Σε οικονομική στενωπό από την οποία ουδείς γνωρίζει μετά βεβαιότητος πότε θα εξέλθουν έχουν εισέλθει οι δημόσιοι υπάλληλοι μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Οι απώλειες στο εισόδημά τους υπολογίζονται από 3 ως και 4,5 μισθούς, χωρίς να συνυπολογιστούν οι μειώσεις στους μισθούς που θα επιφέρει το νέο μισθολόγιο. Η διακύμανση αυτή μάλιστα στα ποσοστά των απωλειών (από 3 ως και 4,5 μισθούς) αντανακλά και την υφιστάμενη στρεβλή μισθολογική κατάσταση στο Δημόσιο που διαμορφώνεται από την άσκηση επιδοματικής πολιτικής ως προϊόν πελατειακών και συντεχνιακών επιλογών.

Η οριζόντια ποσοστιαία μείωση των επιδομάτων αύξησε κατακόρυφα τις απώλειες στα «ρετιρέ» του Δημοσίου που αμείβονται με παχυλές αμοιβές. Ετσι το εισόδημα υπαλλήλου της κατηγορίας ΥΕ με 17 χρόνια υπηρεσίας, που λαμβάνει κατά μέσον όρο 1.360 ευρώ μηνιαίως, τη διετία 2010-2011 μειώθηκε κατά 4.080 ευρώ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να κατρακυλήσει το βιοτικό του επίπεδο στα επίπεδα του 2004. Το ίδιο συνέβη και για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΔΕ με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, αν ληφθεί υπόψη ότι απώλεσαν 5.537 ευρώ, με δεδομένο ότι λαμβάνουν κατά μέσον όρο 1.582 ευρώ μηνιαίως. Οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ με 17 χρόνια υπηρεσίας, που λαμβάνουν κατά μέσον όρο 1.780 ευρώ τον μήνα, χάνουν πάνω από 8.476 ευρώ. Για τους υπαλλήλους ΠΕ με 17 χρόνια υπηρεσίας, που λαμβάνουν κατά μέσον όρο 1.890 ευρώ, οι απώλειες θα φτάσουν ως και τις 8.605 ευρώ.

Ο μισθολογικός «τυφώνας» όμως που πλήττει τους δημοσίους υπαλλήλους εκτιμάται ότι θα κορυφωθεί τον Σεπτέμβριο. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους:

1. Η κυβέρνηση μετά τις 15 Αυγούστου θα καταθέσει προς δημόσια διαβούλευση το νέο μισθολόγιο προτού πάρει τον δρόμο προς ψήφιση στη Βουλή. Με το νέο μισθολόγιο, όπως έχει γράψει «Το Βήμα», θα τεθεί πλαφόν στις ανώτερες αποδοχές των υπαλλήλων στο Δημόσιο, γεγονός που σημαίνει ότι θα πληγούν τα «ρετιρέ» του Δημοσίου και κυρίως οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών και θα καταργηθούν όλα τα επιδόματα- με εξαίρεση το οικογενειακό, το επίδομα θέσης και το επίδομα ειδικών συνθηκών, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να καταργηθούν- που θα αντικατασταθούν με ένα ποσό το οποίο θα δίνεται σε βάθος χρόνου και συνεχώς θα φθίνει.

Με το νέο μισθολόγιο όμως που θα διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στο Δημόσιο θα επέλθουν κι άλλες αλλαγές που έχουν σχέση και με τη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων και συνακόλουθα με τη μισθολογική τους κατάσταση. Οι βαθμοί θα διατηρηθούν στην ουσία πέντε, αν και στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι μετά τον Α΄ βαθμό να προστεθούν άλλος ένας ή τρεις έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια δεξαμενή με στελέχη του Δημοσίου οι οποίοι θα μπορούν να θέτουν υποψηφιότητα για την κατάληψη των θέσεων ευθύνης σε όλο το εύρος του Δημοσίου – και όχι μόνο του φορέα στον οποίο υπη ρετούν- και θα έχουν περάσει τα γραπτά τεστ δεξιοτήτων τα οποία θα διενεργούνται κάθε τρία χρόνια με την ευθύνη του ΑΣΕΠ.

