Το «ρωμανικό διπλό ποδήλατο (
Tandem)» της Ιταλίας και της Γαλλίας, που συναγωνίζεται στο θέμα της κρίσης το γερμανικό, αναπτύσσει ταχύτητα, γράφει το γερμανικό περιοδικό. Το άρθρο αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

Ο ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι θέλει περισσότερα χρήματα από τους Γερμανούς, πολύ περισσότερα χρήματα – και δεν είναι ο μόνος στην Ευρώπη. Μια μεγάλη συμμαχία από υπουργούς οικονομικών, αρχηγούς κυβερνήσεων και κεντρικούς τραπεζίτες σχεδόν από όλες τις χώρες της ευρωζώνης ζητά ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθεροποίησης (ΕΜΣ) – και μάλιστα σημαντική. Το ταμείο δεν θα πρέπει να έχει αποθεματικό 500 δις ευρώ, όπως προγραμματίζεται, αλλά ένα τρις, είπε η ιταλική κυβέρνηση στους γερμανούς εταίρους της.

Ταυτόχρονα, στις Βρυξέλλες έχει διαμορφωθεί κίνημα αντίστασης στα γερμανικά σχέδια για μια νέα ευρωπαϊκή δημοσιονομική τάξη. Οι προτάσεις της Άνγκελα Μέρκελ για μια πανευρωπαϊκή τροχοπέδη χρέους τορπιλίστηκαν, ακριβώς όπως και η ιδέα να δοθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δικαίωμα προσφυγής κατά των εκ συστήματος δημοσιονομικών παραβατών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτή τη στιγμή οι πολιτικοί προσπαθούν «να απαντήσουν στα ευρωπαϊκά προβλήματα με σλόγκαν», δήλωσε ο βέλγος πρωθυπουργός Έλιο ντι Ρούπο. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα «με ένα και μοναδικό μέτρο». Μία εβδομάδα πριν από την επόμενη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, η καγκελάριος βρίσκεται ενώπιον της επόμενης δοκιμασίας της πολιτικής ισχύος της. Έχει υποσχεθεί στους Γερμανούς ότι δεν θα επενδύσει ούτε ένα ευρώ παραπάνω στη διάσωση του νομίσματος. Στην υπόλοιπη Ευρώπη πάλι η γκρίνια για τις γερμανικές υπαγορεύσεις όσον αφορά την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική μεγαλώνει.

«Η διάσπαση των εταίρων είναι δραματική», είπε η δανή πρωθυπουργός Χέλε Τόρνινγκ – Σμιτ την προηγούμενη εβδομάδα σε μικρό κύκλο συνομιλητών στο Στρασβούργο. «Κι αυτό υποτιμάται πολύ από το Βερολίνο».

Οι συσχετισμοί δυνάμεων στην Ευρώπη έχουν αλλάξει. Όσο η Ιταλία κυβερνώνταν από έναν κλόουν όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η χώρα δεν μπορούσε παρά ελάχιστα να έχει λόγο για τη διάσωση της Ευρωζώνης. Από τότε όμως που ανέλαβε την πρωθυπουργία ο αναγνωρισμένος οικονομικός εμπειρογνώμονας Μάριο Μόντι, το μέτωπο των αντιπάλων της Μέρκελ έχει γίνει ισχυρότερο όσο ποτέ άλλοτε, καθώς και πολλοί άλλοι εμπειρογνώμονες συμφωνούν με τον ιταλό Πρωθυπουργό.

Άλλωστε ο Μόντι δεν θέλει απλώς να ξοδέψει τα χρήματα, αλλά με αυτά να ενισχύσει τον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης ως καθησυχαστικό μήνυμα προς τις κεφαλαιαγορές. Δεν σχεδιάζει να ζητήσει βοήθεια, αλλά ένα τέτοιο μέτρο θα δημιουργούσε εμπιστοσύνη, λέει ο καθηγητής οικονομίας Μόντι, πράγμα που με τη σειρά του θα μείωνε τα ασφάλιστρα κινδύνου των ομολόγων της χώρας του. Ακόμη και τα επιτόκια άλλων πληττόμενων από την κρίση χωρών θα μειώνονταν και όλοι θα βοηθούνταν, όπως προβλέπει. Αυτή τη γνώμη έχουν και οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες στις συνεδριάσεις τους για την κρίση πάντοτε συνηγορούν για μεγαλύτερη εμπλοκή των ευρωπαίων εταίρων, που έχουν μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες. Αυτή η άποψη διατυπώθηκε και στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 9ης Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες και έκτοτε δεν έχει αλλάξει.

