Για «δραματικές ώρες», για «εικόνα καταστροφής», για «πορεία στην κόψη του ξυραφιού», για «κόστη της χρεοκοπίας», για «νέους πολιτικούς ιλίγγους», αλλά και για «κουτί της Πανδώρας» και για τον «ισπανικό κίνδυνο που καραδοκεί», κάνουν λόγο τα ρεπορτάζ και οι αναλύσεις των ξένων Μέσων Ενημέρωσης που προσεγγίζουν το «ελληνικό ζήτημα».
Σε γενικές γραμμές οι ξένες εφημερίδες και τα πρακτορεία ειδήσεων θεωρούν την ολιγοήμερη (ίσως να αποδειχθεί μόνο ολιγόωρη) αναβολή μιας συμφωνίας (ή ασυμφωνίας) της ελληνικής πλευράς με τους διεθνείς πιστωτές της ως παράταση της αγωνίας για την κατάληξη που θα έχουν από τη μια πλευρά το δράμα που ζει εδώ και δύο χρόνια ο ελληνικός λαός και από την άλλη η προσπάθεια αποτροπής της επέκτασης της κρίσης σε άλλες υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ενδεχόμενο με απρόβλεπτες, όπως επισημαίνουν, συνέπειες για την ευρωζώνη και το ευρώ.
Η αναβολή μιας συμφωνίας (ή ασυμφωνίας) και των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών έπειτα από μαραθώνιες συνομιλίες που είχαν στην Αθήνα, θεωρείται από τους ξένους αναλυτές ως το «κλειδί» για τη δρομολόγηση «μιας κάποιας λύσης». Ο ξένος τύπος αναγνωρίζει, πάντως, την αντικειμενική δυσκολία για την υιοθέτηση των «δρακόντειων μεταρρυθμίσεων», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Wall Street Journal, που απαιτεί η τρόικα για να συναινέσει στη συνέχιση της διεθνούς αρωγής προς την Ελλάδα.
«Πιεζόμενη ασφυκτικά από τους ξένους δανειστές η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε την Κυριακή σε νέες δραστικές περικοπές δαπανών, αλλά απέτυχε να ολοκληρώσει μια συμφωνία που θα ξεμπλοκάριζε την γραμμή χρηματοδότησης που είναι απαραίτητη για να αποφύγει η χώρα την χρεοκοπία», αναφέρει η New York Times.

«
Το κόστος αποτυχίας της προσπάθειας επίλυσης του ελληνικού προβλήματος θα ήταν υπερβολικά υψηλό. Αν δεν συμφωνήσει η Ελλάδα με την ΕΕ και το ΔΝΤ, αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας εντός ολίγων εβδομάδων. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε νέο ισχυρό σοκ στην παγκόσμια οικονομία», αναφέρει σε ανάλυσή του το BBC.

Στο ίδιο μήκος κύματος, το πρακτορείο Bloomberg αναφέρει δήλωση που είχε κάνει το Σάββατο ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank και επικεφαλής του IIF (του Ινστιτούτου στο οποίο μετέχουν οι ιδιώτες δανειστές της Ελλάδας) Γιόζεφ Ακερμαν, ότι «η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας θα άνοιγε το «κουτί της Πανδώρας» και θα ακύρωνε τη διαδικασία ανάκαμψης της οικονομίας της ευρωζώνης».

Το Bloomberg κρίνει ως «ένα βήμα προς τα εμπρός» τη γενική συμφωνία για νέα μέτρα λιτότητας που αντιστοιχούν στο 1,5% του ελληνικού ΑΕΠ, την οποία πέτυχε χθες με τους τρεις πολιτικούς αρχηγούς ο έλληνας πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος. Προσθέτει, όμως, ότι οι αρχηγοί των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου έχουν εκφράσει ήδη επιφυλάξεις για τις καταστροφικές επιπτώσεις που ενδέχεται να έχουν για την ελληνική οικονομία κάποια μέτρα που ζητεί η τρόικα.

Το Reuters χαρακτηρίζει «γενναία» την προσπάθεια του Λ. Παπαδήμου να πείσει τους τρεις αρχηγούς να υπογράψουν τα μέτρα που απαιτούν οι δανειστές για να εξασφαλίσει η Ελλάδα τα 130 δισ. ευρώ που χρειάζεται για να αποφύγει μια «χαοτική χρεοκοπία». Το βρετανικό πρακτορείο επισημαίνει, όμως, ότι «η αργή πρόοδος της Αθήνας έχει εξοργίσει τους Ευρωπαίους εταίρους της».