Με το νέο σύστημα αμοιβών και το νέο βαθμολόγιο δυσκολεύει σημαντικά το πέρασμα από τον έναν βαθμό στον άλλον, με δεδομένο ότι οι υπάλληλοι θα υπόκεινται και σε διαρκή αξιολόγηση με βάση κριτήρια τα οποία έχουν σχέση με την παραγωγικότητα και εν γένει την απόδοσή τους και όχι μόνο με τα χρόνια υπηρεσίας που ίσχυε ως τώρα. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι θα καθίσταται πιο δύσκολη και η αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου, κάτι που θα έχει ως επακόλουθο, μεταξύ των άλλων, και τη μισθολογική καθήλωση ενός σημαντικού αριθμού υπαλλήλων.

2. Από τον Σεπτέμβριο οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και όλοι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, θα κληθούν να… εξοφλήσουν τον λογαριασμό. Στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων ωστόσο ο λογαριασμός θα είναι ιδιαίτερα φουσκωμένος καθώς η επιβολή των έκτακτων εισφορών ή η ποσοστιαία περικοπή των επιδομάτων θα έχει αναδρομική ισχύ. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι για εφέτος τουλάχιστον οι παρακρατήσεις θα είναι σε ορισμένες περιπτώσεις διπλάσιες από τις προβλεπόμενες στο Μεσοπρόθεσμο και στον εφαρμοστικό νόμο. Τελευταίο παράδειγμα, η μη χορήγηση του επιδόματος ωρίμανσης (2%+2%), που, όπως προβλέπεται σε σχετική εγκύκλιο του υφυπουργού Οικονομικών κ. Φίλιππου Σαχινίδη, δεν θα χορηγηθεί αναδρομικά από την 1η Ιουλίου 2011. Σε διάταξη που ενσωματώθηκε στο άρθρο 24 του εφαρμοστικού νόμου προβλέπεται ότι οι ειδικές εισφορές συνολικού ποσοστού 3% υπέρ των ανέργων και του Ταμείου Πρόνοιας που επιβλήθηκαν επί των αποδοχών των υπαλλήλων θα εφαρμοστούν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2011. Αυτό θα έχει ως επακόλουθο οι εισφορές 2% επί των ανέργων και 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας, που θα αρχίσουν να παρακρατούνται από την εξόφληση μάλιστα του Αυγούστου 2011, να μην είναι τελικά 3% αλλά 7,2%, αν συνυπολογιστεί και η παρακράτηση του διαστήματος Ιανουαρίου- Αυγούστου 2011.

Οι περικοπές μισθών δεν επηρεάζουν τις συντάξεις

Τ ο μόνο παρήγορο είναι ότι οι μισθολογικές περικοπές δεν μεταβάλλουν τη βάση υπολογισμού των συντάξεων, παρ΄ ότι οι συνταξιούχοι υποβάλλονται στις δικές τους… θυσίες. Αντιθέτως, δεν αποκλείεται με βάση το νέο μισθολόγιο να υπάρξει ακόμη και όφελος σε μια πολύ μικρή κατηγορία συνταξιούχων, για τους οποίους θα υπάρξει αύξηση του ύψους της σύνταξης λόγω της αύξησης του βασικού μισθού. Το κόστος που συνεπάγεται μάλιστα το νέο σύστημα αμοιβών στο Δημόσιο για το ύψος των συντάξεων αποτελεί και έναν πονοκέφαλο για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Από αυτόν τον παράγοντα εξαρτάται εν πολλοίς ακόμη και το ποιο σενάριο θα επιλεγεί τελικά, καθώς επίσης και το βάθος του χρόνου που θα ισχύσει για την πλήρη εφαρμογή του νέου μισθολογίου στην πράξη. Θα εξαρτηθεί, με άλλα λόγια, σε πόσα χρόνια- το αν θα είναι τρία ή πέντε- θα ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση των ήδη «κουρεμένων» επιδομάτων στον βασικό μισθό.