Οι νοτιοευρωπαίοι έχουν έναν επιπλέον υποστηρικτή, ο οποίος στην πραγματικότητα θεωρείται σύμμαχος της Μέρκελ. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζύ πιέζει κατά καιρούς την καγκελάριο να δείξει μεγαλύτερη γενναιοδωρία. Ο Σαρκοζί θεωρεί ότι οι Γερμανοί θα πρέπει να απωλέσουν μέρος της οικονομικής και δημοσιονομικής ισχύος τους, ζυγίζοντας το γενικό όφελος του ευρώ. Διαφορετικά, θα είναι υπεύθυνοι για την αποτυχία της νομισματικής ένωσης, προειδοποιεί ο γάλλος πρόεδρος. Στο πλευρό του τάσσονται και άλλοι παγκοσμίως γνωστοί οικονομολόγοι. Η Κριστίν Λαγκάρντ, γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, ζητά και αυτή περισσότερα χρήματα για τον μηχανισμό διάσωσης, όπως και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος ανταλλάσσει συχνά απόψεις με τον συμπατριώτη του Μόντι.

Ο Ντράγκι υποστηρίζει την εξής συμβιβαστική πρόταση: Τα αδιάθετα μέσα του προσωρινού μηχανισμού διάσωσης EFSF δεν θα πρέπει να συνυπολογιστούν στον ΕΜΣ. Έτσι, ο νέος μόνιμος μηχανισμός διάσωσης θα ενισχυθεί με το αδιάθετο υπόλοιπο του EFSF, οπότε θα αποκτήσει διαθέσιμα 750 δις ευρώ περίπου.

Οι πιέσεις αυξάνουν, αλλά η Μέρκελ και ο Υπουργός των Οικονομικών της Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμφανίζονται αμετακίνητοι στις θέσεις τους. Παραπέμπουν στη συμφωνία της τελευταίας συνόδου κορυφής της ΕΕ, όπου συμφωνήθηκε να εξεταστεί τον Μάρτιο αν επαρκούν τα οικονομικά διαθέσιμα του ΕΜΣ.

Δεν υπάρχει λόγος – λένε – να αλλάξουν αυτό το χρονοδιάγραμμα. Εκτός αυτού, τελευταία η κατάσταση στις αγορές ομολόγων ηρέμησε κάπως, τα επιτόκια για τα ιταλικά και τα ισπανικά ομόλογα μειώθηκαν σημαντικά, παρά την υποβάθμιση των δύο χωρών από τη S& P. Επομένως, οι κυβερνήσεις της νότιας Ευρώπης ήδη τώρα δανείζονται φτηνότερα.

Αλλά ο Μόντι δεν επαναπαύεται ότι θα παραμείνουν έτσι τα πράγματα. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία στην Ιταλία είναι δύσκολη, όπως εξήγησε στην καγκελάριο κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο. Το μέλλον δεν απειλείται μόνον από την οικονομική ανάπτυξη, αλλά εμφανίζονται και πολιτικοί κίνδυνοι επιπλέον. Τι εννοεί ο Μόντι δεν το ξεκαθαρίζει, ωστόσο όλοι ξέρουν καλά ότι ο προκάτοχός του Μπερλουσκόνι, που ήταν υπεύθυνος για την πολυετή αδράνεια, προετοιμάζει την επιστροφή του.

Επειδή κανείς στην Ευρώπη δεν θέλει κάτι τέτοιο, ο Μόντι απολαμβάνει στήριξης. Η Γερμανία επωφελείται «περισσότερο από άλλες χώρες» από το ευρώ. Γι’ αυτό «συμφέρει τη Γερμανία» να βοηθήσει την Ιταλία και τα υπόλοιπα κράτη με υπερβολικό χρέος να μειώσουν το βάρος της χρηματοδότησης των τεράστιων δανειακών τους υποχρεώσεων, λένε. Γι’ αυτό ακριβώς όμως η δυσαρέσκεια στην καγκελαρία μεγαλώνει.

