Καταγράφοντας τις αντιδράσεις του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών ομάδων στα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, εντύπωση προκαλεί η πλήρης σχεδόν απουσία των αγροτών από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Κρίνοντας με βάση το παρελθόν, η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, κάθε άλλο παρά μας έχει συνηθίσει σε αποχή, αδιαφορία και πολύ περισσότερο σε νηφάλιους τρόπους διεκδίκησης.

Γι’ αυτό και η απουσία αυτή γίνεται ακόμα πιο ηχηρή. Από την άλλη και από τη μεριά της κυβέρνησης, εύκολα διαπιστώνουμε ένα κενό, μια ακόμα απουσία σε μέτρα, που θα μπορούσαν να αναδείξουν τη συμβολή των αγροτών στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Όταν μάλιστα αυτό συμβαίνει, με το σύνολο των εργαζομένων να θίγεται με ευθύ και συχνά βάναυσο τρόπο, με ριζικές παρεμβάσεις στο ύψος των αμοιβών και τη φορολογία, η απουσία μέτρων για τον γεωργικό πληθυσμό δημιουργεί ερωτήματα.

Είναι γνωστό ότι η πολιτική τάξη της χώρας, σε βάθος χρόνου, έχει αντιμετωπίσει τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου με ευαισθησία και προσοχή. Οι λόγοι γι’ αυτό ήσαν και είναι πολλοί (Λιανός κ.α, 2009): Οι φυσικές ιδιαιτερότητες της αγροτικής παραγωγής, οι γενικά θετικές απόψεις της πλειοψηφίας του κόσμου για περισσότερο ευνοϊκούς τρόπους μεταχείρισης του αγροτικού πληθυσμού και κυρίως η πίεση των οργανωμένων αγροτικών συμφερόντων σε συνδυασμό με το, κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο, ειδικό βάρος της αγροτικής ψήφου, οδηγεί τις εκάστοτε κυβερνήσεις να αποφεύγουν τις αντιπαραθέσεις με τον αγροτικό πληθυσμό. Υπάρχουν άλλωστε αρκετά προς τούτο παραδείγματα από το απώτερο αλλά και το περισσότερο πρόσφατο παρελθόν.
Δεν πάει άλλωστε πολύς καιρός από τότε, που ενώ η κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών της χώρας ήταν προ των πυλών (Γενάρης 2009), ο τότε Υπουργός Γεωργίας μοίραζε, δίχως σκέψη και σύνεση, 500 εκατομμύρια ευρώ για να εκτονώσει τις αγροτικές κινητοποιήσεις που είχαν ξεσπάσει. Επρόκειτο για την απόλυτη πρόκληση η οποία θα βαραίνει στο διηνεκές όσους συνέπραξαν στη συνομολόγησή της. Θα ήμασταν όμως άδικοι και μεροληπτικοί, αν δεν αναφέραμε ότι από τη μεριά της τότε αντιπολίτευσης το τεράστιο για τα δεδομένα αλλά και την οικονομική κατάσταση της χώρας αυτό ποσό, είχε τότε χαρακτηρισθεί ως … ψίχουλα!
Το θέμα της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση και αποτίμηση της ειδικής αυτής μεταχείρισης του αγροτικού εισοδήματος και κυρίως οι προοπτικές συνέχισής της στις σημερινές, κάθε άλλο παρά κανονικές, συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε. Κατά τη γνώμη μας πρόκειται για μια πολιτική η οποία, ειδικά μέσα στις σημερινές συνθήκες μιας πρωτοφανούς οικονομικής δυσπραγίας και επαπειλούμενης οικονομικής καταστροφής, χρήζει αναθεώρησης. Δεδομένου ότι κάθε τέτοια αλλαγή θα τύχει σημαντικών αντιστάσεων, η διερεύνηση ορισμένων ερωτημάτων αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Το πρώτο ερώτημά μας αφορά στην επίκληση κοινωνικών-εισοδηματικών ανισοτήτων ανάμεσα στον αγροτικό και τον μη αγροτικό πληθυσμό με σκοπό τη δικαιολόγηση των σημαντικών, όπως θα δούμε στη συνέχεια, εισοδηματικών μεταβιβάσεων και φορολογικών απαλλαγών όσον αφορά τη διαμόρφωση του γεωργικού εισοδήματος. Με άλλη διατύπωση: είναι πράγματι τα γεωργικά εισοδήματα σε τέτοιο βαθμό χαμηλότερα από αυτά του μη γεωργικού τομέα της οικονομίας, ώστε να δικαιολογούν μια μεγάλου δημοσιονομικού κόστους ειδική μεταχείριση, όπως και ένα εξαιρετικά προνομιακό καθεστώς φορολόγησής τους;
Το δεύτερο ερώτημα αφορά στη λογική της αντιμετώπισης του αγροτικού πληθυσμού ως ενιαίο σύνολο, στην παγιωμένη δηλαδή υποβάθμιση σημαντικών εισοδηματικών ανισοτήτων στο εσωτερικό τού αγροτικού τομέα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό καταλήγει στη διατύπωση της ανάγκης μιας περισσότερο διαφοροποιημένης κατά εισοδηματικές κατηγορίες αναδιανεμητικής πολιτικής που θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις υφιστάμενες στο εσωτερικό του αγροτικού τομέα εισοδηματικές ανισότητες.
Το τρίτο ερώτημα σχετίζεται με τον υπολογισμό του συνόλου των πραγματοποιούμενων δημοσιονομικών μεταβιβάσεων από τον μη αγροτικό προς τον αγροτικό τομέα της οικονομίας, την κατάρριψη της πλάνης περί κατά κύριο λόγο Κοινοτικών και όχι Εθνικών μεταβιβάσεων, όπως και με τη διαμόρφωση μιας πρώτης εκτίμησης για το ύψος των απωλειών του Κρατικού Προϋπολογισμού σε φορολογικά έσοδα, λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος φορολόγησης του αγροτικού εισοδήματος.

1. Υπάρχουν πλούσιοι αγρότες;
Το έργο της σύγκρισης κατά κεφαλήν εισοδημάτων ανάμεσα σε διαφορετικούς οικονομικούς κλάδους είναι δύσκολο. Τα προς σύγκριση στατιστικά στοιχεία στηρίζονται συνήθως σε διαφορετικούς ορισμούς και συχνά εκφράζουν διαφορετικές πραγματικότητες. Τα στατιστικά δεδομένα, με τα λιγότερα προς τούτο προβλήματα, είναι της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (Ερ.Οικ.Πρ.) της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτά χρησιμοποιούμε στη συνέχεια.
Η έρευνα Ερ.Οικ.Πρ. δίνει στοιχεία εισοδήματος για τα νοικοκυριά ανάλογα με το επάγγελμα του αρχηγού του νοικοκυριού. Σύμφωνα με αυτά, το 2008, το μέσο Ελληνικό νοικοκυριό είχε ένα μηνιαίο εισόδημα 2.634 ευρώ. Ειδικά τα νοικοκυριά με αρχηγό γεωργό, κτηνοτρόφο κλπ είχαν ένα εισόδημα 2.341 ευρώ, δηλαδή, το 89% του μέσου εισοδήματος του συνόλου των νοικοκυριών (Πίνακας 1).

