«Στοίχημα» για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού αποτελεί η προσέλκυση επισκεπτών υψηλής οικονομικής επιφάνειας, ειδικά σε μια περίοδο όπου η αναγνωρισιμότητα του προορισμού έχει πάρει αρνητική τροχιά η οποία χρειάζεται να αντιστραφεί. Ωστόσο η πολυτέλεια σε περίοδο ύφεσης είναι διαφορετική από το μοντέλο του παρελθόντος. Ο τουρίστας υψηλής οικονομικής επιφάνειας αποζητεί αυθεντικές εμπειρίες και μοναδικότητα, αδιαφορώντας για το κόστος. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις επιδόσεις των οίκων Hermes, LVMH, Chanel κ.ά., ακόμη και εν μέσω ύφεσης. Οι καταναλωτές προσανατολίζονται σε υψηλές υπηρεσίες, παράδοση πίσω από την επωνυμία, ποιότητα, καινοτομία, κύρος και προσωπική σχέση.
Τη δυναμική αυτή στην αγορά ταξιδιών επιβεβαιώνει έρευνα του Conde Nast Traveller με θέμα τον τουρισμό πολυτελείας και το πώς αυτός διαμορφώνεται στην εποχή της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, η οποία παρουσιάστηκε σε σχετική ημερίδα στην Αθήνα στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου. Η Ελλάδα βρίσκεται ψηλά στη λίστα των προτιμήσεων, σύμφωνα με τον διευθυντή έκδοσης του ταξιδιωτικού περιοδικού στη Βρετανία Σάιμον Λίντσφορντ, καθώς κυριότερο προϊόν πολυτελείας για τη χώρα είναι ο τουρισμός. Ωστόσο το ζητούμενο είναι η χώρα να αξιοποιήσει την αρνητική συγκυρία που βιώνει, επικοινωνώντας σωστά και προωθώντας κατάλληλα τον προορισμό και την εμπειρία των διακοπών.
Το μέλλον των πολυτελών ταξιδιών χαρακτηρίζεται από την αύξηση των ταξιδιωτών από τις αναδυόμενες BRIC οικονομίες (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), προσωποποιημένες υπηρεσίες (concierge), τη διαφοροποίηση μεταξύ της «εξαιρετικής» και της «προσιτής» πολυτέλειας, τις διαφορετικές γενιές μιας οικογένειας, τη στροφή στον προσωπικό προγραμματισμό, την τεχνολογία αιχμής και τις λύσεις «στα μέτρα» του πελάτη.
Ταυτόχρονα η έννοια της πολυτέλειας σε ξενοδοχεία και καταναλωτές αλλάζει. Εκφράζεται σε χαμηλούς τόνους. Αναζητείται πλέον ό,τι έχει τοπικό, αυθεντικό και πολιτιστικά σημαντικό χαρακτήρα. Οι καταναλωτές παίρνουν τη θέση του γνώστη-ειδήμονα και γοητεύονται από την εξειδίκευση. Η προβεβλημένη δαπάνη μετατρέπεται σε κατανάλωση με συνείδηση, ενώ η έξυπνη αποταμίευση τροφοδοτεί έξοδα που προσφέρουν ευχαρίστηση. Σχετικά επιτυχημένα παραδείγματα αποτελούν ξενοδοχεία που προσφέρουν βιολογική κουζίνα με προϊόντα ιδίας παραγωγής έως ξενοδοχεία-«γκαλερί» που φιλοξενούν καλλιτέχνες.
Οι «αυθεντικές εμπειρίες» είναι και το θέμα της έκθεσης «Pure Life Experiences» που πραγματοποιείται στο Μαρακές από τις 12 ως τις 15 Νοεμβρίου 2012. Από ελληνικής πλευράς θα συμμετάσχει το Poseidonion Grand Hotel, ένα ξενοδοχείο που λειτουργεί στις Σπέτσες ανακαινισμένο από το 2009 και, πέρα από την πολυτέλεια, «επενδύει» στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων στον προορισμό. Για τον λόγο αυτόν συμμετέχει για δεύτερη χρονιά στον Αγώνα Κλασικών και Παραδοσιακών Σκαφών, που διοργανώνει ο Ναυτικός Ομιλος Ελλάδος από τις 21 ως τις 24 Ιουνίου στις Σπέτσες, προσελκύοντας περισσότερες από 50 συμμετοχές παραδοσιακών καϊκιών και των πληρωμάτων τους.
«Κλειδί της επιτυχίας η προσωπική σχέση»
«Ετσι κερδίζεις τον πελάτη» υποστηρίζει ο επικεφαλής της Τsimaras Art Hotels κ. Χάρης Τσιμάρας
«Η προσωπική σχέση µε τον πελάτη είναι πολύ σηµαντική» υποστηρίζει ο κ. Χάρης Τσιµάρας, επικεφαλής της οικογενειακής αλυσίδας Tsimaras Art Hotels που διαθέτει τρία µπουτίκ ξενοδοχεία στη Δυτική Ελλάδα. Στηριζόµενος σ’ αυτή τη βασική αρχή έχει επιτύχει να «διαφοροποιεί το προϊόν» που προσφέρει και να εδραιωθεί σε ένα απαιτητικό κοµµάτι της τουριστικής αγοράς που απευθύνεται σε τουρίστες µε υψηλά εισοδήµατα. «Είναι απαραίτητο να σκέφτεσαι αυτό που θέλει ο πελάτης. Δεν µπορείς να παίρνεις µόνο» εξηγεί και προσθέτει πως «ό,τι προσφέρεται πρέπει να είναι αυθεντικό».
