«Να πληρώσουν οι κροίσοι την κρίση». Το πρόσταγμα θα μπορούσε να αποτελεί σύνθημα των «Αγανακτισμένων» ή πλακάτ σε χέρια αμερικανών διαδηλωτών του κινήματος «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ». Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι φωνές για την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των πλουσίων, οι οποίες όμως δεν προέρχονται από «αντισυστημικές» κινήσεις που θέλουν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Κάθε άλλο. Ο Γουόρεν Μπάφετ, ένας από τους πιο πλούσιους κατοίκους του πλανήτη, ήταν εκείνος που έριξε προ μηνών την πρόταση για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τον ίδιο δρόμο η πλουσιότερη Γαλλίδα Λιλιάν Μπετανκούρ, μια ομάδα 50 βαθύπλουτων Γερμανών αλλά και ο ένας από τους πλουσιότερους Ιταλούς, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος πρόλαβε πριν από την παραίτησή του να προτείνει έκτακτη φορολόγηση των πολύ υψηλών εισοδημάτων.
Τελευταίος σε αυτή την αλληλουχία εμφανίστηκε ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών στη Γαλλία για τη διεκδίκηση της προεδρίας στις εκλογές του Απριλίου. Ο Φρανσουά Ολάντ δήλωσε σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση ότι προτίθεται να θεσπίσει ανώτατη φορολογική κλίμακα 75% για όσους δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 1 εκατ. ευρώ. Η πρόταση ήχησε τόσο παράδοξη (ακόμη και για έναν πολιτικό που ανήκει σε κεντροαριστερή παράταξη) που προς στιγμήν και ο ίδιος μπερδεύτηκε κάνοντας λόγο για «μηνιαία» εισοδήματα του ενός εκατομμυρίου. Λίγο αργότερα αντιλήφθηκε το λάθος και διευκρίνισε ότι η εξαγγελία του αφορούσε «ετήσια εισοδήματα».
Ακόμη και έτσι πολλοί ήταν αυτοί που διερωτήθηκαν στη Γαλλία «μήπως ο Ολάντ υπερβάλλει». Ομως κάποιοι πιο σχολαστικοί οικονομικοί αναλυτές ανακάλυψαν ότι με βάση τα στοιχεία της κυβέρνησης ο συντελεστής 75% δεν θα έπληττε παρά ελάχιστους φορολογουμένους. Ο ίδιος ο Ολάντ επικαλέστηκε τα δηλωθέντα εισοδήματα των επικεφαλής των 40 μεγαλύτερων επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο γαλλικό χρηματιστήριο.

