Με μια από τις χειρότερες εκδοχές της ρήσης «ενός κακού μύρια έπονται» βρίσκεται αντιμέτωπη η Ιαπωνία. Η Standard & Poor’s επικαλούμενη το αυξημένο κόστος ανοικοδόμησης από τον σεισμό και το τσουνάμι, υποβάθμισε από «σταθερή» σε «αρνητική» την προοπτική εξυπηρέτησης του χρέους της, ανοίγοντας το δρόμο για υποβάθμιση και της πιστοληπτικής της ικανότητας από τη βαθμίδα ΑΑ- (την τέταρτη από την κορυφή του ΑΑΑ) στην οποία βρίσκεται.

Με την υποβάθμιση ανατροφοδοτείται ένας φαύλος κύκλος δυσκολιών για την Ιαπωνία, καθώς δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο η προσπάθεια επούλωσης των πληγών που άφησε πίσω της η θεομηνία. Επιπλέον, η ανακοινωθείσα σήμερα μεγάλη κάμψη των λιανικών πωλήσεων το Μάρτιο είναι ενδεικτική και άλλων οικονομικών παρενεργειών που επιδρούν πολλαπλασιαστικά στην κρίση.

Ο οίκος αξιολόγησης προχώρησε στην υποβάθμιση της προοπτικής εξυπηρέτησης του χρέους επειδή εκτιμά ότι το κόστος της ανοικοδόμησης, το οποίο υπολογίζει ότι θα φθάσει στα 50 τρισ. γεν (417 δισ. ευρώ), θα επιδεινώσει την ήδη δυσχερή δημοσιονομική κατάσταση της Ιαπωνίας.

Σημειωτέον ότι η Ιαπωνία είναι πρώτη στην παγκόσμια κατάταξη των υπερχρεωμένων κρατών του πλανήτη με δημόσιο χρέος που είχε φθάσει το 225,8% του ΑΕΠ το 2010 (η Ελλάδα με 142,8% είναι πέμπτη στη λίστα).
Η κυβέρνηση του Τόκιο αρχικώς είχε υπολογίσει το κόστος ανοικοδόμησης στα 25 τρισ. γεν, αλλά η S&P θεωρεί ότι εν τέλει θα είναι διπλάσιο. Κρατά μάλιστα μια επιφύλαξη για τις ανυπολόγιστες ακόμη οικονομικές συνέπειες της πυρηνικής κρίσης.

Η υποβάθμιση των προοπτικών οικονομικής σταθεροποίησης και ανάταξης μιας χώρας και βεβαίως η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητάς της συνιστά μιαν εξ ορισμού αρνητική εξέλιξη, ωστόσο, όπως αναφέρει το BBC, κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι μπορεί να αποβεί… ευλογία για την Ιαπωνία.

«Το δυσθεώρητο ύψος του δημοσίου χρέους της Ιαπωνίας ίσως αποτρέψει την κυβέρνηση από την έκδοση νέων ομολόγων,
από την προσφυγή της δηλαδή σε εξωτερικό δανεισμό, για να καλύψει το κόστος της ανοικοδόμησης. Ισως η κυβέρνηση αναγκαστεί να κάνει κάτι για να τονώσει τα δημόσια έσοδά της. Ισως δηλαδή αποφασίσει την αύξηση του φόρου κατανάλωσης, κάτι που θεωρώ θετικό για την ιαπωνική οικονομία», δήλωσε ο Τακούζι Οκούμπο της Societe Generale Securities.

Είναι βεβαίως αμφισβητούμενη η άποψη που εκφράζει ο ιάπωνας αναλυτής ότι μια αύξηση του ΦΠΑ, για παράδειγμα, θα απέβαινε οικονομικώς επωφελής. Κι αυτό διότι είναι γνωστή η μεγάλη διστακτικότητα των Ιαπώνων σε ό,τι αφορά την ιδιωτική κατανάλωση – η οικονομία της χώρας βρίσκεται ουσιαστικά σε ύφεση από το 1991, όταν είχε σκάσει η φούσκα των ακινήτων στη χώρα.

Τη δεκαετία του 1990, μάλιστα, οι ιαπωνικές κυβερνήσεις έδιναν απίστευτα κίνητρα για να τονώσουν την ιδιωτική κατανάλωση ακόμη και σε… ξένες χώρες, φθάνοντας στο σημείο να θεσμοθετούν εκπτώσεις από το φορολογητέο εισόδημα των αγορών συναλλάγματος για την πραγματοποίηση ταξιδιών στο εξωτερικό!

Οι προσπάθειες αυτές ελάχιστα απέφεραν, καθώς οι Ιάπωνες δεν πείθονταν να αγοράσουν καινούργιο σπίτι, ή να αλλάξουν το αυτοκίνητό τους και το ψυγείο τους, εφ’ όσον αυτά λειτουργούσαν σωστά. Ο σεισμός και οι συνεπαγόμενες καταστροφές έχουν δημιουργήσει βεβαίως κάποιες καταναλωτικές ανάγκες σε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους (θα πρέπει να αγοράσουν, ας πούμε καινούργιο αυτοκίνητο και ψυγείο ή και σπίτι αφού τα παλαιά τα παρέσυρε το τσουνάμι).

Ομως, δεν μπορεί ουδείς να ισχυριστεί ότι η θεομηνία άνοιξε την όρεξη των Ιαπώνων για κατανάλωση.
Τουναντίον, όπως ανακοίνωσε σήμερα η ιαπωνική κυβέρνηση, το Μάρτιο οι λιανικές πωλήσεις στην Ιαπωνία μειώθηκαν κατά 8,5% συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2010.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε ποσοστό πτώση της κατανάλωσης που καταγράφεται τα τελευταία 13 χρόνια, από την εποχή δηλαδή της ασιατικής κρίσης. Η ίδια η κυβέρνηση του Τόκιο, άλλωστε, λίγο μετά την καταστροφή έσπευσε να αναθεωρήσει επί το μετριοπαθέστερον τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη με το αιτιολογικό της αναμενόμενης κάμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα.

«Η μεγάλη πτώση στις λιανικές πωλήσεις ήταν αναπόφευκτη καθώς ο σεισμός είχε ως αποτέλεσμα να αναβάλουν οι πολίτες την αγορά πολυτελών αγαθών και ηλεκτρονικών συσκευών ευρείας κατανάλωσης»
, δήλωσε ο Γιοσιμάσα Μαρουγιάμα του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Itochu. Μάλλον η θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής», που υποστηρίζει ο αναλυτής της Societe Generale Securities δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.