Καθώς η χρηµατοπιστωτική κρίση του 2008-09 έχει προκαλέσει µια κρίση του καπιταλιστικού συστήµατος από εκείνες που εµφανίζονται µία φορά σε κάθε γενιά, το µοντέλο οικονοµικής ανάπτυξης που κυριάρχησε στον κόσµο από τη δεκαετία του ‘80 ως το 2008 δείχνει ότι έχει πλέον καταρρεύσει.

«Βιώνουµε µια κρίση του καπιταλισµού επειδή το οικονοµικό µοντέλο και το πολιτικό σύστηµα δεν µπορούν να παράγουν βιώσιµη ανάπτυξη, επαρκή εισοδήµατα και δηµιουργία απασχόλησης» παρατηρούσε ο Τζορτζ Mάγκνους, κορυφαίος οικονοµολόγος της UBS, θεωρώντας ότι, ενώ η ανάπτυξη συρρικνώνεται, ο κόσµος βρίσκεται αντιµέτωπος µε τα υπερβολικά χρέη σε προσωπικό και κρατικό επίπεδο, το δυσλειτουργικό χρηµατοοικονοµικό σύστηµα και τις αδύναµες αγορές εργασίας. Χωρίς πίστωση και δουλειά, αποκαλύπτονται ακραία επίπεδα ανισότητας και µια κρίση συνολικής ζήτησης.

Μετριοπάθεια, τέλος

Η νέα εποχή σηµατοδοτεί το τέλος του οικονοµικού µοντέλου που κυριάρχησε στον κόσµο από τα µέσα της δεκαετίας του 1980 και αποκαλούνταν από τους οικονοµικούς σχολιαστές «εποχή της Μεγάλης Μετριοπάθειας». Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η µεταβλητότητα στα µακροοικονοµικά µεγέθη µειώθηκε, ενώ οι ρυθµοί ανάπτυξης αυξήθηκαν, απόρροια του συνδυασµού της τεχνολογικής προόδου και µιας µαζικής αύξησης των επιπέδων του χρέους στον ανεπτυγµένο κόσµο, ανέφερε και ο Aντ βαν Tίγκελεν, στρατηγικός αναλυτής της ING, την ώρα που η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση της ΕΣΣ∆ επανέφεραν την έννοια της παγκοσµιοποίησης στο στόµα πολλών οικονοµολόγων.

Οσο οι πολίτες του δυτικού κόσµου κατανάλωναν µάλιστα αγαθά που προέρχονταν από τις αναδυόµενες χώρες, αυτές αγόραζαν το χρέος των δυτικών χωρών, και έτσι το παγκόσµιο οικονοµικό σύστηµα λειτουργούσε. Στο πλαίσιο αυτό άκρως ευνοηµένο ήταν και το παραγωγικό πρότυπο που ακολούθησε η χώρα µας, καθώς η τεράστια παγκόσµια µόχλευση (επενδύσεις και µε δανεικά) οδήγησε τους επενδυτές να αγοράσουν εύκολα «ό,τι εκινείτο» , µε αποτέλεσµα η χώρα µας να απολαµβάνει επιτόκια δανεισµού µόλις 0,30% υψηλότερα των αντίστοιχων της Γερµανίας.

Διάβρωση και κρίση

Ενας συνδυασµός όµως χαµηλής ανταγωνιστικότητας, υψηλής κατανάλωσης και αναποτελεσµατικότητας του δηµόσιου τοµέα εκτόξευσε τα ελλείµµατα και τα χρέη, µε αποτέλεσµα την κατάρρευση του µοντέλου ανάπτυξης της οικονοµίας που βασίστηκε στην εγχώρια ζήτηση (73% του ΑΕΠ)

µε δανεικά. Τα χρέη, η κοντόφθαλµη και ορισµένες φορές ανίκανη πολιτική ελίτ, µαζί µε τις µεγάλες και «σύνθετες» ευθύνες και της οικονοµικής ελίτ, που διέβρωσαν την οικονοµία και την κοινωνία οδηγώντας και σε κρίση αξιών, έφεραν την αποποµπή της Ελλάδας από τις αγορές, το µνηµόνιο και την τρόικα.

Το νέο πρότυπο ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας µπορεί να είναι πλέον µόνο εξωστρεφές, ενώ θα πρέπει να στηρίζεται στην άνθηση του ιδιωτικού τοµέα, των ιδιωτικών επενδύσεων και των επενδύσεων στις υποδοµές, καθώς και στη βελτίωση των όρων ανταγωνιστικότητας και στη διαµόρφωση ενός εξαιρετικά φιλικού περιβάλλοντος για την επιχειρηµατικότητα, εκτιµά µεταξύ άλλων ο Ν. Καραµούζης , αναπληρωτής διευθύνων σύµβουλος της Eurobank EFG και καθηγητής του Πανεπιστηµίου Πειραιώς.

