απίθανο αυτό να γίνει μέσω μίας υποτίμησης του ευρώ, καθώς η Γερμανία είναι ισχυρή, ενώ και η ΕΚΤ δεν χαλαρώνει κατά τρόπο επιθετικό την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική.

Το ίδιο απίθανη είναι και η γρήγορη μείωση του κόστους μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα εξασφαλίζουν ότι η αύξηση της παραγωγικότητας θα ξεπεράσει την αύξηση των μισθών. Η Γερμανία χρειάστηκε με αυτόν τον τρόπο περί τα δέκα χρόνια για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Η Ελλάδα όμως δεν έχει τη δυνατότητα να παραμείνει επί δέκα χρόνια σε καθεστώς ύφεσης. Ακόμα και η τρίτη πιθανή λύση, ο ταχύς αποπληθωρισμός τιμών και μισθών, θα οδηγούσε σε ύφεση διάρκειας πέντε ετών.

Αφού αυτές οι δυνατότητες δεν μπορούν να αξιοποιηθούν, απομένει η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιστροφή στη δραχμή, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και να υπάρξει ανάπτυξη. Η λύση αυτή θα συνοδευθεί από μία τραυματική διαδικασία, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά και με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη να υφίστανται σημαντικές απώλειες κεφαλαίου.

Αυτά τα προβλήματα επιλύονται, όπως καταδεικνύει και η εμπειρία της Αργεντινής, η οποία εν μια νυκτί μετέτρεψε σε πέσος τα χρέη που είχε σε δολάρια. Η μετατροπή των ελληνικών χρεών από ευρώ σε δολάρια είναι αναπόδραστη επιλογή, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί, αν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη ενισχυθούν κατά τρόπο επιθετικό με νέα κεφάλαια.

Για να αποφευχθεί η διάλυση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να ληφθούν μέτρα όπως το προσωρινό κλείσιμο των τραπεζών και περιορισμοί στην έξοδο κεφαλαίου από την χώρα. Το EFSF και το ESM θα πρέπει να παράσχουν στο τραπεζικό σύστημα της χώρας την αναγκαία ρευστότητα. Πρακτικά, οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι θα αναλάβουν τις ελληνικές τράπεζες ως εν μέρει αποζημίωση για τις απώλειες που θα υποστούν οι πιστωτές λόγω της μετάβασης στη δραχμή.

Επιπλέον, η Ελλάδα θα πρέπει εκ νέου να αναδιαρθρώσει το χρέος της, ενώ σε σχέση με τις υποχρεώσεις απέναντι στην τρόικα θα πρέπει να υπάρξει επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του επιτοκίου. Το επιχείρημα ότι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα συρρικνώσει σημαντικά το ΑΕΠ της δεν ισχύει, στον βαθμό που και ο αποπληθωρισμός έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

Αντιθέτως, η επανεισαγωγή της δραχμής θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την ανάπτυξη και την αποφυγή επί δεκαετίες της ύφεσης. Για να αποφευχθούν για τους δανειστές οι ακόμα μεγαλύτερες απώλειες από τη μείωση της αξίας του νέου νομίσματος έναντι του Ευρώ, θα χρησιμοποιηθούν τα υπόλοιπα της δανειακής βοήθειας προς την Ελλάδα, τα οποία η τρόικα έχει στην διάθεσή της.

Επιπλέον, η άποψη ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα έχει ως συνέπεια την μετάδοση της κρίσης σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία δεν ισχύει, καθώς οι χώρες αυτές παρουσιάζουν ήδη προβλήματα, δηλαδή το χρέος τους δεν είναι βιώσιμο ενώ και η ανταγωνιστικότητά τους περιορίζεται. Σε αυτήν την περίπτωση τα διαθέσιμα κεφάλαια του ESM και του ΔΝΤ, αλλά και η ρευστότητα της ΕΚΤ θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής, ώστε να προστατευθούν οι τράπεζες σε αυτές τις χώρες αλλά και στην περιφέρεια της ευρωζώνης. Ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η Ελλάδα, οι τράπεζες στην ευρωζώνη πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να ενισχυθούν με νέα κεφάλαια, πράγμα που προϋποθέτει την εκπόνηση ενός νέου σχετικού προγράμματος.

Η εμπειρία της Ισλανδίας και πολλών ραγδαία αναπτυσσόμενων χωρών τα τελευταία είκοσι χρόνια καταδεικνύει ότι η υποτίμηση του νομίσματος και η συντεταγμένη αναδιάρθρωση του χρέους καθώς και η μείωση του χρέους προς το εξωτερικό αποτελούν τον κατάλληλο τρόπο για να ανακτηθεί η βιωσιμότητα του χρέους και να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα και η ανάπτυξη της οικονομίας. «Το να βλέπει κανείς την αργή και άτακτη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας θα ήταν πολύ χειρότερο» καταλήγει ο Ρουμπινί.