Από την κατανομή σε τάξεις μεγέθους, προκύπτει πως το 2008 είχαμε 51.163 γεωργικά νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα μεγαλύτερο του όχι ευκαταφρόνητου ποσού των 2.800 ευρώ. Με το όριο στις 2200 ευρώ, ο αριθμός αυξάνει στα 83054 νοικοκυριά. Σε ποσοστά, τα μεγέθη αυτά αντιστοιχούν στο 24.7% και στο 40% του συνόλου των γεωργικών νοικοκυριών (2008: 207.436 γεωργικά νοικοκυριά).

Πίνακας 1. Μέσο μηνιαίο και μέσο ισοδύναμο εισόδημα ανάλογα με το επάγγελμα του αρχηγού σε ευρώ.

Μέσο μηνιαίο εισόδημα

Μέσο ισοδύναμο εισόδημα

Μέσο μηνιαίο εισόδημα ως % του εθνικού μέσου όρου

Μέσο ισοδύναμο εισοδήματος ως % του εθνικού μέσου όρου

Αριθμός νοικοκυριών

1. Εργοδότες

4.349

2.379

165,1%

159,5%

161.299

2. Στελέχη και ελέυθεροι επαγγελματίες

3.786

2.116

143,7%

141,9%

143.246

3. Λοιποί αυτοαπασχολούμενοι

2.845

1.396

108,0%

93,6%

290.491

4. Γεωργοί-κτηνοτρόφοι κ.λ.π.

2.341

1.167

88,9%

78,3%

207.436

5. Εργάτες ιδιωτικού τομέα

2.262

1.198

85,9%

80,4%

430.518

6. Υπάλληλοι ιδιωτικού τομέα

3.070

1.733

116,5%

116,2%

370.242

7. Εργάτες δημοσίου τομέα

2.902

1.475

110,1%

98,9%

106.273

8. Υπάλληλοι δημοσίου τομέα

3.489

1.843

132,4%

123,6%

404.339

9. Άνεργοι

1.968

1.028

74,7%

68,9%

119.329

10. Συνταξιούχοι

2.423

1.448

92,0%

97,1%

1.327.514

11. Άλλοι

1.743

1.238

66,1%

83,1%

511.487

12. Σύνολο

2.634

1.491

100,0%

100,0%

4.072.175

Πηγή: Επεξεργασία και ανάλυση στοιχείων από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2008, από Θ. Μητράκο, , Διεύθυνση Μελετών, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2011.

Για μια σύγκριση ωστόσο με άλλες κατηγορίες του πληθυσμού είναι απαραίτητη η χρήση της έννοιας του ισοδυνάμου εισοδήματος. Με βάση τους σχετικούς υπολογισμούς, το μέσο μηνιαίο εισόδημα για το γεωργικό νοικοκυριό ισούται με 2.341 ευρώ, ή το 78% του αντιστοίχου μεγέθους στο σύνολο του πληθυσμού (2.634 ευρώ).

Όσον αφορά την κατανομή σε ποσοτημόρια συνολικού εισοδήματος, για πέντε συνολικά τάξεις (πεμπτημόρια) εισοδημάτων, το 34.5% των γεωργικών νοικοκυριών βρίσκεται στη χαμηλότερη (Πίνακας 2). Στο σύνολο του πληθυσμού, στο ίδιο πεμπτημόριο ανήκει το 21,1%.

Από την άλλη μεριά, στο πεμπτημόριο του υψηλοτέρου ισοδυνάμου εισοδήματος, στο πλουσιότερο δηλαδή κομμάτι του πληθυσμού, ανήκει το 8% των γεωργικών νοικοκυριών, έναντι του 19,8% των νοικοκυριών του συνόλου του πληθυσμού.

Πίνακας 2. Κατανομή νοικοκυριών ανά πεμπτημόριο συνολικού εισοδήματος σε αριθμό νοικοκυριών και ποσοστό.

Ποσοτημόριο
1ο
2ο
3ο
4ο
5ο
Σύνολο
1. Εργοδότες
11.871
21.019
20.653
36.461
71.294
161298
7,3%
13,0%
12,8%
22,6%
44,2%
100,0%
2. Στελέχη και ελεύθεροι επαγγελματίες
11.525
17.371
21.857
23.701
68.792
143.246
8,0%
12,1%
15,3%
16,5%
48,1%
100,0%
3. Λοιποί αυτοαπασχολούμενοι
58.665
57.593
53.370
70.976
49.889
290.493
20,2%
19,8%
18,4%
24,4%
17,2%
100,0%
4. Γεωργοί-κτηνοτρόφοι κ.λ.π.
71.650
51.597
42.297
25343
16.550
207.437
34,5%
24,9%
20,3%
12,2%
8,0%
100,0%
5. Εργάτες ιδιωτικού τομέα
126.844
100.447
93.477
73.663
36.088
430.519
29,5%
23,4%
21,7%
17,2%
8,4%
100,0%
6. Υπάλληλοι ιδιωτικού τομέα
38.655
57.962
73.857
86.169
113.598
370.241
10,4%
15,6%
20,0%
23,3%
30,7%
100,0%
7. Εργάτες δημοσίου τομέα
13.598
22.959
30.120
22.869
16.727
106.273
12,8%
21,6%
28,4%
21,5%
15,7%
100,0%
8. Υπάλληλοι δημοσίου τομέα
18.005
43.260
86.501
129.151
127.422
404.339
4,5%
10,7%
21,4%
31,9%
31,5%
100,0%
9. Άνεργοι
52.702
33.350
18.870
8.078
6.329
119.329
44,2%
27,9%
15,8%
6,7%
5,3%
100,0%
10. Συνταξιούχοι
285.254
282.319
297.358
219.369
243.212
1.327.512
21,5%
21,3%
22,4%
16,5%
18,3%
100,0%
11. Άλλοι
169.122
142.618
86.331
57.459
55.957
511.487
33,1%
27,9%
16,9%
11,2%
10,9%
100,0%
12. Σύνολο
857.891
830.495
824.691
753.239
805.858
4.072.174
21,1%
20,4%
20,3%
18,5%
19,8%
100,0%

Πηγή: Επεξεργασία και ανάλυση στοιχείων από την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2008, από Θ. Μητράκο, Διεύθυνση Μελετών, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα, 2011.