Αναδρομικά οι μειώσεις επιδομάτων σε όλους

Η κυβέρνηση αρχικά με την ψήφιση του εφαρμοστικού νόμου είχε αφήσει ανοιχτό το από πότε θα αρχίσει να ισχύει η περικοπή των επιδομάτων. Με τροπολογία την οποία έφερε ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευάγγελος Βενιζέλος σε νομοσχέδιο-σκούπα του υπουργείου προσδιορίστηκε ότι η περικοπή των επιδομάτων θα αρχίσει να ισχύει αναδρομικά από την 1η Ιουλίου 2011. Ταυτόχρονα το «κούρεμα» των επιδομάτων δεν περιορίστηκε μόνο στους υπαλλήλους στον «στενό» δημόσιο τομέα αλλά συμπεριέλαβε και ευρύτερες κατηγορίες, όπως είναι οι εκπαιδευτικοί, οι γιατροί και οι δικαστικοί. Ετσι, από την 1η Ιουλίου, αν και η ρύθμιση θα αρχίσει να εφαρμόζεται αμέσως μετά τη δημοσίευση της τροπολογίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (κατά πάσα πιθανότητα με την… εξόφληση του Σεπτεμβρίου), θα περικοπεί κατά 50% το κίνητρο απόδοσης όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων υπαλλήλων. Σε απόλυτους αριθμούς, η μείωση θα είναι από 57 σε 28,50 ευρώ για την κατηγορία ΥΕ, από 64 σε 32 ευρώ για την κατηγορία ΔΕ, από 90 σε 45 ευρώ για την κατηγορία ΤΕ και από 100 σε 50 ευρώ για την κατηγορία ΠΕ. Από 355 ευρώ ως και 450 ευρώ κυμαίνεται το επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης των γιατρών του ΕΣΥ που θα μειωθεί κατά 20%. Κατά 20% θα μειωθεί και το επίδομα ειδικής απασχόλησης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, το οποίο κυμαίνεται από 179 ευρώ ως και 464 ευρώ. Κατά 30% μειώνονται τα ποσά τα οποία προβλέπονται ως κίνητρο ή ως πριμ παραγωγικότητας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας κτλ. που καταβάλλονται στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των φορέων του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ.

Η νέα αυτή περικοπή των επιδομάτων, που υπήρξε «οριζόντια» και έγινε με το πρόσχημα δήθεν της κατάρτισης του νέου μισθολογίου, ήρθε να «σφραγίσει» ανάλογες περικοπές του 2010. Μόνο η μείωση κατά 20% των επιδομάτων που έγινε το 2010, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΔΕΔΥ, είχε ως συνέπεια η απώλεια στο εισόδημα των δημοσίων υπαλλήλων, ανάλογα με την κατηγορία, να κυμανθεί από 40 ως 280 ευρώ μηνιαίως ή από 480 ως και 3.360 ευρώ ετησίως. Ηδη, όπως προκύπτει από τα στοιχεία τα οποία διαθέτει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το 65% των απασχολουμένων στο Δημόσιο λαμβάνει επιδόματα ως 500 ευρώ, το 25% από 500 ευρώ ως 1.000 ευρώ και το 20% πάνω από 1.000 ευρώ. Αν ήταν η μοναδική περικοπή, ίσως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με το σκεπτικό ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι απολαμβάνουν το προνόμιο της μονιμότητας και της σίγουρης δουλειάς την ώρα που οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα πυκνώνουν τις στρατιές των ανέργων λόγω της οικονομικής κρίσης. Οι οριζόντιες ωστόσο περικοπές στις αποδοχές των εργαζομένων είχαν και συνέχεια.

Η κυβέρνηση κατήργησε τον 13ο και τον 14ο μισθό στον δημόσιο τομέα και τον αντικατέστησε με επίδομα Χριστουγέννων ύψους 500 ευρώ, επίδομα Πάσχα ύψους 250 ευρώ και επίδομα αδείας ύψους 250 ευρώ. Και αυτό για εκείνους των οποίων οι αποδοχές ήταν ως και 3.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ για τους υπαλλήλους των οποίων οι αποδοχές ξεπερνούν τις 3.000 ευρώ ο 13ος και ο 14ος μισθός καταργήθηκαν. Οι ετήσιες απώλειες από την κατάργηση του 13ου και του 14ου μισθού εκτιμώνται από την ΑΔΕΔΥ από 600 ευρώ ως και 4.800 ευρώ ετησίως. Σε 1.480 ευρώ ετησίως υπολογίζονται κατά μέσον όρο και οι απώλειες στο εισόδημα των δημοσίων υπαλλήλων από την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης των επιδομάτων και τη μείωση του αφορολογήτου στις 8.000 ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