Oταν πάντως το 2008 ο υπερχρεωµένος χρηµατοπιστωτικός κλάδος βρέθηκε στη δίνη της κρίσης διασώθηκε από τις κυβερνήσεις, καθώς η πολιτική απάντηση στην ύφεση είχε µια ισχυρή γεύση από τον διάσηµο οικονοµολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς, κάτι όµωςπου είχε συνέπεια το χρέοςτων κρατών να αυξηθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών. Oι οικονοµολόγοι Κάρµεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρόγκοφ αποφάνθηκαν εξάλλου ότι ιστορικά, κατά µέσον όρο, τρία χρόνια έπειτα απ’ όλες τις οικονοµικές κρίσεις, η πραγµατική αξία του δηµοσίου χρέους των χωρών που βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα αυξήθηκε κατά 86%. «Παρά την τεράστια πολιτική παρέµβαση, η υγιής και διατηρήσιµη οικονοµική ανάπτυξη παραµένει ακόµη ένα αποµακρυσµένο όνειρο», καθώς η κρίση χρέους στον δυτικό κόσµο (ιδιωτών και κρατών) πιέζει τα πραγµατικά εισοδήµατα και την ανάπτυξη, παρατηρούσε ο κ. Στέφεν Kινγκ, επικεφαλής οικονοµολόγος της HSBC Bank Plc. Παράλληλα, όπως εκτίµησε, αυτό που χρειάζεται σήµερα ειδικά η ευρωζώνη είναι η συλλογική ευθύνη, που θα συµπεριλαµβάνει «το µοίρασµα του βάρους µεταξύ των πιστωτών και των οφειλετών και µελλοντικά τη δηµοσιονοµική ένωση», καθώς τυχόν διάλυσή της θα ήταν καταστροφική και θα απειλούσε µε µια νέα «Μεγάλη Υφεση» τον κόσµο.

Κλειδί η ανάπτυξη

Με τις κυβερνήσεις να υιοθετούν τη λιτότητα, είτε εθελοντικά είτε υπό την πίεση του ∆ΝΤ, για να βγει ο κόσµος από τη στενωπό, στο επίκεντρο έχει επιστρέψει η νοµισµατική πολιτική, αναφέρει ο Τζορτζ Mάγκνους.

Οι µορφές «ποσοτικής χαλάρωσης» µπορούν να βελτιώσουν τη ρευστότητα, ωστόσο δεν θα βοηθήσουν ιδιαί τερα τον δανεισµό και τις δαπάνες που καθοδηγούν τη ζήτηση.

Ετσι, θεωρεί ότι οι ισχυρές κυβερνήσεις οφείλουν να ασχοληθούν ξανά µε την οικονοµική ανάπτυξη. Οι νέες πολιτικές θα πρέπει να έχουν στόχο τις επενδύσεις και τη δηµιουργία θέσεων εργασίας, καθώς και µέτρων για τη διευκόλυνση της αποµόχλευσης (µείωσης των δανεικών) των νοικοκυριών, αν και τα δεδοµένα συντείνουν στην άποψη ότι δεν έχει φθάσει ακόµη ο «πολιτικός χρόνος» για τέτοιες ιδέες.

ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ,ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Τα µέτωπα, ο… Μάλθους και «το δεύτερο κύµα της κρίσης»

Η κρίση άφησε τρία ανοιχτά µέτωπα, τα οποία αναµένεται να καθορίσουν το οικονοµικό τοπίο τα επόµενα χρόνια:

1 Επηρέασε καταλυτικά το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, το οποίο διασώθηκε µε υψηλό κόστος από τις κυβερνήσεις, ενώ δεν θα γιατρευτεί χωρίς να υπάρξουν δοµικές µεταρρυθµίσεις στον κλάδο.

2 Οδήγησε στον περιορισµό των φορολογικών εσόδων, ενώ δεν πρόκειται να ανακτηθούν αν δεν ανακαλυφθούν νέες πηγές στήριξης της οικονοµικής ανάπτυξης.

3 Αποκάλυψε το εύθραυστο των δηµοσιονοµικών συνθηκών, καθώς θύµισε ότι τόσο τα τρέχοντα όσο και τα µελλοντικά ελλείµµατα σχετίζονται άµεσα και µε την ταχύτατη γήρανση του πληθυσµού.

Οι δηµογραφικές εξελίξεις αναµένεται εξάλλου στη διάρκεια των επόµενων 40 ετών να έχουν σηµαντικές επιπτώσεις. Ο κόσµος δείχνει µάλιστα στο θέµα αυτό να βρίσκεται και πάλι σε ένα ιστορικό µεταίχµιο.

