«Σχιζοφρενική» χαρακτήρισε την κατάσταση που επικρατεί στην ΕΕ ο Επίτροπος κ. Ολι Ρεν, σημειώνοντας πως υπάρχουν «σημάδια κόπωσης» τα οποία στις μεν χώρες του βορά αφορούν τη συνέχιση των οικονομικών αρωγών, στις δε χώρες του Νότου αφορούν τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.

Οι ανωτέρω δηλώσεις του κ.Ολι Ρεν, έγιναν σήμερα στις Βρυξέλλες, σε συνέδριο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους από την ευρωζώνη, όπου βασικός εισηγητής ήταν ο πρώην υπουργός εθνικής οικονομίας κ. Γιάννος Παπαντωνίου. Την έκθεση του κ. Γ. Παπαντωνίου με θέμα την οικονομική κρίση και τα διδάγματα για την ευρωζώνη προλόγισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ Χέρμαν Φαν Ρομπέϊ.

Παρεμβαίνοντας στο συνέδριο ο κ. Ολι Ρεν προειδοποίησε ότι εάν συνεχιστεί αυτή η διάσταση απόψεων, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει να υποστεί πλήγματα. Αναφερόμενος ειδικότερα στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την εξεύρεση λύσης, ο κοινοτικός επίτροπος υπογράμμισε ότι παρουσιάζονται ορισμένα εμπόδια από τις «κόκκινες γραμμές» που θέτουν κάποια κράτη μέλη, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ αλλά και «οι πολιτικοί περιορισμοί στην Ελλάδα». Ο κ. Ολι Ρεν κάλεσε τους πάντες « να μην θέτουν εμπόδια», να ξεπεράσουν αυτές τις «κόκκινες γραμμές» και τελικά να συμβάλουν εποικοδομητικά στην εξεύρεση λύσης.

Αναφερόμενος στις αντιδράσεις που διατυπώνονται συχνά από ορισμένα κράτη μέλη για τη στήριξη των αδύναμων κρίκων, ο κοινοτικός επίτροπος αναγνώρισε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης είναι «αδέξια» ενώ επανέλαβε ότι η συζήτηση για την έκδοση ευρωομολόγων είναι «ακαδημαϊκά ελκυστική.

Στη δική του παρέμβαση για την οικομομική κρίση και τις επιπτώσεις της στην Ευρώπη ο κ. Γ. Παπαντωνίου εμφανίστηκε ιδιαίτερα επικριτικός τονίζοντας ότι η ευρωπαϊκή αντίδραση χαρακτηρίστηκε από ημίμετρα και ότι, σε γενικές γραμμές, τα μέτρα που αποφασίστηκαν ήταν «υπερβολικά λίγα και πολύ καθυστερημένα». Ο πρώην υπουργός οικονομίας τάχθηκε ακόμη υπέρ της αύξησης των πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης . Υποστήριξε τέλος τη δυνατότητα αγοράς ομολόγων από το Μηχανισμό στην δευτερογενή αγορά αλλά και της έκδοσης ευρωομολόγων, που θα ενίσχυαν τη ρευστότητα.