Βερολίνο, Στην αρχή ήταν το σεξ. «Το ευρώ είναι ε(υ)ρωτικό» έγραφε ένα γερµανικό ταµπλόιντ την 1η Ιανουαρίου 2002, την πρώτη ηµέρα κυκλοφορίας του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος. Η διέγερση που προκαλεί είναι παρόµοια µε τη σεξουαλική. Οι Γερµανοί «ηδονίζονται» και µόνο µε τη θωριά του.

Η λάγνα όµως ατµόσφαιρα δεν κράτησε πολύ. Οι ανατιµήσεις και «στρογγυλοποιήσεις» των τιµών προς τα πάνω, ιδίως στα λαϊκά προϊόντα κατανάλωσης, προκάλεσαν αντιστροφή του κλίµατος. Ηδη τον Μάρτιο του 2002 το κυρίαρχο σύνθηµα ήταν: «Το ευρώ είν’ ακριβό» (euro ist teuro). Η σεξουαλικότητα πήγε περίπατο. Και αυτό δεν άλλαξε ως σήµερα.

Τα φαινόµενα βέβαια απατούν. Το κοινό νόµισµα, σύµφωνα µε τα στοιχεία της Eurostat, αποδείχθηκε πολύ λιγότερο πληθωριστικό από τα εθνικά. Στη Γερµανία, την περίοδο 1992-2001, δηλαδή τη δεκαετία πριν από την εισαγωγή του ευρώ, ο πληθωρισµός ανερχόταν στο 2,6% κατά µέσο όρον ετησίως, ενώ την αµέσως επόµενη δεκαετία (2002-2011) στο 1,6%. Το µάρκο ήταν λοιπόν σαφώς ακριβότερο από το ευρώ.

Αυτός είναι και ο λόγος που παρά την όποια απογοήτευση ή οπτική απάτη στον τοµέα των τιµών το νέο νόµισµα παραµένει ευρύτερα αποδεκτό. Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα που έκανε το Κέντρο για τις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Μελέτες (CEPS) των Βρυξελλών, σχεδόν τα δύο τρίτα των Γερµανών τάσσονται υπέρ της διατήρησης του ευρώ. Οι ίδιοι δεν θα έβλεπαν µε καλό µάτι την επιστροφή στο µάρκο ή την αντικατάστασή του από ένα άλλο κοινό νόµισµα του ευρωπαϊκού Βορρά.

Η στάση αυτή δείχνει ότι το ευρώ, αν και δεν έλκει πλέον ερωτικά, έχει ρίξει ρίζες στο συλλογικό υποσυνείδητο. Αλλά όχι µόνο. Τα πλεονεκτήµατά του γίνονται πλέον και συνειδητά εµφανή. Και αυτό εξουδετερώνει ή τουλάχιστον µετριάζει τη δυσπιστία που προκαλεί η ήδη τριετής κρίση του.

Το ευρώ – ένα μεταβαπτισμένο μάρκο;

Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η παραδοσιακή πεποίθηση ότι το ευρώ είναι γέννηµα-θρέµµα της Γερµανίας – κάτι σαν ένα µεταβαπτισµένο µάρκο. Και αυτό όχι µόνον επειδή η ονοµασία του οφείλεται στον πρώην υπουργό Οικονοµικών Τέο Βάιγκελ. Αλλά και επειδή η επιρροή της δεύτερης «µητέρας» του, της Γαλλίας, µειώνεται µε τον καιρό όλο και περισσότερο – µε ανάλογη προσαύξηση της γερµανικής. Η δυσανάλογη γερµανική υπεροχή υπήρχε βέβαια από την αρχή. Ηδη το 2002 η Γερµανία ήταν η µεγαλύτερη οικονοµία της Ευρώπης. Αυτό αποτυπώνεται σε δύο χαρακτηριστικά νούµερα:

Πρώτον, στον όγκο του χρήµατος. Από τα 632 δισ. ευρώ που κυκλοφόρησαν στις αρχές του 2002 στην ευρωζώνη το 40% εξ αυτών διατέθηκαν στη Γερµανία. Και, ∆εύτερον, στα κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το ποσοστό της Γερµανίας (18,9%) είναι κατά πολύ υψηλότερο από όλα τα άλλα (Γαλλία 14,2%, Ιταλία 12,5%, Ισπανία 8,5%), παρ’ όλο που κι αυτό δεν αποδίδει πλήρως τη σαφώς µεγαλύτερη πραγµατική της δύναµη. Η τελευταία ανακλάται πολύ πιο πιστά στο ευρωπαϊκό ταµείο στήριξης ESM που σχεδιάζεται να µπει σε λειτουργία στα µέσα του 2012. Το ποσοστό της Γερµανίας φτάνει εδώ το 27,1%.

«Φθηνή νοµισµατική ένωση»

Από άποψη κόστους και ενίσχυση της αναταγωνιστικότητας εκείνο που μετρά είναι οι χαμηλές αμοιβές. Και σε αυτό, η Γερμανία αναδείχθηκε τελευταία σε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ιδρύματος Hans Böckler Stiftung του Ντύσελντορφ, οι Γερμανοί ανακάλυψαν εκ νέου τη βραδύτητα στον μισθολογικό τομέα. Την τελευταία δεκαετία, η αύξηση μισθών στη Γερμανία ήταν 1,6% ετησίως, στην ευρωζώνη 2,8%, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης 3,3%.

Στη νέα βραδύτητα συνέβαλε και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, που επέβαλε το 2002-2003 η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων υπό τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Με τελική συνέπεια, η Γερμανία να έχει σήμερα τους περισσότερους χαμηλόμισθους στην Ευρώπη, ήτοι το 21,5% του συνόλου των εργαζομένων της, που είναι και από τους πιο κακοπληρωμένους: Το εισόδημά τους έπεσε τα δέκα τελευταία χρόνια κατά 18%.

Το συμπέρασμα των ειδικών: Η επιτυχία της γερμανικής οικονομίας οφείλεται εν πολλοίς στον αθέμιτο ανταγωνισμό στον τομέα των μισθών και αμοιβών.

Συνοπτικά, αυτό αποτυπώνεται στην εξής τριπλή εξίσωση: Ο,τι είναι καλό για τους γερμανούς εξαγωγείς είναι κακό για τους χαμηλόμισθους, είναι χειρότερο για τις χώρες εισαγωγής, και χείριστο για την ευρωζώνη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