Ο Μόντι έχει αντιληφθεί την ευκαιρία να ‘μαλακώσει’ τη σκληρή γερμανίδα καγκελάριο συμπράττοντας με τη Γαλλία. Μέχρι τώρα η Μέρκελ μπορούσε πάντα να μπλοκάρει τις γαλλικές εκκλήσεις για αλλαγή ρότας. Τώρα θα πρέπει «la Merkel να καταλάβει ότι είμαστε δύο μαζί», δήλωσε στην ιταλική εφημερίδα „La Repubblica“ ένας σύμβουλος του Μόντι μετά την επίσκεψή του στο Παρίσι, στις αρχές Ιανουαρίου.

Το πόσο καλά λειτουργεί το ρωμανικό διπλό ποδήλατο (tandem) το έζησαν οι Γερμανοί κατά τις διαπραγματεύσεις για το δημοσιονομικό σύμφωνο την περασμένη εβδομάδα. Το Βερολίνο δεν μπόρεσε να επιβάλει καμιά από τις ουσιώδεις απαιτήσεις του.

Κυρίως η ιδέα εγγραφής στα εθνικά συντάγματα των χωρών της Ευρωζώνης μιας τροχπέδης για το χρέος απέτυχε εξαιτίας της αντίδρασης των υπολοίπων χωρών. Κατά τις διαπραγνατεύσεις που προηγήθηκαν, οι εκπρόσωποι του Βερολίνου επέμεναν ότι η τροχοπέδη χρέους θα πρέπει οπωσδήποτε να ενταχθεί στα συντάγματα, αλλά την περασμένη Πέμπτη αναγκάστηκαν να δεχτούν την ήττα τους.

Η Ιρλανδία είχε προειδοποιήσει ότι σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να διεξαγάγει δημοψήφισμα, κάτι που όλοι οι συμμετέχοντες το εξέλαβαν ως απειλή υπό τη μορφή τελεσιγράφου. Ένα ιρλανδικό δημοψήφισμα άλλωστε είχε σταματήσει και πάλι μια ευρωπαϊκή συνθήκη.

Ανάλογα ήπιο λοιπόν διαμορφώθηκε και το τελευταίο προσχέδιο του δημοσιονομικού συμφώνου. Η τροχοπέδη χρέους θα πρέπει μεν να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο «δεσμευτικά και μόνιμα», αλλά μόνο «κατ’ επιλογήν στη συνταγματική νομοθεσία». Οι χώρες-μέλη θα πρέπει απλά να «εγγυηθούν» ότι «θα γίνει σεβαστή» η παύση νέας υπερχρέωσης κατά την κατάρτιση του εθνικού προϋπολογισμού.

Το Βερολίνο αναγκάστηκε να παραιτηθεί και του αιτήματός του για τη μελλοντική δυνατότητα προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εναντίον επιμέρους παραβατών του ελλείμματος. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό δίκαιο, επειδή δεν επιτρέπεται ένα απλό σύμφωνο μεταξύ ορισμένων κρατών να ορίζει τον ρόλο ενός θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Όπως λέει ένας ευρωπαίος διπλωμάτης, που γνωρίζει καλά τι γίνεται στις διαπραγματεύσεις, το σύμφωνο δεν θα άλλαζε στην ουσία τίποτα όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική.

Αλλά και στη Γερμανία επικρατεί απογοήτευση. «Μέχρι τώρα δεν έχει τεθεί ο θεμέλιος λίθος για μια πραγματική δημοσιονομική ένωση», δήλωσε επικριτικά ο πρόεδρος της Bundesbank Γιένς Βάιντμαν σε χριστιανοδημοκράτες πολιτικούς του μεσαίου χώρου, την περασμένη Πέμπτη στο Βερολίνο. «Σε πρώτη φάση δεν θα υπάρξουν πραγματικά δικαιώματα παρέμβασης στην εθνική νομοθεσία ούτε και όσον αφορά τη συνχή παραβατική δημοσιονομική συμπεριφορά».

