H Ελλάδα έκανε το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, θα πρέπει όμως άμεσα να αποκαταστήσει το κλίμα σταθερότητας, πολιτικής και οικονομικής. Δεύτερον, θα πρέπει να γίνει δουλειά για να επανακάμψει η επενδυτική εμπιστοσύνη. Τρίτον, ο τραπεζικός τομέας πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθεί άμεσα, για να αυξηθούν οι πιστώσεις προς την οικονομία.

Αυτά υπογραμμίζει σε δηλώσεις του στην ηλεκτρονική έκδοση του «Βήματος» ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1995-1999), Ζακ Σαντέρ, ο οποίος θα βρεθεί στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου για σειρά διαλέξεων για τον τραπεζικό και επιχειρηματικό χώρο.

Ο Ζακ Σαντέρ προειδοποιεί, ωστόσο, ότι η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου για την Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή και χαρακτηρίζει την πίεση που ασκείται στη χώρα από την Ευρώπη και τις αγορές θετική, «ώστε να μην ξαναβρεθούμε ενώπιον μια τέτοιας συγκυρίας».

Δεν διστάζει πάντως να παραινέσει την Ευρωπαϊκή Ενωση να κάνει περισσότερα για την ανάπτυξη στην Ελλάδα, χρησιμοποιώντας τα περιφερειακά ταμεία και αυξάνοντας τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

{{{ moto }}}

Ο κ. Σαντέρ τονίζει ότι η Ευρώπη πρέπει σύντομα να δρομολογήσει την πολιτική της ένωση και να αυξήσει δραστικά τον προϋπολογισμό της από το σημερινό 1% του ΑΕΠ προς το 37% των ΗΠΑ. Η χρηματοδότησή του μάλιστα εκτιμά ότι μπορεί να γίνει με τη μεγέθυνση των εθνικών συμμετοχών και την έκδοση ευρωομολόγου αλλά και από την επιβολή φόρου επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών (του γνωστού και ως φόρου Τόμπιν), ώστε να προωθήσει την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Ο Ζακ Σαντέρ, ο οποίος θεωρείται από τους πνευματικούς πατέρες της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης, αλλά και εκ των πρωτοστατών της εμβάθυνσης της Ενωσης, επιμένει επίσης στην υιοθέτηση οικονομικού και πολιτικού πυλώνα που θα συμπληρώνουν τον νομισματικό.

Σε ερώτηση αν μπορεί η χώρα να προσελκύσει επενδύσεις και να επιτύχει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και αν μπορεί να ανακάμψει σε ωφέλιμο χρόνο το τραπεζικό σύστημα, ο κ. Σαντέρ απάντησε ότι «επενδύσεις μπορεί να έρθουν μόνον εφόσον δημιουργηθεί κλίμα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας και αποκατασταθεί έτσι η επενδυτική εμπιστοσύνη. Επιπλέον, ο τραπεζικός τομέας πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθεί το ταχύτερο δυνατό προκειμένου να ενισχυθούν οι χορηγήσεις στην οικονομία. Οι ελληνικές τράπεζες, όπως και άλλες, χρειάζονται κεφάλαια και αν δεν μπορέσουν να τα συγκεντρώσουν θα πρέπει μοιραία να κρατικοποιηθούν. Ο κρατικός έλεγχος πρέπει όμως να επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα μόλις σταθεροποιηθούν τα ιδρύματα. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλες δυνατότητες να αναπτυχθούν δυναμικά σε μια οικονομία υπό εξυγίανση».

Σε άλλη ερώτηση, αν είναι ρεαλιστικό το πρόγραμμα της βοήθειας στην Ελλάδα και αν είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι στόχοι από τη νέα ελληνική κυβέρνηση, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποστήριξε ότι «αν η Ευρώπη δώσει μεγαλύτερη σημασία ανάπτυξη και την απασχόληση και εφόσον παράλληλα γίνει σοβαρή δουλειά στο να επικοινωνηθεί σωστά το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε στους πολίτες, τότε είναι εφικτό. Πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος και πως, αν υλοποιηθεί με επιτυχία, το αύριο θα είναι καλύτερο. Πρέπει να γίνουν περισσότερα και από την ελληνική πολιτεία και από την Ευρώπη. Στο μέτωπο των εσόδων τώρα, εφόσον η φοροδιαφυγή, η οποία δεν είναι μόνον ελληνικό πρόβλημα, καταπολεμηθεί, ναι, μπορούν οι στόχοι να προσεγγισθούν».