Για πολλά χρόνια ως και τη δεκαετία του 1970 όλοι πίστευαν ότι η πληθυσµιακή έκρηξη ήταν ένας από τους µεγαλύτερους κινδύνους που αντιµετώπιζε ο πλανήτης, καθώς αυτή µπορούσε να ελεγχθεί, όπως υποστήριζε από το 1798 και ο Τόµας Ρόµπερτ Μάλθους , από την έλλειψη χώρου, τις ασθένειες, τους πολέµους και τις επιδηµίες.

Η νάρκη του πληθυσμού

Τα τελευταία 40 χρόνια όµως ο ρυθµός αύξησης του πληθυσµού υποχώρησε σε πολλές περιοχές, όχι εξαιτίας των πολέµων ή του… ΑΙDS αλλά ήταν απόρροια της οικονοµικής ανάπτυξης που άλλαξε την κοινωνική συµπεριφορά περιορίζοντας τις γεννήσεις. Την ίδια ώρα η αύξηση του προσδόκιµου ζωής και η πληθυσµιακή γήρανση απειλούν να τινάξουν στον αέρα τα ασφαλιστικά συστήµατα, ενώ µαζί µε τα µεγάλα ελλείµµατα περιορίζουν και τους δυνητικούς ρυθµούς ανάπτυξης, κάτι όµως που αποτελεί τροχοπέδη στις προσπάθειες ελέγχου των κρατικών χρεών.

Η ιστορία διδάσκει επίσης πως τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, οι αυξηµένες χρεοκοπίες φυσικών προσώπων και η κοινωνική ανα ταραχή συνεχίζονται έπειτα από µεγάλες υφέσεις έστω και αν οι οικονοµίες αρχίζουν να σταθεροποιούνται, εξέλιξη η οποία είναι γνωστή ως «το δεύτερο κύµα της κρίσης», αναφέρει η κυρία Τίνα Φόρνταµ, πολιτική αναλύτρια της Citi.

Σύµφωνα µε τον Ρόµπερτ Σ. Ντολ, κορυφαίο στέλεχος της ΒlackRock, την ερχόµενη δεκαετία η κυριαρχία του αµερικανικού δολαρίου θα συνεχίσει να µειώνεται, ενώ την ίδια ώρα η προάσπιση ιδίων συµφερόντων θα οδηγεί τα κράτη σε περισσότερες πολιτικές και εµπορικές συγκρούσεις. Ορισµένα από τα προβλήµατα της Ιαπωνίας θα µεταφερθούν και στην Ευρώπη εξαιτίας της γήρανσης και της µείωσης του πληθυσµού, ενώ οι καταναλωτές των αναδυόµενων αγορών θα οδηγούν την παγκόσµια οικονοµική ανάπτυξη, µε την οικονοµική και πολιτική άνοδο της Κίνας να συνεχίζεται. Ο κόσµος θα κληθεί πιο συχνά να αντιµετωπίσει συνθήκες ύφεσης, καθώς, σε σύγκριση µε ό,τι είχαµε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες (µία ύφεση κάθε οκτώ χρόνια), η συχνότητα εµφάνισης ανάλογων περιόδων ίσως να προσεγγίσει τον µακροχρόνιο µέσο όρο των 100 τελευταίων ετών (µια ύφεση κάθε 3,8 χρόνια).

Ο πλούτος στην Ανατολή

Ο Βίλεµ Μπούιτερ, επικεφαλής οικονοµολόγος της Citigroup, εκτίµησε ότι το παγκόσµιο ΑΕΠ θα αυξηθεί από τα 72 τρισ. δολάρια σήµερα, στα 380 τρισ. δολάρια το 2050, αλλά η δύναµη θα µεταφερθεί από τη ∆ύση στην Ανατολή µε ταχείς ρυθµούς.

Προέβλεψε ότι η Κίνα θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ και θα γίνει η µεγαλύτερη οικονοµία παγκοσµίως ως το 2020, για να χάσει στη συνέχεια την πρώτη θέση από την Ινδία ως το 2050. Η αναδυόµενη Ασία και η Αφρική θα είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόµενες περιοχές, χάρη στην ανάπτυξη του πληθυσµού και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ η Ευρώπη θα δει το µερίδιό της να περιορίζεται από το 19% µόλις στο 7% του παγκόσµιου ΑΕΠ. Ωστόσο, όπως έχει αποφανθεί ο δοκιµιογράφος – αντιφρονών της Wall Street που ασχολήθηκε εκτενώς µε τα προβλήµατα της αβεβαιότητας και της γνώσης και στον κόσµο των αγορών –, Νασίµ Τάλεµπ: «Το µέλλον είναι πάντα βαθιά αβέβαιο».