Μεγάλη είναι η οργή για τον τρόπο που διεξάγει η Γερμανία τις διαπραγματεύσεις, όχι μόνο στο Βερολίνο, αλλά κυρίως στις Βρυξέλλες. Όλοι κατανοούν ότι οι Γερμανοί θέλουν να κρατήσουν τα χρήματά τους. Αλλά σχεδόν κανείς δεν μπορεί να καταλάβει γιατί η Μέρκελ επιμένει να ενσωματωθούν στο σύμφωνο ρήτρες που είναι αμφισβητήσιμες νομικά ή άνευ σημασίας από δημοσιονομική άποψη.

Όλοι αναρωτιούνται γιατί οι Γερμανοί αντιδρούν ακόμα και σε τέτοιες προτάσεις για ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας, οι οποίες δεν έχουν κανένα κόστος. Όταν ο Μόντι πρότεινε πρόσφατα να ανοίξουν σε όλη την Ευρώπη οι παγωμένες αγορές εργασίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, οι Γερμανοί αρνήθηκαν προσβλητικά.

Κι όμως, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση το πόσο σημαντική είναι η ανάπτυξη για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Το απέδειξαν και οι οικονομολόγοι του Ινστιτούτου Οικονομίας του Κιέλου. Οι ερευνητές με επικεφαλής τον Χένινγκ Κλοντ δεν πιστεύουν ότι η ευρω-κρίση έχει επιλυθεί βιώσιμα. Αντιθέτως: Αν η πραγματική οικονομία καταρρεύσει, η δραματική κατάσταση θα αρχίσει να κορυφώνεται, όπως δείχνουν οι αναλύσεις τους.

Οι οικονομολόγοι στο Κίελο υπολόγισαν επίσης για κάθε χώρα της ευρωζώνης το πόσο πρέπει να υπερβαίνουν τα έσοδα τα έξοδα του προϋπολογισμού, για να μπορεί να πληρώνει ο υπουργός οικονομικών τους τόκους – και μάλιστα σε βιώσιμη βάση. Ο Κλοντ δεν θεωρεί επικίνδυνη πλέον την κατάσταση, ακόμα και για τη Γαλλία, που πρόσφατα υποβαθμίστηκε από την S& P.

«Η αξιολόγηση από τις αγορές είναι πολύ χειρότερη από την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση», λέει ο ίδιος. Αυτό ισχύει και για την Ισπανία. «Αν τα επιτόκια δεν συνεχίσουν να αυξάνουν και επιστρέψει η ανάπτυξη, σύντομα θα μπορέσει να ελέγξει και πάλι το χρέος της».

Οι υπολογισμοί του Kλοντ όμως δείχνουν και πόσο μάταιες είναι οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε ορισμένες από τις χώρες με εξαιρετικά υψηλό δημόσιο χρέος. Αν π.χ. η ανάτπυξη δεν αυξηθεί σημαντικά στην Ιταλία, η χώρα θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες στο να μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της. Ή θα πρέπει η κυβέρνηση της Ρώμης να αυξήσει τους φόρους ή να μειώσει τις δαπάνες, και μάλιστα σε βαθμό άνευ προηγουμένου. Θα χρειαζόταν για την εξυγίανση ποσό σχεδόν ίσο με το 6% του ΑΕΠ. «Κάτι τέτοιο, ακόμα και με όλη την καλή θέληση, είναι ουτοπικό», λέει ο Klodt.

Πραγματικά ζοφερή είναι η κατάσταση της Πορτογαλίας. Αν δεν ανακάμψει η πραγματική οικονομία, θα καταστεί και εκεί απολύτως απαραίτητο ένα ‘κούρεμα’ του χρέους. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι σ’ αυτή την περίπτωση οι επενδυτές θα πρέπει να απομειώσουν περισσότερο από 50% το χρέος της χώρας, δηλαδή κατά 170 δις. ευρώ, προκειμένου να έχει η χώρα την ευκαιρία να ελέγξει το χρέος της.

Αυτή τη δυνατότητα την έχει χάσει προ πολλού η Ελλάδα. Σχεδόν καθόλου δεν θα βοηθήσει τη χώρα το γεγονός ότι οι ιδιώτες πιστωτές προτίθενται να παραιτηθούν από ένα μεγάλο μέρος των απαιτήσεών τους. Αν τα επιτόκια της αγοράς παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, η Ελλάδα θα χρειαστεί ‘κούρεμα’ της τάξης του 80% και άνω, και τότε θα έχαναν πολλά χρήματα και οι χώρες της Ευρωζώνης και η ΕΚΤ.

