Ολο και πιο ζοφεροί γίνονται, ημέρα με την ημέρα, οι οικονομικοί ορίζοντες της Ευρώπης. Η κρίση χρέους, που έχει εξελιχθεί σε καθαρή κρίση εμπιστοσύνης του συστήματος των αγορών απέναντι στην ικανότητα της ευρωζώνης να ρυθμίσει τα του οίκου της, βαθαίνει, εξαπλώνεται και άρχισε πλέον να επηρεάζει και οικονομίες που βρίσκονται στον ευρωπαϊκό πυρήνα – εν προκειμένω τη Γαλλία.
Την ίδια ώρα η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία εγκλωβισμένη σε ταμπού και ιδεοληψίες πελαγοδρομεί, αδυνατώντας να συναινέσει σε μια σταθερή γραμμή πλεύσης που θα έδινε μια πειστική απάντηση στους γιγάντιους Φρανκενστάιν των αγορών, που αυτονομημένοι, αυθαίρετοι και ευήθεις τείνουν να γίνουν και μοιραίοι γκρεμίζοντας τα πάντα. Για να καταπλακωθούν βεβαίως κι αυτοί από τα ερείπια όχι μόνο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας.
Ενώ η διάσταση απόψεων της Γαλλίας και της Γερμανίας αναφορικά με το ρόλο και τη λειτουργία της ΕΚΤ στη σοβούσα κρίση παραμένει αγεφύρωτη, η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ υποδέχεται σήμερα στο Βερολίνο τον βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον για να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν τη… δική τους μεγάλη διαφορά (για την ακρίβεια τη διαφορά της ηπειρωτικής Ευρώπης με τη Βρετανία, διότι εν προκειμένω με τη γερμανική κυβέρνηση συντάσσονται και η γαλλική και οι άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης) που έχει να κάνει με τη χειραγώγηση του… Φρανκενστάιν.
Η Μέρκελ θα εξηγήσει συγκεκριμένα στον Κάμερον την ανάγκη να τεθεί ένα όριο στην λειτουργία των αγορών, καθώς έχει καταστεί πλέον φανερό ότι η αυτονόμησή τους έχει εξελιχθεί από αρετή σε κατάρα για την παγκόσμια οικονομία, λειτουργώντας όχι μόνο ως πολλαπλασιαστές των διαφόρων κρίσεων αλλά και ως γενεσιουργοί αυτών, με τις αυτοεκπληρούμενες προφητείες τους.
Η γερμανίδα καγκελάριος θα προσπαθήσει να προωθήσει στον Κάμερον την ιδέα της επιβολής ενός φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Την επιβολή ενός είδους «φόρου Τόμπιν», δηλαδή, τον οποίο προσφάτως ένας υπουργός του Κάμερον έχει χαρακτηρίσει ως «φόρο επί της Βρετανίας». Το επιχείρημα του Κάμερον και των Βρετανών είναι γνωστό, ότι δηλαδή αν ο φόρος αυτός δεν επιβληθεί στις συναλλαγές ολόκληρου του πλανήτη τότε θα πλήξει τη θέση που κατέχει το Σίτι του Λονδίνου ως παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κέντρο και θα αναγκάσει τους τραπεζίτες και τους συναλλασσόμενους εν γένει να μεταναστεύσουν στη Νέα Υόρκη, στη Σιγκαπούρη και τέλος πάντων στα άλλα κέντρα δράσης του Φρανκενστάιν, που ευδοκιμούν στον πλανήτη.
Ο Κάμερον βεβαίως διαφωνεί και με την πρόταση της Μέρκελ (και της ηπειρωτικής Ευρώπης συνολικά) για προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Λέγεται ότι η γερμανίδα ηγέτις θα ξεκαθαρίσει στον βρετανό πρωθυπουργό ότι οι χώρες της ευρωζώνης είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης και θα του εξηγήσει ότι η τροποποίηση της των ευρωπαϊκών Συνθηκών προς την κατεύθυνση μιας αυστηρότερης εποπτείας των κρατών-μελών, θεσμοθετώντας ακόμη και τη δυνατότητα αποβολής των απειθάρχων, θα εγγυάται ότι κανένα μέλος της Ενωσης δεν θα εκμεταλλευθεί τη δουλειά και την προσπάθεια των εταίρων του (όπως «καλή ώρα» έκανε η Ελλάδα, κατά τη Μέρκελ).

«Ο χρόνος τελειώνει»
Οι παρελκύσεις των πολιτικών ηγεσιών και του Βερολίνου ειδικότερα είναι παροιμιώδεις στην Ευρώπη. Τη φορά αυτή, ωστόσο, ο χρόνος δεν μπορεί να περιμένει τη Μέρκελ – η οποία άλλωστε δεν αισθάνεται την καυτή ανάσα του Φρανκενστάιν στο σβέρκο της – να λύσει τα θεωρητικά προβλήματα με τους εξωτερικούς εταίρους της και τα πολιτικά με τους εσωτερικούς, τους εσωκομματικούς ακριβέστερα. Ακόμη και ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ προειδοποίησε σήμερα ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να βιαστούν για να διαλέξουν μια από τις ενδεδειγμένες λύσεις στο πρόβλημα, προκρίνοντας ως μία εξ αυτών την στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας από χώρες όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ μέσω του ΔΝΤ.