Επομένως συμπεραίνουμε, πως ναι μεν τα γεωργικά νοικοκυριά υπέρ-αντιπροσωπεύονται στις χαμηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες, από την άλλη όμως το 8% των γεωργικών νοικοκυριών αντιστοιχεί στην ανώτατη εισοδηματική κατηγορία, ποσοστό που φθάνει το 20,2% αν υπολογίσουμε τα νοικοκυριά που εμπίπτουν στα δύο ανώτερα από τα πέντε πεμπτημόρια της κατανομής εισοδήματος.
2. Ποιοι φωνάζουν περισσότερο και γιατί;
Όταν μιλάμε συνήθως για στήριξη του εισοδήματος των αγροτών αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο στο ύψος των επιδοτήσεων και εισοδηματικών ενισχύσεων οι οποίες πραγματοποιούνται στα πλαίσια της αγροτικής πολιτικής. Ο κύριος όγκος αυτών των ενισχύσεων χρηματοδοτείται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, μέσω του Εθνικού-Κρατικού Προϋπολογισμού.
Για το ύψος και τις επιπτώσεις αυτών των μεταβιβάσεων έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές μελέτες οι οποίες συγκλίνουν όσον αφορά τα βασικά συμπεράσματά τους (Μαραβέγιας 1992β, Μπουρδάρας 2008). Υπάρχει συμφωνία, για παράδειγμα, ότι οι κύρια ευνοηθέντες αγρότες, με την έννοια της είσπραξης από μεριάς τους του μεγαλύτερου κατά κεφαλή όγκου των επιδοτήσεων, είναι οι μεγάλοι παραγωγοί των κάμπων και των αρδευομένων περιοχών.

Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στο είδος του παραγόμενου προϊόντος, όσο και στις συγκριτικά ευνοϊκότερες σε αυτές τις περιοχές συνθήκες παραγωγής (υψηλές αποδόσεις, μεγάλο μέγεθος εκμεταλλεύσεων, ευνοϊκές γεωκλιματικές συνθήκες, γειτνίαση με μεγάλα αστικά κέντρα, καλύτερο ανθρώπινο κεφάλαιο και καλύτερη πληροφόρηση).

Αποτελεί επίσης κοινό τόπο στα συμπεράσματα όλων των σοβαρών ερευνητών, ότι η ένταξη της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1981), σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε), οδήγησε σε σημαντική αύξηση της δημοσιονομικής στήριξης του αγροτικού εισοδήματος ( Demoussis & Sarris, 1988,Μαραβέγιας 1992β, Μπουρδάρας 2008, Karanikolas et.al 2008). Η αύξηση αυτή οφείλετο κατά κύριο λόγο στη διαμόρφωση ορισμένων εξαιρετικά ευνοϊκών ειδικών καθεστώτων για ορισμένα προϊόντα ιδιαιτέρως σημαντικών για τα παραγωγικά δεδομένα της Ελληνικής Γεωργίας-Κτηνοτροφίας.

Εδώ αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο σε προϊόντα και κλάδους όπως βαμβάκι, λάδι, καπνός, σκληρό σιτάρι και αιγοπρόβατα. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της στήριξης ήταν εν προκειμένω η ρύθμιση της αγοράς μέσω ενός καθεστώτος επιδοτήσεων της μορφής των ελλειμματικών πληρωμών (deficiency payments) με κατά κανόνα χαμηλή ή και καμία προστασία στα σύνορα. Οι κλάδοι αυτοί ωφελήθηκαν τα μάλλα από το Κοινοτικό Καθεστώς. Όπου δε το εν λόγω καθεστώς καταργήθηκε ή τροποποιήθηκε ριζικά, οι αντίστοιχοι κλάδοι κατέρρευσαν (π.χ. καπνός).

Πίνακας 3. Εισοδηματικοί και λοιποί δείκτες σε επίπεδο αγροτικής εκμετάλλευσης ανάλογα με επιλεγμένους κλάδους παραγωγής και τόπους εγκατάστασής τους, σε ευρώ (2007-2008).

Σιτηρά

Βαμβάκι

Λάδι

Θεσσαλία

Ήπειρος, Νησιά

Ιονίου, Πελοπό

ννησος

Πεδινές περιοχές

Ορεινές περιοχές

Καθαρό εισόδημα εκμετάλλευσης

7.405

15.589

13.214

12.393

10.877

11.427

13.548

Καθαρό εισόδημα εκμετάλλευσης ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας

10.732

19.104

11.966

10.871

8.843

10.988

11.579

Καθαρές Ενισχύσεις ανά εκμετάλλευση

8.875

19.899

5.592

9.231

3.303

5.544

6.027

Καθαρές Ενισχύσεις ανά εκτάριο

577

1.157

810

944

661

869

809

Καθαρές ενισχύσεις ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας

12.682

24.386

5.063

8.097

2.685

5.331

5.151

Αποδόσεις ανά εκτάριο

4.425

2.942

571

4.619*

6.782*

6.477*

3.159*

Λιπάσματα ανά εκτάριο

340

130

122

183

181

424

332

Φυτοφάρμακα ανά εκτάριο

65

113

53

102

108

155

72

* Αφορά αποδόσεις σιτηρών ανά εκτάριο σε Θεσσαλία, Ήπειρος, Νησιά Ιονίου, Πελοπόννησος, πεδινές και ορεινές περιοχές.

Πηγές: 1.FADN: Fadn database
2. EUROPEAN COMMISSION, DIRECTORATE – GENERAL FOR AGRICULTURE AND RURAL DEVELOPMENT. Πρωτογενή στοιχεία, RICA, έτος 2007. European Commission, 2007. (Στοιχεία για το βαμβάκι και το λάδι).

Η ωφέλεια ωστόσο που εισέπραξαν οι εν λόγω κλάδοι ως συνολικά μεγέθη, δεν σήμανε αναγκαστικά και αντίστοιχες σημαντικές οικονομικές βελτιώσεις στο εισόδημα των παραγωγών. Ο κύριος λόγος αφορά στην κατανομή μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και ευρύτερα στις επιμέρους ανά προϊόν συνθήκες παραγωγής.

Για παράδειγμα, η ύπαρξη συγκριτικά μεγάλων εκμεταλλεύσεων στο βαμβάκι και το σκληρό σιτάρι είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μεγάλη αύξηση των μεταβιβάσεων που πραγματοποιήθηκαν προς τους κλάδους αυτούς αλλά και τη σημαντική-απόλυτη βελτίωση των αγροτικών εισοδημάτων των παραγωγών.

Το ίδιο δεν ίσχυσε, για παράδειγμα, για τους καπνοκαλλιεργητές όπως σε μεγάλο βαθμό και για τους ελαιοκαλλιεργητές. Το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεών τους και ο εντοπισμός της παραγωγής τους σε συνήθως προβληματικές περιοχές δεν μετέτρεψε την ισχυρή δημοσιονομική στήριξη σε αυξήσεις του εισοδήματός, ικανές να αλλάξουν σημαντικά το επίπεδο ευημερίας τους.