Για τον ίδιο «είναι σημαντικό ο επισκέπτης να έρθει και του χρόνου και να μην πάει στην Αίγυπτο ή στην Τουρκία επειδή η συναλλαγματική ισοτιμία είναι καλύτερη». Ως επιχειρηματίας συνεχίζει να πηγαίνει κόντρα στην ύφεση που για πέμπτη χρονιά βιώνει η χώρα, επιμένοντας ότι «αν δεν επενδύσεις στη δουλειά δεν γίνεται διαφορετικά». Τονίζει όμως την έλλειψη ρευστότητας από τις τράπεζες, η οποία δεν επιτρέπει σε άλλα καταλύματα να κάνουν τις στοιχειώδεις εργασίες ανακαίνισης, με αποτέλεσμα να οδηγούνται αναγκαστικά σε μείωση τιμών για να εξασφαλίσουν πελάτες. «Εφέτος αν κάποιος δεν δώσει κάτι περισσότερο, ο κόσμος δεν πρόκειται να έρθει» λέει, ενώ επισημαίνει ότι η ελληνική πελατεία έχει πληγεί σημαντικά.

Τρία μπουτίκ ξενοδοχεία
Με καταγωγή από την Κεφαλλονιά, τα μέλη της οικογένειας Τσιμάρα ξεκίνησαν από την Πάτρα δύο γενιές πριν, ως ναυτιλιακοί πράκτορες. Θέλοντας όμως να ασχοληθούν με τη φιλοξενία, το 1997 αξιοποίησαν ένα κτίριο που υπήρχε στην Πάτρα, επεκτάθηκαν το 1999 στην Ιθάκη και το 2000 συνέχισαν με τη δημιουργία μιας μονάδας στην Κεφαλλονιά, ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολούνται και με το real estate. Η ονομασία της αλυσίδας (Art Hotels), που περιλαμβάνει τρία μπουτίκ ξενοδοχεία, το Primarolia στην Πάτρα, το Perantzada στην Ιθάκη και το Emelisse στο Φισκάρδο της Κεφαλλονιάς, συνδέεται με την τέχνη, λόγω των έργων τέχνης που κοσμούν τους εσωτερικούς χώρους.
Πλέον, όπως λέει ο επικεφαλής της αλυσίδας, η τέχνη αναφέρεται στον τρόπο διαχείρισης του κόσμου. Σήμερα όμως η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα είναι ένας επικίνδυνος αντίπαλος, επισημαίνει, και οι επαναληπτικές εκλογές στις 17 Ιουνίου επηρεάζουν αρνητικά. «Η Ελλάδα δουλεύει τρεις μήνες. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα έχουμε τα υψηλότερα νούμερα ανεργίας» τονίζει, καθώς η εξέλιξη της εφετινής τουριστικής περιόδου θα είναι καθοριστική για την απασχόληση στις επιχειρήσεις του τομέα.
Η Κεφαλλονιά στηρίζεται κατά 50% στη βρετανική αγορά και δεν αντιμετωπίζει τη δραματική πτώση σε προορισμούς όπου πρωταγωνιστεί η γερμανική αγορά. Εφέτος «όλοι έχουν μείωση», υπογραμμίζει ο κ. Τσιμάρας, προσθέτοντας ωστόσο ότι υπάρχουν «πάρα πολύ καλά ξενοδοχεία στην Ελλάδα». Αντίθετα όμως με τη γενικότερη αρνητική εικόνα στην πληρότητα των ξενοδοχειακών μονάδων σε μια δύσκολη συγκυρία, η μονάδα στην Κεφαλλονιά διατηρεί σταθερή πορεία εφέτος. Το ξενοδοχείο, που κλείνει 12 χρόνια λειτουργίας και έχει διακριθεί τόσο από το κοινό όσο και από ταξιδιωτικούς οργανισμούς, είναι ανοιχτό από Απρίλιο ως και Οκτώβριο και φιλοξενεί κατά 70% ξένη πελατεία και κατά 30% Ελληνες, δίνοντας «την ίδια τιμή σε όλους».
Εχει δυναμικότητα 60 δωμάτια και 50 άτομα προσωπικό, ενώ οι κρατήσεις είναι μοιρασμένες 50% σε αυτόνομες και 50% από πρακτορεία. Ταυτόχρονα η τιμολογιακή πολιτική της αλυσίδας δεν άλλαξε. «Δεν κάναμε προσφορές» λέει ο κ. Τσιμάρας, συμπληρώνοντας ότι αυτή την τακτική ακολουθούν τα μεγαλύτερα σε δυναμικότητα ξενοδοχεία τα οποία «πρέπει να γεμίσουν».
Επιλέγει τις προσφορές μέσα από τα εργαλεία και τις παροχές του ξενοδοχείου. «Ο πελάτης απαιτεί να έχει αυτό που είχε και ίσως λίγο παραπάνω» εξηγεί και τονίζει την παράμετρο του ανταγωνισμού. Είναι θέμα «τι χρεώνεις και τι παρέχεις. Δεν μπορείς να κοιτάς πάντα το κέρδος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