Η αναμόρφωση των τεκμηρίων, για τα οποία λίγο πριν από τον ανασχηματισμό είχε γίνει πολύς λόγος, αποτελεί ένα από τα μέτρα που θα προωθηθούν αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, διότι με τη μεθοδολογία αυτή συλλαμβάνονται σχετικά εύκολα εισοδήματα που διαφεύγουν της φορολογίας.

Ο φορολογικός νομοθέτης παρέχει ωστόσο στους φορολογουμένους τη δυνατότητα να δικαιολογήσουν τα τεκμήρια με ποικίλους τρόπους. Στη διάταξη του άρθρου 19 του ΚΦΕ ορίζεται ότι ο οικονομικός έφορος οφείλει κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από τον φορολογούμενο και του εισοδήματος που αυτός προσδιόρισε τεκμαρτώς, να λάβει υπόψη του τα χρηματικά ποσά που ο φορολογούμενος έχει γράψει στη φορολογική του δήλωση, με τα οποία η διαφορά καλύπτεται ή περιορίζεται. Ο φορολογικός νόμος στην πιο πάνω διάταξη απαριθμεί ενδεικτικώς τα χρηματικά ποσά τα οποία ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί για τη δικαιολόγηση των τεκμηρίων.

Η πιο εύκολη δυνατότητα δικαιολόγησης των τεκμηρίων διαβίωσης ή κτήσης περιουσιακών στοιχείων προσφέρεται με την επίκληση από τον φορολογούμενο ανάλωσης κεφαλαίου που σχηματίστηκε τα προηγούμενα έτη. Μπορεί δηλαδή ο φορολογούμενος να δικαιολογήσει τη διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που προσδιορίστηκε τεκμαρτώς και του εισοδήματος που δήλωσε, ισχυριζόμενος ότι τα προηγούμενα έτη του περίσσεψε ποσό χρημάτων το οποίο φορολογήθηκε ή νόμιμα απαλλάχθηκε από τον φόρο και το οποίο ξόδεψε το έτος της φορολογίας για να καλύψει αυτή τη διαφορά. Ο προσδιορισμός του κεφαλαίου
Το ζήτημα είναι πώς προσδιορίζεται το χρηματικό κεφάλαιο που σχηματίστηκε τα προηγούμενα έτη, δηλαδή πώς σχηματίστηκε το χρηματικό περίσσευμα το οποίο ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη διαφορά μεταξύ του τεκμαρτώς προσδιορισθέντος εισοδήματος και του εισοδήματος που αυτός δήλωσε. Ο φορολογικός νομοθέτης έχει ορίσει ειδική διαδικασία προσδιορισμού του κεφαλαίου αυτού, η οποία ισχύει από το οικονομικό έτος 1992. Αν ο φορολογούμενος επικαλεστεί κεφάλαιο που σχηματίστηκε πριν από το έτος αυτό, γεγονός που ο νόμος επιτρέπει, τότε θα χρησιμοποιηθεί άλλη μεθοδολογία προσδιορισμού του πιο πάνω κεφαλαίου.

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ισχύει από το 1992 για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου που σχηματίστηκε κάθε προηγούμενο έτος, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά εισοδήματα που δηλώθηκαν και φορολογήθηκαν. Ακόμη λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα που δηλώθηκαν και τα οποία φορολογούνται με ειδικό τρόπο, π.χ. οι τόκοι, καθώς και τα εισοδήματα που δηλώθηκαν και απαλλάσσονται του φόρο, π.χ. κέρδη αμοιβαίων κεφαλαίων.

Στα πιο πάνω εισοδήματα προστίθενται τα χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα, τα χρηματικά ποσά που προέρχονται από διάθεση (πώληση) περιουσιακών στοιχείων, η εισαγωγή συναλλάγματος που δεν είναι υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδος, δάνεια που έχουν ληφθεί, δωρεές ή γονικές παροχές χρημάτων, καθώς και οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό που έχει αποδεδειγμένα εισπραχθεί από τον φορολογούμενο. Προϋπόθεση για να ληφθούν αθροιστικά υπόψη τα πιο πάνω χρηματικά ποσά είναι να έχουν δηλωθεί από τον φορολογούμενο. Ο φορολογούμενος να τα έχει γράψει σε φορολογική του δήλωση. Από το άθροισμα των πιο πάνω χρηματικών ποσών, εισοδημάτων και εσόδων αφαιρούνται οι τεκμαρτές δαπάνες διαβίωσης, π.χ. το τεκμαρτό μίσθωμα κύριας κατοικίας πάνω από 200 τ.μ. κτλ., καθώς και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, π.χ. η δαπάνη για αγορά ΙΧ επιβατικού αυτοκινήτου κτλ. Σύμφωνα με τον νόμο, αν δεν υπάρχουν τεκμαρτές δαπάνες ή αν το ποσό τους είναι μικρότερο από 2.900 ευρώ, το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί αντί αυτών προσδιορίζεται με βάση την κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του φορολογουμένου, χωρίς να μπορεί αυτό το ποσό να είναι μικρότερο από 2.900 ευρώ.