Για παράδειγμα, το 2008, ενώ για το βαμβάκι και το λάδι οι καθαρές ενισχύσεις ανά εκτάριο ήταν 1.157 ευρώ και 810 ευρώ αντίστοιχα, οι ίδιες ενισχύσεις ανά γεωργική εκμετάλλευση ανέρχονταν σε 19.899 ευρώ και 5.592 ευρώ αντίστοιχα (Πίνακας 3). Την ίδια στιγμή, στο μεν βαμβάκι, το μέσο καθαρό εισόδημα ανά εκμετάλλευση ήταν 15.589 ευρώ, στο δε λάδι 13.214 ευρώ.

Από την άλλη μεριά, βλέποντας την αγροτική δραστηριότητα ως συνολικό μέγεθος, εύκολα καταλήγουμε σε δύο διαπιστώσεις. Πέραν του μάλλον προφανούς, ότι δηλαδή οι μεγάλοι αγρότες, δηλαδή αυτοί που έχουν πολλές εκτάσεις και μεγάλο οικονομικό μέγεθος, εισπράττουν και πολλές επιδοτήσεις, είναι οι αγρότες των πεδινών και κατά κανόνα περισσότερο ευνοημένων περιοχών, αυτοί που όχι μόνον πραγματοποιούν υψηλά κατά κεφαλήν ή και ανά εκμετάλλευση εισοδήματα αλλά και εσοδεύουν τις περισσότερες κατά κεφαλήν (και ανά εκμετάλλευση) επιδοτήσεις.

Για παράδειγμα, στη Θεσσαλία, μια από τις περισσότερο «ευλογημένες» όσον αφορά τις συνθήκες παραγωγής αγροτικών προϊόντων περιοχές της χώρας, το 2008 το μέσο καθαρό εισόδημα ήταν 12.393 ευρώ ανά εκμετάλλευση και 10.871 ευρώ ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας, ενώ το ύψος των καθαρών επιδοτήσεων 9.231 ευρώ ανά εκμετάλλευση και 8.097 ευρώ ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας, τιμές που είναι από τις υψηλότερες στη χώρα.

Αντίθετα, σε μια σαφώς λιγότερο «ευνοημένη» περιοχή, όπως είναι η περιφέρεια Ηπείρου, Ιονίων Νήσων και Πελοποννήσου, τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν: 10.877 ευρώ (μέσο καθαρό εισόδημα ανά εκμετάλλευση), 8.843 ευρώ (μέσο καθαρό εισόδημα ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας), 3.303 ευρώ (καθαρές επιδοτήσεις ανά εκμετάλλευση) και 2.685 ευρώ (καθαρές επιδοτήσεις ανά μονάδα οικογενειακής εργασίας).

Αν κάτι «επί του πολιτικού» έχει σημασία από την παραπάνω ανάλυση, είναι ότι ερμηνεύει τη ροπή και τη διάθεση των αγροτών των περισσότερο ευνοημένων – πεδινών αγροτικών περιοχών της χώρας για αγροτικές κινητοποιήσεις και εξηγεί θαυμάσια τη γεωγραφική κατανομή τους. Ακριβώς επειδή σε ορισμένες περιοχές, για παράδειγμα στη Θεσσαλία, το διακύβευμα είναι μεγάλο, η ροπή και η ετοιμότητα για κινητοποιήσεις είναι υψηλές.
Στην κατανόηση της «γεωγραφικής κατανομής των αγροτικών κινητοποιήσεων», συμβάλλει η μελέτη της γεωγραφικής διαφοροποίησης των παραγωγικών δεδομένων της αγροτικής παραγωγής, των αναγκών των επιμέρους παραγωγών και της σύνδεσής τους με το όλο οικοδόμημα των επιδοτήσεων της αγροτικής παραγωγής.
Παρά ίσως το αυθαίρετο κάθε σχηματικής διάκρισης, στη χώρα μας έχουμε πλέον τρία είδη αγροτών. Πρώτον, αγρότες κατοίκους ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, μικρών νησιών κλπ, με δυσμενείς γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες παραγωγής. Δεύτερον, αγρότες πεδινών περιοχών, με συχνά εύφορες και αρδευόμενες καλλιεργητικές εκτάσεις, με επιχειρηματικές εκμεταλλεύσεις οικογενειακής μορφής και, τέλος τρίτον, αγρότες-επιχειρηματίες, μονάδων εντατικής μορφής (θερμοκήπια, ζωοτροφικές μονάδες κλπ), συνήθως εγκατεστημένων πλησίον μεγάλων αστικών κέντρων.
Η ανάγκη, ο τρόπος αλλά και η σημασία της στήριξης δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι ο ίδιος και για τις τρεις αυτές κατηγορίες. Κι αυτό γιατί:
  • η αβεβαιότητα και το απρόβλεπτο ως λόγοι παρέμβασης του κράτους και αιτιολογία στήριξης των εισοδημάτων αφορά κυρίως τους αγρότες των πεδινών περιοχών και των υψηλών αποδόσεων που επιτυγχάνονται μέσω της χρήσης μεγάλων ποσοτήτων λιπασμάτων, φαρμάκων και ενέργειας αλλά σε συνθήκες ανοικτής καλλιέργειας.
  • Αντίθετα, οι μικρές αποδόσεις των ορεινών περιοχών εμφανίζουν συγκριτικά μεγάλη σταθερότητα μια και πρόκειται για καλλιέργειες σε μεγάλο βαθμό προσαρμοσμένες στο φυσικό περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιούνται. Για παράδειγμα, ενώ κατά μέσο όρο οι αποδόσεις σε κιλά στα σιτηρά στις πεδινές περιοχές ανέρχονται σε 6.477 κιλά ανά εκτάριο, στις ορεινές περιοχές μειώνονται σε 3.159 κιλά ανά εκτάριο. Αντίστοιχα, στις πεδινές περιοχές (όλες οι καλλιέργειες), χρησιμοποιούνται λιπάσματα αξίας 424 ευρώ ανά εκτάριο, ενώ στις ορεινές περιοχές έχουμε δαπάνη για λιπάσματα ίση με 332 ευρώ.
  • Από την άλλη μεριά, για τις αγροτικές μονάδες της τρίτης κατηγορίας (αγροτικές μονάδες επιχειρηματικής μορφής), ενώ τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα, η ενέργεια κλπ αποτελούν σημαντικά στοιχεία του κόστους παραγωγής τους, η σημασία του παράγοντα «αβεβαιότητα» είναι επίσης συγκριτικά χαμηλή. Κι αυτό γιατί οι εν πολλοίς ρυθμιζόμενες και ελεγχόμενες συνθήκες παραγωγής, (βλέπε θερμοκήπια, χοιροστάσια, πτηνοτροφεία), πέραν από ορισμένες ακραίες καταστάσεις, ελαχιστοποιούν τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες στη διαμόρφωση του παραγωγικού αποτελέσματος.
  • Η ενίσχυση των αγροτικών εισοδημάτων για κοινωνικούς ή περιβαλλοντικούς λόγους στην πραγματικότητα συντρέχει κυρίως για τους αγρότες των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Κι αυτό γιατί πρόκειται για αγρότες που πραγματοποιούν χαμηλά εισοδήματα από τη γεωργική-κτηνοτροφική δραστηριότητα, η συνέχιση της οποίας, ως παράγοντας στήριξης της παραμονής τους στις περιοχές αυτές είναι κοινωνικά επιθυμητή.
  • Επιπλέον, με τη δραστηριότητά τους αυτή συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας. Αντίθετα, με δυσκολία μπορεί να προβάλει κανείς κοινωνικούς λόγους για στήριξη των εισοδημάτων των αγροτών της δεύτερης κατηγορίας και κυρίως όσων εξ αυτών αποδεδειγμένα πραγματοποιούν υψηλά αγροτικά εισοδήματα, όπως φυσικά και για τους αγρότες επιχειρηματίες της τρίτης κατηγορίας.
  • Επιπρόσθετα, μια «φιλοπεριβαλλοντολογική» επιχειρηματολογία θα ήταν εν προκειμένω εξαιρετικά αδύναμη, αν αναλογισθούμε ότι συχνά οι αγρότες των πεδινών περιοχών και κυρίως οι αγρότες-επιχειρηματίες των εντατικών μορφών παραγωγής της τρίτης κατηγορίας, συχνά ρυπαίνουν με την υπερβολική χρήση λιπασμάτων και κυρίως φυτοφαρμάκων, σπαταλούν εξαντλήσιμους φυσικούς πόρους με την εντατική και συνεχή χρήση γης, όπως και με τη συχνά αλόγιστη άρδευση των εκτάσεών τους. Ενδεικτικά, ενώ στο σύνολο της χώρας η χρήση φυτοφαρμάκων ανά εκτάριο είναι πάνω από 100 ευρώ, το αντίστοιχο ποσό στις ορεινές περιοχές περιορίζεται στα 72 ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, η επιχειρηματολογία για τιμές που να καλύπτουν το κόστος, τις επιδοτήσεις στις εισροές, τα χαμηλότοκα δάνεια κλπ, είναι σημαντική κυρίως για τους αγρότες των κάμπων και, κατά δεύτερο λόγο, με έμφαση σε τρόπους μείωσης του κόστους των εισροών, για τους παραγωγούς-επιχειρηματίες της τρίτης κατηγορίας. Τα ζητήματα αυτά ενδιαφέρουν συγκριτικά λιγότερο τους αγρότες των ορεινών και λοιπών μειονεκτικών περιοχών.

