H έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης και εξοφλητικού ταμείου εγκυμονούν τον κίνδυνο ελληνικής χρεοκοπίας γράφει σε άρθρο του στην εφημερίδα Financial Times Deutschland ο Γκι Φερχόφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και ηγέτης της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα κύρια σημεία του άρθρου:

Η μείωση του ελληνικού χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 είναι σαφώς σημαντική, αν ληφθεί υπόψη το τωρινό ύψος του χρέους που φτάνει στο 160%, ωστόσο είναι το διπλάσιο αυτού που κρίθηκε ως επιτρεπόμενο ύψος χρέους κατά την ίδρυση της Νομισματικής Ένωσης με την Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Κατά συνέπεια, το χρέος αυτό δεν είναι βιώσιμο. Το επιτόκιο για τα δεκαετή ελληνικά ομόλογα έχει φτάσει στο 30%, με την Ελλάδα να πληρώνει 15πλάσιους τόκους σε σχέση με την Γερμανία. Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με μία οικονομία, η οποία βρίσκεται σε έναν τρομακτικό φαύλο κύκλο ύφεσης, θα οδηγήσει την χώρα κατά πολύ μεγάλη πιθανότητα σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.

Αυτό θα είναι πολύ επικίνδυνο για τη Ευρώπη, καθώς, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, η ευρωζώνη δεν είναι προστατευμένη για την περίπτωση κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και τις συνέπειές της. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι υπάρχουν σημάδια ύφεσης και αρνητικής ανάδρασης εντός της ίδιας της ευρωζώνης. Η εμπιστοσύνη και η ανταγωνιστικότητα μειώνονται, με αρνητικές συνέπειες για την εμπιστοσύνη του τραπεζικού συστήματος.

Παρά το γεγονός ότι η ΕΕ, η ΕΚΤ και η ιδιωτική οικονομία έδωσαν στους τελευταίους 24 μήνες πάνω από 1 τρις ευρώ για να θέσουν υπό έλεγχο την ευρωπαϊκή κρίση χρέους, δεν βρισκόμαστε πιο κοντά στην επίλυση της κρίσης απ’ ό,τι ήμαστε τον Δεκέμβριο του 2009, όταν για πρώτη φορά έγινε γνωστή η επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία.

Γι’ αυτόν τον λόγο τίθενται δύο ερωτήματα, αφενός τι θα γίνει με τη δυσλειτουργική ελληνική οικονομία και αφετέρου πώς τα κράτη θα μπορέσουν να φέρουν το ύψος του χρέους τους σε βιώσιμο επίπεδο. Επί δεκαετίες η ελληνική οικονομία παρήγαγε λίγα και κατανάλωνε πολλά. Αντί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, να φιλελευθεροποιήσουν την ιδιωτική οικονομία και να δώσουν ώθηση στην επιχειρηματικότητα, οι ελληνικές κυβερνήσεις προτίμησαν επιμελώς να κρύψουν τα προβλήματα.

Προτίμησαν να γεμίσουν τις τσέπες των αγαπημένων τους συνδικαλιστών, να δημιουργούν τεχνητές και περιττές δουλειές, να κρατούν στην ζωή έναν κορεσμένο δημόσιο τομέα, στον οποίο η προσφορά ξεπερνά σαφώς την ζήτηση (νοσοκομεία και σχολεία) και να ανέχονται ένα φορολογικό σύστημα, το οποίο είναι προπάντων γνωστό για την αναποτελεσματικότητά του. Ολα αυτά πρέπει να εξαφανιστούν.

Ηδη από το προηγούμενο καλοκαίρι καταβάλλονται προσπάθειες να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σχέδιο, αντί της εμμονής σε δογματικές αυξήσεις φόρων και μειώσεις δαπανών, πολιτικές χαρακτηριστικές του τρόπου που λειτουργεί το ΔΝΤ, οι οποίες όμως οδηγούν σε ανοιχτή εξέγερση στους δρόμους της Αθήνας.

Η ελληνική οικονομία διαθέτει οικονομικούς κλάδους που λειτουργούν καλά, όπως ο φαρμακευτικός, τα χημικά, τα γαλακτοκομικά, τα παιχνίδια και ο τουρισμός. Με το άνοιγμα των κρατικών μονοπωλίων θα υπήρχε μεγαλύτερος ανταγωνισμός και θα δημιουργούνταν περισσότερες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη. Η Ελλάδα χρειάζεται μία λελογισμένη δοσολογία της θεραπείας, όπως εκείνη που χορηγεί ο Μάριο Μόντι στην Ιταλία.

Πέρα όμως από αυτά που πρέπει να κάνει η Ελλάδα για να απελευθερωθεί από την παγίδα του χρέους, χρειάζεται να της παρασχεθεί και βοήθεια. Υπάρχει ομοφωνία ως προς το ότι η Ελλάδα θα πρέπει να παραμείνει στην ευρωζώνη, καθώς η επιστροφή στην δραχμή θα ήταν πολλαπλάσια χειρότερη.

Θα πρέπει όμως οι επικεφαλής της ευρωζώνης να δεχθούν ότι θα υπάρξει εντός της νομισματικής ένωσης μία ενιαία οικονομικο-πολιτική στρατηγική, ένα ενιαίο σύστημα ελέγχου και μία ενιαία αγορά ομολόγων, τουλάχιστον για τα χρέη εκείνα, τα οποία ξεπερνούν το 60% του ΑΕΠ.

Επικριτές, ιδίως στην Γερμανία προειδοποιούν για τον «ηθικό κίνδυνο» που μπορεί να προκύψει και τάσσονται υπέρ μίας επίπονης εξυγίανσης της Ελλάδας ως τρόπου πρόληψης του κινδύνου υπερβολικά επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Και όμως η πρόταση της Γερμανίας για ένα Σύμφωνο Χρέους αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για μία μακροπρόθεσμη λύση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη.

Περίπου 2 τρις 300 δις ευρώ από τα χρέη των κρατών, τα οποία δεν συμμετέχουν σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα διάσωσης, θα μεταφερθούν σε ένα ειδικό ταμείο. Η διάρκεια ζωής του ειδικού ταμείο θα διαρκέσει τόσο, ώστε να φτάσουν τα χρέη σε ένα βιώσιμο επίπεδο. Αυτό θα ήταν σε συμφωνία με τις Συνθήκες της ΕΕ και θα λειτουργούσε ως προστατευτικό τείχος για την Ιταλία και την Ισπανία.

Χωρίς ένα τέτοιο ταμείο ή ένα παρόμοιο σύστημα ευρω-ομολόγων η ΕΚΤ θα χρειαστεί να χορηγεί τακτικά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στο τραπεζικό σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση η ελπίδα για ένα τέλος της κρίσης θα έμενε ανεκπλήρωτη.