Μέσο ετήσιο εισόδημα €4,1 εκατ.
Πράγματι, οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες δήλωσαν κατά μέσο όρο ετήσιο εισόδημα 4,1 εκατ. ευρώ το 2010. Πέρα όμως από αυτά, μόλις 4.300 νοικοκυριά (που δεν αντιστοιχούν απαραιτήτως σε ισάριθμους πολίτες) εμφάνισαν την ίδια χρονιά εισόδημα άνω του ενός εκατομμυρίου. Ανθρακες λοιπόν ο «θησαυρός» του σοσιαλιστή πολιτικού καθώς η φορολογική βάση του ανώτερου συντελεστή θα αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 0,01% του γαλλικού πληθυσμού.
Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση ηχεί ευχάριστα στα αφτιά του εκλογικού σώματος και αυτή ασφαλώς είναι μια σημαντική παράμετρος για έναν πολιτικό ηγέτη. Αν όμως οι πολιτικές ελίτ έχουν τους δικούς τους λόγους να προτάσσουν την αύξηση της φορολογίας του πλούτου, ποιο κίνητρο ωθεί ανθρώπους σαν τον Μπάφετ να «παρασύρονται» σε ανάλογες θέσεις; Οι επικριτές του τον καταγγέλλουν ως «υποκριτή» που ενδιαφέρεται περισσότερο να προωθήσει μια δεύτερη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα παρά για τη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Δηλωτική της νέας τάσης «φορολόγησης των πλουσίων με τις ευλογίες των ιδίων», όπως σημείωνε πρόσφατα η γαλλική «Le Monde», είναι η θέση του προέδρου της Ferrari. Ο Λούκα ντι Μοντεζέμολο δήλωσε την περασμένη χρονιά στη «La Repubblica» ότι θα συμφωνούσε «να αυξηθεί η φορολογία των εχόντων καθώς είναι σκανδαλώδες να ζητεί το κράτος περισσότερα από τα μεσαία στρώματα». Ωστόσο ο ιταλός δισεκατομμυριούχος πρόσθετε ότι θα δεχόταν κάτι τέτοιο μόνο υπό όρους περιγράφοντας επακριβώς τα μέτρα που θα όφειλε να λάβει η κυβέρνηση. Πάντως σήμερα που ο Μάριο Μόντι υλοποιεί ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις και μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, ο «seniore Ferrari» δεν έχει εμφανιστεί για να καταβάλει εθελοντικά τα κέρδη του υπέρ του κράτους.
Αλλωστε οι κατέχοντες τον πλεονάζοντα πλούτο ανά τον κόσμο δεν κινδυνεύουν από τις προεκλογικές διακηρύξεις του Ολάντ ή την κρίση συνείδησης ορισμένων κροίσων. Οι περιουσίες τους παραμένουν ανέγγιχτες στους φορολογικούς παραδείσους όσο οι ίδιοι οι πολιτικοί παραμένουν παραγωγικοί σε ιδέες αλλά αποδεικνύονται ελάχιστα τολμηροί σε πράξεις.
Η κατάργηση της φορολογικής ασυλίας που απολαμβάνουν οι καταθέτες σε τράπεζες του Λιχτενστάιν αλλά και οι «αφανείς» επιχειρηματίες που κρύβονται πίσω από τις υπεράκτιες εταιρείες με έδρα εξωτικά νησιά στον Ειρηνικό αποτελούσε μεταξύ άλλων πρόταση του Νικολά Σαρκοζί.

Η πρόταση για ανώτατο μισθό

Το 1880 οι «New York Times» δημοσίευσαν άρθρο του Φέλιξ Αντλερ ο οποίος επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας προοδευτικής φορολόγησης των εισοδημάτων που θα άγγιζε το 100% για τα υψηλότερα στρώματα. «Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διασφαλίσει ο πολίτης όσα χρειάζεται για μια αξιοπρεπή ζωή» κατέληγε ο αμερικανός φιλόσοφος.
Η πρόταση μπορεί να μην υιοθετήθηκε πλήρως, όμως στις αρχές του 20ού αιώνα ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής στις ΗΠΑ είχε ανέλθει από το 7% στο 77%. Το 1935 ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ θα σκανδαλίσει εν μέσω της Μεγάλης Υφεσης πολλούς συμπατριώτες του ανακοινώνοντας τη φορολόγηση με ποσοστό 79% των εισοδημάτων άνω των 5 εκατ. δολαρίων (περίπου 78 εκατ. δολάρια στην τρέχουσα ισοτιμία). Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη γνώρισαν περίοδο σταθερής οικονομικής άνθησης, το αντίστοιχο ποσοστό άγγιξε το 90%, για να περιοριστεί επί προεδρίας Ρίγκαν στο 50%. Σήμερα ο ανώτερος συντελεστής στις ΗΠΑ φθάνει το 35%, όμως οι πλουσιότεροι Αμερικανοί δεν δηλώνουν εισοδήματα που προέρχονται από εργασία αλλά από επενδύσεις σε ακίνητα ή άυλες αξίες (μετοχές και ομόλογα). Το ποσοστό φορολόγησης αυτών των εισοδημάτων δεν ξεπερνά το 15%. Μια παλιά ιδέα που είχαν υποστηρίξει με θέρμη ακόμη και μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου πριν από έναν αιώνα επανέρχεται σήμερα (σε διάφορες μορφές) στο προσκήνιο: η θέσπιση ανώτατου μισθού σε συνάρτηση με τις κατώτατες αποδοχές ενός εργαζομένου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