3. Δημοσιονομικές Ενισχύσεις και φορολόγηση εισοδημάτων σε συνθήκες φορολογικού παραδείσου
Προφανώς και δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία η μεταφορά πόρων από τον μη αγροτικό στον αγροτικό τομέα της οικονομίας, στα πλαίσια ενός ευρύτερου συστήματος αναδιανομής πόρων από τα πλουσιότερα προς τα φτωχότερα στρώματα, που λαμβάνει χώρα σε κάθε αναπτυγμένη κοινωνία.

Η αναδιανομή αυτή πραγματοποιείται είτε με τη μεταφορά εισοδήματος από τους καταναλωτές προς τους αγρότες μέσω τεχνητά υψηλών τιμών για τα αγροτικά προϊόντα, είτε μέσω εισοδηματικών μεταβιβάσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Ωστόσο η στήριξη αυτή δεν περιορίζεται μόνο σε μεταβιβάσεις που γίνονται μέσα στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Περιλαμβάνει μεταβιβάσεις που γίνονται με εθνικούς πόρους, αποτελούν δηλαδή επιπρόσθετες δημοσιονομικές δαπάνες (Μαραβέγιας, 1992α), όπως επίσης και την ύπαρξη ενός ειδικού, ευνοϊκού για τους αγρότες φορολογικού καθεστώτος, η ύπαρξη του οποίου στερεί τον Κρατικό προϋπολογισμό από σημαντικά έσοδα. Με την ανάλυση αυτής της διευρυμένης μορφής δημοσιονομικής στήριξης του αγροτικού τομέα ασχολούμαστε στη συνέχεια.

3.1. Προφανώς… λεφτά υπάρχουν!
Οι επιβαρύνσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού οι οποίες αφορούν είτε άμεσα είτε έμμεσα τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος, μπορούν να ομαδοποιηθούν, ως δημοσιονομικές μεταβιβάσεις προς την αγροτική εκμετάλλευση, ανάλογα με την παραγωγική της δραστηριότητα, ως πληρωμές σε πρόσωπα που απασχολούνται σήμερα είτε απασχολήθηκαν στο παρελθόν στον αγροτικό τομέα (για παράδειγμα παροχές του Ο.Γ.Α), όπως επίσης και ως μεταβιβάσεις προς τομείς παρέχοντες εισροές και υπηρεσίες στον αγροτικό τομέα με σκοπό τη διαμόρφωση ευνοϊκότερων συνθηκών παραγωγής (ενισχύσεις προς μεταποιητές και εξαγωγείς αγροτικών προϊόντων αλλά και επιδοτήσεις εισροών, όπως για παράδειγμα επιδοτήσεις επιτοκίου). Το σύνολο αυτών των μεταβιβάσεων αποτελεί αυτό που στη συνέχεια αποκαλούμε συνολική στήριξη του αγροτικού τομέα.
Το έτος 2009 οι κάθε είδους ενισχύσεις προς τη γεωργία ήσαν 8.600 εκατομμύρια ευρώ (Πίνακας 4). Από αυτά τα 6.214 εκατομμύρια ήσαν από εθνικούς και τα 2.386 από κοινοτικούς πόρους (FEOGA-εγγυήσεις). Σε ποσοστά, δηλαδή, το 72% προήρχετο από εθνικούς και το 28% από κοινοτικούς πόρους. Μια δεκαετία πριν (έτος 2000) τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 5.495 εκατομμύρια ευρώ στο σύνολο, 2.868 από εθνικούς πόρους και 2.627 εκατομμύρια από κοινοτικούς πόρους, δηλαδή 52% εθνικές και 48% κοινοτικές δαπάνες.