Στην παρατήρηση ότι υπάρχουν μεγάλοι κλυδωνισμοί στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα της ΕΕ και τι κατά τη γνώμη του πρέπει να γίνει σήμερα, όταν ήδη πολλοί μιλούν για το τέλος του ευρώ, τόνισε με έμφαση ότι «αυτό που χρειάζεται είναι μια πανευρωπαϊκή προσέγγιση, ένα ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο με ενιαίους κανόνες για όλους. Η Ευρώπη πρέπει τάχιστα να προωθήσει, πέραν της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Επίσης, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από την κοινή πορεία, το κοινό νόμισμα, το κοινό μέλλον. Η επίτευξη της τρίτης φάσης της ΟΝΕ με τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος υπήρξε ένα ορόσημο για την ενιαία αγορά των 500 εκατομμυρίων πολιτών. Δεν συμπληρώθηκε όμως από πολιτική ένωση. Σήμερα λοιπόν αναδύεται το ερώτημα που και τότε είχε τεθεί από ορισμένους και αφορά το κατά πόσο μπορεί να έχει βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα στους χρηματοοικονομικούς κραδασμούς μια ένωση νομισματική μεν, αλλά χωρίς πολιτική ένωση. Η αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη μπορεί να αποτελέσει την απαρχή της εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με δυναμικές πολιτικές ενίσχυσης του δημοσιονομικού πυλώνα. Στο πλαίσιο αυτό εκτιμώ ότι οι κανονισμοί μόνιμης επιτήρησης που ήδη εισάγονται στην Ελλάδα, πολύ σύντομα θα επεκταθούν και σε άλλες χώρες».

Ζητώντας του να συνοψίσει ποια κατά τη γνώμη του είναι τα «μαθήματά» μας από την κρίση στην Ευρωζώνη, υποστήριξε ότι «το πρώτο «μάθημα» είναι ότι, όταν οι χώρες αντιμετωπίζουν ασύμμετρες κρίσεις και δημοσιονομικούς κλυδωνισμούς, ως μέλη της ΕΕ δεν έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν επιλεκτική νομισματική πολιτική, όπως η υποτίμηση. Ωστόσο σε περιοχές με ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων ουδείς μπορεί να προστατεύσει μια χώρα από τέτοιες κρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και των κερδοσκοπικών επιθέσεων. Επίσης μάθαμε ότι η έλλειψη συντονισμού στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απειλή για το ενιαίο νόμισμα. Το τρίτο μας «μάθημα» έχει σχέση με το ότι η επιτυχία του ευρώ σε μακροπρόθεσμη βάση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διατήρηση ανάπτυξης και μάλιστα βιώσιμης ανάπτυξης. Η χαμηλή ανάπτυξη ή οι έντονες διακυμάνσεις στους ρυθμούς ανάπτυξης δημιουργούν πολιτικά εμπόδια στο ευρώ. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, επιπροσθέτως της δημοσιονομικής πειθαρχίας, χρειαζόμαστε μέτρα «ευελιξίας», που να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη. Το κυριότερο, με αυτή την κρίση, τη σημαντικότερη από δημιουργίας του ευρώ, μάθαμε ότι ο διεθνής συντονισμός και κυρίως η συνεννόηση για θέματα όπως η ρύθμιση της λειτουργίας χρηματοπιστωτικών οργανισμών είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Τέλος, θα ήθελα να προσθέσω το εξής: ακόμη και αν η διεύρυνση της ΕΕ δεν ενδιαφέρει όλα τα κράτη-μέλη, κάποια θα προχωρήσουν σε αυτήν. Ισως αυτό να οδηγήσει στο μέλλον σε μια ΕΕ πολλών ταχυτήτων, με τον πυρήνα της να διαμορφώνει ένα είδος ομοσπονδίας».

Ποιός είναι ο Ζακ Σαντέρ

Ο πρόεδρος της Commission την τετραετία 1995-1999, πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ, θεωρείται ο αρχιτέκτονας της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης.

O Σαντέρ είχε συνειδητοποιήσει ότι οι λαοί της Ευρώπης θα πίστευαν περισσότερο στην ιδέα της νομισματικής ένωσης, αν η Κομισιόν επεδείκνυε προσήλωση όσον αφορά την τήρηση του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής των απαραίτητων ενεργειών για την επίτευξη τους, γι’ αυτό και στάθηκε ακούραστος θεματοφύλακας της τήρησης των ημερομηνιών και των προθεσμιών για τις προπαρασκευαστικές εργασίες.

Σήμερα ο Ζακ Σαντέρ παραμένει μάχιμος παρακολουθώντας στενά τις ελληνικές εξελίξεις. Πέραν της σχέσης του με την UniCredit, είναι μέλος του ΔΣ του RTL Group και Πρόεδρος της SME Union (Ενωση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων) του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.

Από τη θέση αυτή, ο Ζακ Σαντέρ εργάζεται για τη διαμόρφωση μιας πιο φιλικής προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ευρωπαϊκής πολιτικής, καθώς εκτιμά ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι το «κλειδί» για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Ο Ζακ Σαντέρ θα βρεθεί στην Αθήνα στις αρχές Δεκεμβρίου για μια σειρά διαλέξεων για τον τραπεζικό και επιχειρηματικό χώρο στο νέο περιβάλλον που ανατέλλει.