Για τον κ. Μόντι, τον οικονομολόγο, που σπούδασε κάποτε δίπλα στον νομπελίστα James Tobin, μία είναι η διέξοδος. «Θα υπάρξει μια ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία», λέει και έχει κατά νου εκείνη τη χώρα, η οποία οικονομικά είναι σε καλύτερη κατάσταση από κάθε άλλη στην Ευρώπη, τη Γερμανία.

«Όσο μεγαλύτερος είσαι, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευθύνη σου», λέει.

WELT AM SONNTAG: Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΘΑ ΚΡΙΘΕΙ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ

«Παρτίδα αγωνίας για την Ελλάδα» είναι ο τίτλος της γερμανικής εφημερίδας «Welt am Sonntag» αναφορικά με την απροσδόκητη διακοπή των διαπραγματεύσεων για το κούρεμα του χρέους. Το άρθρο αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

Το άρθρο ξεκινά με αναφορά στη φαρμακευτική Fresenius, η οποία αναγκάστηκε να μετατρέψει τις εκκρεμείς απαιτήσεις της έναντι των κρατικών ελληνικών νοσοκομείων σε δάνεια με μηδενικό επιτόκιο, προκειμένου να πάρει με τον τρόπο αυτό έστω και μέρος των χρημάτων της. Η Ελλάδα είναι, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, μία δύσκολη περίπτωση. Η κατάσταση έχει φθάσει στο αδιέξοδο και η χώρα έχει φθάσει στα όριά της, καθώς δεν είναι μόνο η ελληνική Κυβέρνηση που δεν έχει χρήματα, για να εξοφλήσει τα χρέη της, αλλά και δημόσια ιδρύματα σε όλη τη χώρα. Όλα τα σχέδια της Τρόικας έχουν αποτύχει και η Ελλάδα έχει γίνει σύμβολο της ευρώ-πανωλεθρίας, σχολιάζουν οι δημοσιογράφοι. Όσο δε δίνεται μια λύση στο πρόβλημα, οι επιτυχίες εξυγίανσης των άλλων χωρών θα ξεθωριάζουν πίσω από αυτή την τραγωδία, φοβάται η Άνγκελα Μέρκελ.

Πρέπει να δοθεί μια τελική λύση στο πρόβλημα και μάλιστα το συντομότερο δυνατό. Η κ.Μέρκελ πρέπει να αποφασίσει το αργότερο μέχρι το Μάρτιο μεταξύ δύο κατά βάση επιλογών για την Ελλάδα: ανάπτυξη ή χρεοκοπία.

Το 2011 ήταν για το ζήτημα της Ελλάδας μια χαμένη χρονιά. Η κατάσταση στη χώρα είναι τόσο ανέλπιδη, ώστε συζητούνται πλέον σενάρια που δεν τολμούσε καν να σκεφθεί κανείς πριν από μερικές εβδομάδες, πράγμα το οποίο λειτουργεί και ως απειλή για όσους θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν την επίτευξη μιας λύσης, σημειώνει η εφημερίδα.

Ήδη τον Οκτώβριο, όταν έγιναν οι διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πακέτο βοήθειας για την Ελλάδα, ήταν σαφές ότι τα 13 δις ευρώ θα επαρκούσαν μόνο στην περίπτωση που η κατάσταση δεν χειροτέρευε. Σήμερα κανείς δεν κάνει λόγο γι’ αυτό, καθώς η ανεργία στο τέλος Νοεμβρίου έφθασε στο 18%, ενώ η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 3% το 2012, σύμφωνα με την έκθεση της τρόικας, ενώ κάποιοι ειδικοί κάνουν λόγο ακόμη και για πτώση 7%.

«Το σύνολο της ιδιωτικής οικονομίας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Υπό τις σημερινές συνθήκες είναι αποκύημα της φαντασίας ότι η οικονομία θα σημειώσει ανάπτυξη ήδη από το 2013» δήλωσε ο πρώην υπουργός οικονομικών Στέφανος Μάνος.