Στη διάρκεια δηλαδή ενός χρονικού διαστήματος μιας δεκαετίας είχαμε αύξηση των εθνικών δαπανών από το 52% στο 72% του συνόλου. Σημειωτέον δε, ότι στην ίδια περίοδο οι δαπάνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) έμεναν σταθερές σε ένα ύψος περί τα 2,5 δις. ευρώ.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, καταλήγουμε σε δυο διαπιστώσεις: πρώτον, διαφορετικά ίσως απ’ ότι πιστεύεται, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι των δαπανών για τον αγροτικό τομέα χρηματοδοτείται από εθνικούς και όχι από κοινοτικούς πόρους, δεύτερον, το κομμάτι αυτό, των εθνικής προέλευσης μεταβιβάσεων, γνώρισε μια σημαντική αύξηση την περασμένη δεκαετία. Σε μια περίοδο δηλαδή, που οι κοινοτικές δαπάνες έμεναν σχετικά σταθερές είχαμε κάτι περισσότερο από έναν διπλασιασμό των εθνικών δαπανών.

Πίνακας 4. Οικονομικές ενισχύσεις στην Ελληνική Γεωργία-Κτηνοτροφία, 2000-2010, σε εκατομμύρια ευρώ.

Ενισχύσεις από εθνικούς πόρους

εκ των οποίων

2000

2001

2002

2003

2004

2005

2006

2007

2008

2009

2010

2.868

2.800

3.147

3.976

4.089

4.120

4.412

5.286

5.810

6.214

5.607

Πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων

619

420

228

311

418

504

463

498

590

649

400

Συντάξεις αποζημιώσεις μέσω ΟΓΑ-ΕΛΓΑ

1.405

1.916

2.163

Συντάξεις ΟΓΑ

2.210

2.549

2.685

2.790

3.370

4.000

4.136

4.380

Πληρωμές μέσω ΕΛΓΑ

609

496

259

420

629

424

724

213

Ενισχύσεις από ΕΕ (FEOGA -Εγγυήσεις)

2.627

2.532

2.460

2.634

2.647

2.718

2.913

2.289

2.228

2.386

2.565

Γενικό σύνολο οικονομικών ενισχύσεων στη γεωργία

5.495

5.323

5.607

6.610

6.736

6.838

7.325

7.557

8.038

8.600

8.172

Παραγωγή του κλάδου γεωργικής δραστηριότητας τρέχουσες τιμές

11.427

11.585

11.584

11.934

11.944

11.983

10.369

10.773

10.406

10.106

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία αγροτικού τομέα τρέχουσες τιμές

7.933

8.260

8.184

8.488

8.172

8.403

6.989

6.877

6.575

6.620

6.627

Ποσοστό FEOGA -Εγγυήσεων προς την αξία γεωργικής παραγωγής

23,0%

21,9%

21,2%

22,1%

22,2%

22,7%

28,1%

21,2%

21,4%

23,6%

Ποσοστό FEOGA -Εγγυήσεων προς την προστιθέμενη αξία του αγροτικού τομέα

34,0%

32,0%

31,7%

33,3%

33,7%

35,1%

47,1%

36,8%

40,5%

42,2%

Πηγές: 1. Υπουργείο, Προϋπολογισμός, Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού, διάφορα οικονομικά έτη, Αθήνα, διάφορα έτη.

2. ΕΛΣΤΑΤ, Οικονομικοί λογαριασμοί γεωργίας, διάφορα οικονομικά έτη, Αθήνα, διάφορα έτη.
3. Πίνακας 6, σελ. 15 του παρόντος κειμένου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατανομή των εθνικών δαπανών ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο έχουν διατεθεί. Διαχρονικά, τα κύρια κονδύλια ήσαν οι δαπάνες για: τις συντάξεις του Ο.Γ.Α, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε) και τις πληρωμές μέσω ΕΛ.Γ.Α. Τα αντίστοιχα ποσοστά στο σύνολο των δαπανών για τη γεωργία (εθνικοί + κοινοτικοί πόροι) το 2009 ήσαν: 48 % (Ο.Γ.Α), 8% (ΕΛ.ΓΑ) και σχεδόν, επίσης 8%, για το Π.Δ.Ε.

Δέκα χρόνια νωρίτερα (έτος 2000) είχαμε: 31% για δαπάνες Ο.Γ.Α και ΕΛ.Γ.Α μαζί και 14% για δαπάνες στα πλαίσια του Π.Δ.Ε. Βλέπουμε δηλαδή, ότι στην περίοδο 2000 -2009 είχαμε μια σημαντική υποχώρηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις.

Δεδομένης της συμπληρωματικότητας, ειδικά για τον αγροτικό τομέα, των δημοσίων προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, η σημαντική αυτή μείωση προϊδεάζει για μια αντίστοιχη πορεία των ιδιωτικών επενδύσεων και ευρύτερα των αναπτυξιακών προοπτικών του αγροτικού τομέα. Από την άλλη μεριά, πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη επέκταση των δαπανών για συντάξεις και μεταβιβάσεις εισοδήματος ευρύτερα, όπως χαρακτηριστικά και σε ακραία μορφή συνέβη το 2009, με τη χορήγηση ενισχύσεων με τη μορφή αποζημιώσεων μέσω του ΕΛ.Γ.Α.

Αν, τέλος, συσχετίσουμε τις δαπάνες αυτές, για παράδειγμα για το έτος 2008, με την παραγόμενη γεωργική αξία παραγωγής και την αντίστοιχη προστιθέμενη αξία, προκύπτει πως:
Οι δαπάνες του FEOGA-εγγυήσεις αποτελούσαν το 2008, το 21,4% της αξίας της γεωργικής παραγωγής και το 40,5% της αντίστοιχης προστιθέμενης αξίας. Αν υπολογίσουμε μάλιστα τα αντίστοιχα ποσοστά, λαμβάνοντας υπόψη και τις εθνικές δαπάνες (συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για Ο.Γ.Α και ΕΛ.Γ.Α), αυτά ανεβαίνουν σε 77,2% και 146,1%.

Θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να σκεφθεί, ίσως απλοϊκά, ότι θα ήταν δυνατόν να προχωρήσουμε σε μια καταβολή των πόρων αυτών απ’ ευθείας στους παραγωγούς, έτσι ώστε να αύξαναν το εισόδημά τους ακόμα και στην περίπτωση που θα διέκοπταν τελείως την παραγωγική τους δραστηριότητα!

3.2 Φοροδιαφυγή με το νόμο!
Παρά τις σημαντικές αλλαγές στα συστήματα φορολόγησης των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων και την αλλαγή τους από τρόπους έξω-λογιστικού σε μεθόδους λογιστικού (έσοδα-έξοδα) προσδιορισμού του αγροτικού εισοδήματος, τα αγροτικά εισοδήματα εξακολουθούν να φορολογούνται με ένα σύστημα σταθερών συντελεστών.