Για «αγανάκτηση των εταίρων και των πιστωτών» κάνει λόγο και ο γερμανικός τύπος, αναφερόμενος όχι τόσο στις δυσκολίες της ελληνικής πολιτικής τάξης να αποφασίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και άλλα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά στην αδυναμία της να εφαρμόσει τις δικές της αποφάσεις.

«Η τρόικα θέλει να εξαναγκάσει Ελλάδα να αναλάβει δράση. Ζητεί από την ελληνική κυβέρνηση να δεσμευθεί ότι θα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις, διαφορετικά της ζητεί να επιστρέψει τη βοήθεια που έχει λάβει έως τώρα. Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες των κομμάτων συμφώνησαν χθες τη νύχτα στα βασικά σημεία της συμφωνίας για τη νέα δανειοδότηση, μια συγκεκριμένη απόφαση εξακολουθεί να εκκρεμεί», αναφέρει χαρακτηριστικά η Sueddeutsche Zeitung.

«Η Ελλάδα σε αναζήτηση πολιτικής συνεννόησης προκειμένου να «περάσει» τη λιτότητα»
, είναι ο τίτλος του ρεπορτάζ της Monde. Η γαλλική εφημερίδα προσθέτει ότι ενόψει των πρόωρων εκλογών της προσεχούς Ανοίξεως η ηγεσία των τριών μεγαλυτέρων πολιτικών κομμάτων της χώρας που μετέχουν στην κυβέρνηση Παπαδήμου, διστάζει να αναλάβει το κόστος νέων μέτρων λιτότητας.
Η Monde φιλοξενεί και αυτοκριτική της Μαρίας Δαμανάκη. «Εχουμε υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις που αποτύχαμε να εφαρμόσουμε. Μιλάμε πολύ και κάνουμε λίγα. Δεχόμαστε χρονοδιαγράμματα που δεν τηρούμε. Οικοδομήσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο το προφίλ μιας χώρας συστηματικά αναποτελεσματικής», αναφέρει συγκεκριμένα η ελληνίδα επίτροπος.
Την πολιτική δυσκολία που έχουν τα κυβερνητικά κόμματα να συναινέσουν σε μέτρα νέας λιτότητας που απαιτεί η τρόικα από την Ελλάδα επισημαίνει και η ιταλική Repubblica. Η επίσης ιταλική Corriere della Sera κάνει λόγο για «επιφυλάξεις της Δεξιάς», υπογραμμίζοντας την αποστροφή του προέδρου του ΛΑΟΣ Γιώργου Καρατζαφέρη «δεν θα φέρουμε την επανάσταση στη χώρα». Η Corriere della Sera διαπιστώνει κόντρα της ελληνικής Δεξιάς με την Αριστερά (εννοεί το ΠΑΣΟΚ) για τα μέτρα.
Η ανάλυση της οικονομικής γαλλικής εφημερίδας Les Echos έχει έναν πιο «αγοραίο» προσανατολισμό, σημειώνοντας ότι η νευρικότητα στα διεθνή χρηματιστήρια θα κυριαρχεί όσο παρατείνεται η αγωνία των επενδυτών για την έκβαση της ελληνικής κρίσης.
Τέλος, η επίσης γαλλική Figaro παρακάμπτει κατά κάποιον τρόπο το ελληνικό ζήτημα για να επισημάνει ότι στο προσκήνιο έρχεται με βίαιο και αναπότρεπτο τρόπο η Ισπανία! Η Figaro θεωρεί ότι «μεσοπρόθεσμα ένα σχέδιο διάσωσης θα είναι απαραίτητο για τη χώρα με τις υπερχρεωμένες επαρχίες».

«Η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία… και αύριο η Ισπανία;»
, αναρωτιέται η Figaro, προειδοποιώντας ότι η μεγαλύτερη ανησυχία των Ευρωπαίων ηγετών είναι μήπως η Μαδρίτη απευθύνει έκκληση στους εταίρους της για βοήθεια.

«Τα δημοσιονομικά της Ισπανίας βρίσκονται στο κόκκινο, η ανεργία σε επίπεδο-ρεκόρ, η οικονομία επιστρέφει στην ύφεση, ο τραπεζικός κλάδος ασφυκτιά και οι επαρχίες συσσωρεύουν χρέη»
, αναφέρει χαρακτηριστικά η Figaro, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο η επόμενη ευρωπαϊκή οικονομία που θα «σκάσει» να είναι η ισπανική. Διότι «η Ρώμη έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο έπειτα από την έλευση του Μάριο Μόντι και των μεταρρυθμίσεων-εξπρές που εφαρμόζει».