Η διαφορά που προκύπτει, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν, αποτελεί το χρηματικό κεφάλαιο που σχηματίστηκε κάθε προηγούμενο του έτους της φορολογίας έτος, το οποίο ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί ως ανάλωση για να δικαιολογήσει οποιοδήποτε τεκμήριο.

Η υστερόβουλη ρύθμιση
Από 1ης Ιανουαρίου 2004 ως τεκμήριο αυτοκινήτου λαμβάνεται υπόψη η τεκμαρτή δαπάνη των ΙΧ επιβατικών αυτοκινήτων των οποίων η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του έτους πρώτης κυκλοφορίας, μειωμένη λόγω παλαιότητας κατά τα ποσοστά της κλίμακας της παρ.

1 του άρθρου 126 του Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 2960/2001), υπερβαίνει το ποσό των 50.000

ευρώ. Ετσι, για παράδειγμα, η τεκμαρτή δαπάνη ενός επιβατικού αυτοκινήτου 17 φορολογήσιμων ίππων, η οποία ανέρχεται σε 41.800 ευρώ κατά τα πέντε πρώτα έτη κυκλοφορίας του, δεν λαμβάνεται υπόψη ως τεκμήριο αν η εργοστασιακή τιμολογιακή αξία του αυτοκινήτου είναι κατώτερη των 50.000

ευρώ. Το ίδιο ισχύει για όλα τα ΙΧ επιβατικά αυτοκίνητα.

Εφόσον, κατά συνέπεια, η τεκμαρτή δαπάνη των ΙΧ επιβατικών αυτοκινήτων δεν αποτελεί τεκμήριο διαβίωσης, αυτή η δαπάνη θα έπρεπε να μη λαμβάνεται υπόψη αφαιρετικά για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου που σχηματίστηκε τα προηγούμενα έτη. Αυτό ίσχυσε για ένα έτος, το 2004.

Από την 1.1.2005 με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4 του Ν. 3296/2004 ορίστηκε ότι οι τεκμαρτές δαπάνες υπολογίζονται αφαιρετικά για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου προηγουμένων ετών, ανεξάρτητα αν οι δαπάνες αυτές αποτελούν τεκμήριο ή όχι. Απερίγραπτη νομοθετική πονηριά με σκοπό να απαξιωθεί η δυνατότητα των φορολογουμένων να δικαιολογούν τον τεκμαρτό προσδιορισμό. Ενα απλό παράδειγμα
ΑΣ ΔΟΥΜΕ με ένα απλό παράδειγμα πώς δικαιολογούνται τα τεκμήρια με επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου που σχηματίστηκε τα προηγούμενα έτη και ποια επίπτωση έχει η πιο πάνω ρύθμιση στον υπολογισμό του κεφαλαίου αυτού. Εστω ότι φορολογούμενος απέκτησε το 2008 εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 40.000 ευρώ. Το ίδιο έτος αγόρασε αγροτεμάχιο αξίας 60.000 ευρώ. Ο φορολογούμενος είναι κύριος ενός επιβατικού αυτοκινήτου 14 φορολογήσιμων ίππων, το οποίο αγόρασε το 2005, τεκμαρτής δαπάνης 20.500 ευρώ. Ο φορολογούμενος το οικονομικό έτος 2009 θα υπαχθεί στο τεκμήριο κτήσης περιουσιακών στοιχείων. Θα φορολογηθεί δηλαδή για εισόδημα 60.000 ευρώ με την κλίμακα (β), δηλαδή ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, εκτός αν δικαιολογήσει τη διαφορά των 20.000 ευρώ.

Το 2007 ο πιο πάνω φορολογούμενος δήλωσε εισόδημα από μισθούς 38.000 ευρώ και τόκους καταθέσεων 12.000 ευρώ. Μπορεί κατά συνέπεια ο φορολογούμενος να δικαιολογήσει την πιο πάνω διαφορά επικαλούμενος ανάλωση κεφαλαίου που σχηματίστηκε το 2007, το οποίο ανέρχεται σε: (38.000 + 12.000)20.500 = 29.500 ευρώ, ποσό με το οποίο καλύπτεται πλήρως η διαφορά των 20.000 ευρώ.

Η τεκμαρτή δαπάνη των 20.500

ευρώ, ενώ δεν αποτελεί για τον φορολογούμενο τεκμήριο δαπάνης διαβίωσης, λειτουργεί αφαιρετικά για τον προσδιορισμό του κεφαλαίου των προηγουμένων ετών. Αν αυτή η πλασματική δαπάνη ήταν μεγαλύτερη, ο φορολογούμενος δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον τεκμαρτό προσδιορισμό του εισοδήματός του, παρά το γεγονός ότι διαθέτει ικανοποιητικό εισόδημα. Δεν είναι παράλογο αυτό;