Το σύστημα αυτό προβλέπει την ύπαρξη συγκεκριμένων συντελεστών προσδιορισμού τού προς δήλωση γεωργικού εισοδήματος, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, το αρδεύσιμο των εδαφών κλπ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι παρ’ ότι οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των αγροτών συχνά υποστηρίζουν ότι οι τιμές για τα προϊόντα τους δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής, ταυτόχρονα αντιτίθενται στην αλλαγή του ισχύοντος εξω-λογιστικού τρόπου προσδιορισμού του εισοδήματός τους και στην υποχρεωτική χρήση μεθόδων λογιστικού προσδιορισμού, ανάλογα δηλαδή με τα πραγματοποιούμενα έσοδα και τις αντίστοιχες δαπάνες. Προφανώς κάποιος λόγος υπάρχει γι’ αυτό!

Η ερμηνεία αυτής της φαινομενικά «ανορθολογικής» συμπεριφοράς οφείλεται στο γεγονός ότι το υπάρχον σύστημα των ειδικών συντελεστών υπολογισμού του δηλωνόμενου εισοδήματος από γεωργικές κλπ δραστηριότητες οδηγεί σε εξαιρετικά μεγάλη υποεκτίμησή του και αντίστοιχα, στην καταβολή χαμηλού φόρου.

Για παράδειγμα, αν προσεγγίζαμε το προς δήλωση εισόδημα ως καθαρό γεωργικό εισόδημα (συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων-φόρων) από τα στοιχεία του Δικτύου Γεωργικής Λογιστικής Πληροφόρησης (ΔΙ.ΓΕ.Λ.Π) θα προέκυπτε ένα κατά πολύ μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο αν φορολογείτο, θα απέδιδε πολύ υψηλότερα φορολογικά έσοδα. Πιο συγκεκριμένα:

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, το 2008, σε όλη την επικράτεια, μόνο 29.445 φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις μεγαλύτερο από 9.600 ευρώ. Από αυτούς 3.332 δήλωσαν εισόδημα μεγαλύτερο από 19.200 ευρώ, 71 δήλωσαν μεγαλύτερο από 48.000 ευρώ και μόλις 5 μεγαλύτερο από 120.000 ευρώ.

Αν ωστόσο καταφύγουμε στα στοιχεία του ΔΙΓΕΛΠ η εικόνα που προκύπτει είναι τελείως διαφορετική. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία:

Πίνακας 5. Καθαρό αγροτικό και δηλωθέν αγροτικό εισόδημα και εκτιμήσεις αναλογούντος φόρου σε χιλιάδες ευρώ, 2008.

O Πίνακας σε PDF

Πηγές: 1. Υπουργείο Οικονομικών, Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, Στατιστικό δελτίο φορολογικών δεδομένων 2008, Αθήνα, 2008.
2. FADN, FADN database
3. Δικές μας εκτιμήσεις και υπολογισμοί.
Το 2008, 215.620 εκμεταλλεύσεις είχαν καθαρό εισόδημα μεγαλύτερο από 9.600 ευρώ, 93.850 μεγαλύτερο από 19.200 ευρώ, 15.590 μεγαλύτερο από 48.000 ευρώ και τέλος 1.630 εκμεταλλεύσεις είχαν καθαρό εισόδημα πάνω από 120.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, το συνολικό δηλωθέν εισόδημα το 2008 από γεωργικές επιχειρήσεις ήταν 1.695 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία του ΔΙΓΕΛΠ το καθαρό γεωργικό εισόδημα την ίδια χρονιά ήταν 9.769 εκατομμύρια ευρώ, αριθμός προφανώς πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα απ’ ότι το προς φορολόγηση δηλωνόμενο γεωργικό εισόδημα.

Επειδή, μάλιστα, τόσο το ύψος του εισοδήματος των 9.769 εκατομμυρίων ευρώ, όσο και η κατανομή του κατά τάξη μεγέθους είναι τελείως διαφορετική από το δηλωθέν γεωργικό εισόδημα των 1.695 εκατομμυρίων ευρώ του ιδίου έτους, συμπεραίνεται ότι η αλλαγή στον υπολογισμό τού προς φορολογία εισοδήματος, δηλαδή η χρήση μεθόδων λογιστικού προσδιορισμού του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη μέθοδο υπολογισμού του ΔΙΓΕΛΠ, θα δώσει μια νέα πηγή εσόδων στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Η εκτίμηση των προαναφερθέντων ποσών είναι ωστόσο, μόνο κατά προσέγγιση εφικτή. Κι αυτό γιατί:
Οι υπάρχουσες στατιστικές του Υπουργείου Οικονομικών δεν δημοσιεύουν στοιχεία για το δηλωνόμενο εισόδημα των γεωργών από γεωργικές επιχειρήσεις κλπ, παρά μόνο για το εισόδημα από αγροτικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα αν αυτό αποτελεί εισόδημα κατ’ επάγγελμα αγροτών ή απασχολουμένων κατά κύριο λόγο σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες.

Επίσης, δημοσιεύουν στοιχεία για δηλωθέν εισόδημα των κατ’ επάγγελμα γεωργών αλλά περιλαμβάνουν σε αυτό και εισόδημα από μη γεωργικές κλπ δραστηριότητες. Στοιχεία για το από γεωργικές πηγές προερχόμενο εισόδημα των γεωργών δεν δημοσιεύονται.

Ως εκ τούτου το προς φορολόγηση εισόδημα αγροτών από γεωργικές κλπ δραστηριότητες μόνο κατ’ εκτίμηση μπορεί να προκύψει. Από μια τέτοια εκτίμηση μπορούν να προκύψουν ορισμένες ενδιαφέρουσες αλλά σε κάθε περίπτωση γενικές και κατά προσέγγιση εκτιμήσεις για το ύψος μιας, κατά τις εκτιμήσεις μας, εξαιρετικά σημαντικής αλλά νόμιμης φοροδιαφυγής των πραγματικών αγροτικών εισοδημάτων!
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, ο αναλογών φόρος των γεωργών από εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές εργασίες ανέρχεται σε 58 εκατομμύρια ευρώ περίπου. Το αντίστοιχο μέγεθος, όπως προκύπτει με βάση τα στοιχεία του ΔΙΓΕΛΠ, ισούται με 592 εκατομμύρια. Χωρίς ο αναλογών φόρος να ισούται βεβαίως με τον πραγματικά αποδιδόμενο φόρο, η εκτίμησή του, για το σύνολο των εισοδημάτων από γεωργικές κλπ δραστηριότητες, με βάση τα στοιχεία του ΔΙΓΕΛΠ είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτήν που προκύπτει από τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών.

Αν θεωρήσουμε δε, ότι το ύψος των φοροαπαλλαγών στη μια και την άλλη περίπτωση ως ποσοστό του αναλογούντος φόρου δεν θα διαφέρει σημαντικά, τότε προκύπτει ότι τα φορολογικά έσοδα από γεωργική δραστηριότητα, που θα προέλθουν από μια αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του φορολογητέου γεωργικού εισοδήματος, θα είναι τουλάχιστον 10 φορές υψηλότερα των σημερινών.