Σε περίπτωση που η τρόικα φθάσει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει το χρέος της ακόμη και μετά το κούρεμα, είτε δε θα δοθούν νέες πιστώσεις, είτε θα αυξηθούν τα υπεσχημένα ποσά. Η κατάσταση είναι απελπιστική, σημειώνει το ρεπορτάζ.

Παρότι οι Ευρωπαίοι περίμεναν πολλά από το νέο πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν, καθώς ο κ. Παπαδήμος φαίνεται να φοβάται επίσης τη μάχη με τα ελληνικά λόμπι συμφερόντων και έχει να επιδείξει τόσο λίγες μεταρρυθμίσεις, όσο και ο προκάτοχός του. Ήταν λάθος του ότι, σε αντίθεση με το Μόντι, δεν έθεσε ως όρο την ανάληψη των Υπουργείων-κλειδιών από τεχνοκράτες με αποτέλεσμα τώρα να είναι επικεφαλής μιας πολυκομματικής κυβέρνησης, εξαρτημένος από τα παλιά κόμματα που νοιάζονται μόνο για τη διατήρηση των οφιτσίων τους, σύμφωνα με το δημοσίευμα.

Τρεις δρόμοι υπάρχουν για την Ευρώπη σε σχέση με την Αθήνα και κανένας δεν είναι ωραίος.

Πρώτον: Ένα μεγαλύτερο πακέτο διάσωσης

Εάν η κ. Μέρκελ θέλει να προστατεύσει την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, πρέπει να δώσει πολύ πάνω από 130 δις ευρώ. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, προκειμένου να μεταρρυθμίσει τη διοίκησή της και να κάνει την οικονομία της ανταγωνιστική. Απαιτούνται τουλάχιστον 10 χρόνια, όπως συζητείται σε κύκλους της γερμανικής κυβέρνησης. Η κ. Μέρκελ θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες, για να πείσει τη γερμανική Βουλή να δοθεί κι άλλη οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα και μάλιστα όχι μόνο από το συγκυβερνόν FDP, αλλά και από το αδερφό κόμμα της Βαυαρίας CSU, όπως σημειώνεται.

Δεύτερον: Χρεοκοπία της Αθήνας εντός της Ευρωζώνης

Όλο και πιο δυνατές γίνονται οι φωνές που θεωρούν τη χρεοκοπία της Ελλάδας ως το μοναδικό δρόμο για την εξυγίανση της χώρας. Μετά την επόμενη έκθεση της Τρόικας, θα μπορούσε να κριθεί ότι η Αθήνα έχει αποτύχει σε όλους τους στόχους της και δε θα λάβει άλλα χρήματα. Τότε η χρεοκοπία θα ερχόταν ήδη στο τέλος Μαρτίου, οι συνέπειες ωστόσο είναι απρόβλεπτες για τις αγορές. Οι ελληνικές τράπεζες θα χρεοκοπούσαν. Η Αθήνα θα παρέμενε στην ευρωζώνη και θα διαπραγματευόταν νέο κούρεμα χρέους, ενώ για να μην υπάρξει πολιτικό χάος, πράγμα το οποίο φοβούνται ΝΑΤΟ και ΕΕ, θα συμφωνούνταν νέο, μακράς πνοής, πακέτο βοήθειας.

Τρίτον: Εκδίωξη της χώρας από την Ευρωζώνη

Πριν από λίγες εβδομάδες η λύση αυτή ήταν εκτός συζήτησης, καθώς θα είχε «ανυπολόγιστες συνέπειες», σύμφωνα με συμβούλους της κ. Μέρκελ. Σήμερα επίσης υπάρχουν φόβοι ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα δημιουργούνταν πανικός και θα αποκλείονταν από τις αγορές Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία. Εάν ωστόσο η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη παρουσιαζόταν ως οικειοθελής, θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγοντας πιο στενής συγκόλλησης των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης. Πρόκειται για ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι με αβέβαιη έκβαση.

Η καγκελάριος θα αποφασίσει, ως συνήθως, την ακριβώς τελευταία στιγμή. Επομένως όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν ακόμη στη διάθεσή τους μερικές εβδομάδες, καταλήγει το ρεπορτάζ.