«Τώρα γυρίζει η μπίλια για την ευρωζώνη. Το ΔΝΤ μπορεί να στηρίξει το ευρωπαϊκό σύστημα, καθώς οι χώρες, όπως η Ιταλία, προχωρούν στην υιοθέτηση μέτρων σταθεροποίησης της οικονομίας και των δημοσίων οικονομικών τους», είπε χαρακτηριστικά ο Ζέλικ μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg και προετοιμάζοντας την κοινή γνώμη για την επικείμενη εμπλοκή του ΔΝΤ και στην επιμέρους ιταλική κρίση. Ας είμαστε καλά εμείς οι Ελληνες, που νεκραναστήσαμε έναν παροπλισμένο μηχανισμό άσκησης οικονομικής διπλωματίας («ιμπεριαλιστικής πολιτικής» κατά ορισμένους) των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Εμείς το νεκραναστήσαμε αλλά και οι εταίροι κάνουν ό,τι μπορούν για να διεισδύσει το ΔΝΤ όλο και βαθύτερα στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, καθώς εσχάτως κυκλοφόρησε και ένα άλλο σενάριο εμπλοκής του, που προβλέπει τη λύση του γρίφου χρηματοδότησης των υπερχρεωμένων εταίρων από την ΕΚΤ μέσω του ΔΝΤ (εφ’ όσον το Ταμείο είναι ένας χρηματοπιστωτικός οργανισμός, αν και όχι ευρωπαϊκός, και εφ’ όσον το Βερολίνο δεν θέλει να απορρίπτει αναφανδόν τη μετατροπή του EFSF σε τράπεζα και βεβαίως την έκδοση ευρωομολόγων).

Παραινέσεις από τους παλαιούς
Είναι σαφές ότι το ρυθμό των εξελίξεων (ρυθμό adagio αν όχι largo) τον χτυπά η Γερμανία – η Γαλλία βρίσκεται ήδη με το ένα πόδι στην κρίση, ενώ διαθέτει έναν «τελειωμένο» πρόεδρο. Η Ιταλία και η Ισπανία είναι και με τα δύο πόδια στην κρίση, ενώ επιπλέον έχουν πολιτικές εκκρεμότητες να λύσουν (υπενθυμίζεται ότι στην Ισπανία διεξάγονται γενικές εκλογές την Κυριακή). Η ευρωπαϊκή οικονομία είναι επίσης με τα δύο πόδια στην κρίση και οδεύει πλησίστια προς την ύφεση. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, εν πολλοίς υπεύθυνο για τη γιγάντωση και αυτονόμηση του Φρανκενστάιν, βρίσκεται ήδη στα χέρια του τέρατος – μόλις σήμερα ανακοινώθηκε ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα πρέπει να διαγράψουν περί τα 270 δισ. ευρώ «αέρα» που… προέκυψε από τις εξαγορές που έκαναν ενώ φούντωνε η χρηματοοικονομική κρίση.
Από την άλλη πλευρά είναι σαφές ότι το χρονοδιάγραμμα των συναντήσεων των Ευρωπαίων εταίρων για την εξεύρεση λύσης είναι προδιαγεγραμμένο: Eurogroup και Ecofin στις 29 και 30 Νοεμβρίου, σύνοδος κορυφής στις 9 Δεκεμβρίου. Η πολιτική του Βερολίνου προσώρας μοιάζει ακόμη τελματωμένη. Πρέπει να σημειώσει, ωστόσο, κανείς ότι φωνές της λογικής ακούγονται και από το εσωτερικό της Γερμανίας.
Από τις εμβληματικότερες εξ αυτών, εκείνες των πρώην υπουργών Εξωτερικών της χώρας, Χανς-Ντίντριχ Γκένσερ και Κλάους Κίνκελ, οι οποίοι με κοινή επιστολή τους απηύθυναν έκκληση προς το Κόμμα των Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP) να μπλοκάρουν πρόταση κατά της δημιουργίας μόνιμου Ταμείου Σταθερότητας στην ευρωζώνη (του περίφημου European Stability Mechanism ή ESM) που πρόκειται να κατατεθεί στο γερμανικό Κοινοβούλιο.
Την πρόταση υπογράφει ο βουλευτής του FDP Φρανκ Σέφλερ, γνωστός στη χώρα μας για την εμπρηστική ιδέα του «να πουλήσει η Ελλάδα κτίρια, επιχειρήσεις ακόμη και νησιά για να πληρώσει τους πιστωτές της». Οι Γκένσερ και Κίνκελ απαντούν στο θερμοκέφαλο Σέφλερ: «Το FDP ήταν και πρέπει να παραμείνει ένα ευρωπαϊκό κόμμα και πρέπει να συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια της Ευρώπης να ξεπεράσει την περίοδο αδυναμίας που περνά».
Να σημειωθεί ότι το FDP, κόμμα που απηχεί τις θέσεις του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου, είναι παραδοσιακά ο ρυθμιστής των εξελίξεων στη γερμανική πολιτική σκηνή, καθώς συμπράττει με ένα εκ των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων (Χριστιανοδημοκρατικό και Σοσιαλδημοκρατικό) για τον σχηματισμό κυβερνήσεων. Παραδοσιακώς ο υπουργός Εξωτερικών κάθε γερμανικής κυβέρνησης προέρχεται από το κόμμα αυτό.
Ο ηλικίας 84 ετών σήμερα Χανς-Ντίντριχ Γκένσερ διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του Σοσιαλδημοκράτη Χέλμουτ Σμιτ και του Χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ από το 1974 έως το 1992. Τον διαδέχθηκε ο ηλικίας 75 ετών σήμερα Κλάους Κίνκελ, που παρέμεινε υπουργός έως το 1998 για να παραδώσει στον «πράσινο» Γιόσκα Φίσερ, υπουργό του μετέπειτα Σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Αμφότεροι (Γκένσερ και Κίνκελ) ήσαν πρόεδροι του FDP.