3.3 … και η πορεία του κλάδου;
Είναι γνωστό, πως στις οικονομίες όλων των χωρών που βρίσκονται σε ανάπτυξη, το ποσοστό συμμετοχής του αγροτικού τομέα, τόσο στο ΑΕΠ όσο και στην εθνική απασχόληση μειώνονται. Ως εκ τούτου η μείωση της συμμετοχής της προστιθέμενης αξίας του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ της χώρας, η οποία συνεχίστηκε στην περίοδο 2000 – 2008, καταγράφοντας μια πτώση από 6,6% στο 3,1%, δεν ήταν ούτε αναπάντεχη ούτε συνιστά από μόνη της αρνητική εξέλιξη. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση της συμμετοχής του κλάδου στην εθνική απασχόληση, από 17,3% σε 11,3%.

Πίνακας 6. Βασικά οικονομικά μεγέθη του αγροτικού τομέα 2000-2010, σε εκατομμύρια ευρώ.

Ο Πίνακας σε PDF

Πηγές: 1. ΕΛΣΤΑΤ, Εθνικοί λογαριασμοί, διάφορα οικονομικά έτη, Αθήνα, διάφορα έτη.
2. ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (Απασχολήσεως), διάφορα οικονομικά έτη,
Αθήνα, διάφορα έτη.
3. ΕΛΣΤΑΤ, Στατιστική Εξωτερικού Εμπορίου, διάφορα έτη, Αθήνα, διάφορα έτη.
Το πρόβλημα βρίσκεται στη στασιμότητα του επιπέδου της αγροτικής παραγωγής, η οποία μάλιστα, μετά το 2006, έχει μετατραπεί σε μείωση, κυρίως όσον αφορά τη φυτική παραγωγή. Ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανίζεται στη διαμόρφωση του εμπορικού ισοζυγίου με αγροτικά προϊόντα.

Η διεύρυνση του αγροτικού εμπορικού ελλείμματος, ένδειξη σαφής μιας δίχως τέλος επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής γεωργίας, συνεχίζεται (Νικολαϊδης, 2004). Το έλλειμμα σε αγροτικά προϊόντα διπλασιάστηκε στην περίοδο 2000 – 2008, από 1.263 σε 2.531 εκατομμύρια ευρώ. Την ίδια χρονιά οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων κάλυπταν μόλις το 52% των πραγματοποιουμένων γεωργικών εισαγωγών.

Σύνοψη
Η άσκηση πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των ώριμων και αναπτυγμένων ανθρωπίνων κοινωνιών. Μια από τις πολιτικές με έντονα στοιχεία αναδιανομής εισοδήματος είναι η αγροτική πολιτική.
Μέσω της αγροτικής πολιτικής πραγματοποιούνται σημαντικές μεταβιβάσεις εισοδήματος από τον μη αγροτικό προς τον αγροτικό τομέα της οικονομίας. Η πολιτική αυτή είναι κοινωνικά αποδεκτή και ωφέλιμη στο βαθμό που πληροί τρεις προϋποθέσεις: Πρώτον, αναδιανέμει εισοδήματα προς όφελος πράγματι φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, δεύτερον, λαμβάνει υπόψη τις εσωτερικές ιδιαιτερότητες του κλάδου υπέρ του οποίου πραγματοποιείται και τρίτον, βρίσκεται σε αρμονία με το συνολικό δημοσιονομικό πλαίσιο της χώρας και τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Από το κείμενο που προηγήθηκε προκύπτουν τα εξής:
Πρώτον, ενώ το μέσο εισόδημα των Ελλήνων γεωργών υπολείπεται του μέσου κατά κεφαλήν εισοδήματος που πραγματοποιείται στο μη αγροτικό τομέα της οικονομίας, υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι γεωργών που πραγματοποιεί, σε σύγκριση με άλλες ομάδες εργαζομένων του μη αγροτικού τομέα της οικονομίας, υψηλά εισοδήματα.
Δεύτερον, στο εσωτερικό του αγροτικού τομέα υπάρχουν πέραν των εισοδηματικών και άλλες πολύ σημαντικές ανισότητες, ανάλογα με την παραγωγική εξειδίκευση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και τον τόπο εγκατάστασής τους.

Οι διαφορές αυτές διαμορφώνουν μια ποικιλομορφία τόσο στα προβλήματα όσο και στον κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισής τους. Επιπλέον, ερμηνεύουν τον διαφορετικό βαθμό συμμετοχής των γεωργών στις αγροτικές κινητοποιήσεις.

Τρίτον, οι εθνικές δαπάνες καλύπτουν τουλάχιστον το μισό των δαπανών για τον αγροτικό τομέα. Προς το τέλος μάλιστα της τελευταίας δεκαετίας υπήρξε μια έκρηξη, απόλυτη και ποσοστιαία, των εθνικών δαπανών για τη γεωργία, τη στιγμή κατά την οποία οι Κοινοτικής προέλευσης δαπάνες παρέμεναν σταθερές.

Η μεγάλη αυτή αύξηση, σε βάθος δεκαετίας, στο διπλάσιο σε απόλυτο μέγεθος και κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες σε ποσοστό ως προς το σύνολο των δαπανών για τη γεωργία αφορούσε κυρίως δαπάνες στα πλαίσια του ΟΓΑ. Από την άλλη μεριά η συμβολή των εισοδημάτων από γεωργικές δραστηριότητες στη διαμόρφωση των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού είναι σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στον έξω-λογιστικό τρόπο προσδιορισμού του δηλωνόμενου γεωργικού εισοδήματος. Μια αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του και πιο συγκεκριμένα με τη χρήση βιβλίων εσόδων-εξόδων θα είχε ως αποτέλεσμα μια αύξηση του αναλογούντος φόρου στο δεκαπλάσιο του σημερινού.

Όλα τα πιο πάνω μέτρα είτε αφορούν μεταβιβάσεις, είτε μέτρα διακριτικής φορολόγησης, έχουν αδιαμφισβήτητα επιδράσει θετικά στη διαμόρφωση του διαθέσιμου γεωργικού εισοδήματος. Παραβλέπεται, ωστόσο, αν δεν αγνοείται πλήρως, το γεγονός ότι η εφαρμογή τους, δαπάνης μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν κατόρθωσε μέχρι σήμερα να αντιμετωπίσει ορισμένα σημαντικά προβλήματα.

Πρώτα και κύρια, να ανακόψει τη στασιμότητα – τα τελευταία μάλιστα χρόνια μείωση – της αξίας της γεωργικής μας παραγωγής, όπως και της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας. Τέλος, απέτυχε στη μείωση του γεωργικού εμπορικού ελλείμματος, αποτυχίας άμεσα συνδεόμενης με τη συνεχιζόμενη μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής γεωργίας.