Η κυβέρνηση της ΝΔ, αμήχανη μπροστά στην εξαγγελία του Προγράμματος του ΠαΣοΚ, αντέδρασε όχι με αντιπαράθεση των δικών της προτάσεων, αλλά με την αλαζονική απαξίωση της δυνατότητας να βρεθούν επαρκείς πόροι για την χρηματοδότηση του νέου κοινωνικού κράτους, των νέων παραγωγικών υποδομών της χώρας και των νέων δράσεων στην έρευνα και τη δημόσια εκπαίδευση.

Με την αντίδρασή της αυτή δεν φανέρωσε μόνο το πολιτικό «στρίμωγμα» που υπέστη από το Πρόγραμμα, αλλά βρέθηκε διπλά εκτεθειμένη: Πρώτον από τη δική της αδυναμία να βρει τα 10 δισ. ευρώ που έταζε προεκλογικά επικαλούμενη ανύπαρκτες διεθνείς μελέτες και, δεύτερον από την ανικανότητά της τα τρία τελευταία χρόνια να συλλέξει στα κρατικά ταμεία τους έμμεσους φόρους που πληρώνουν μεν οι καταναλωτές αλλά δυστυχώς πηγαίνουν στις τσέπες επιτηδείων και ευνοουμένων.

Τρεις είναι οι κυριότερες από αυτές τις πηγές, οι οποίες μπορούν να φέρουν στα Ταμεία του Κράτους πάνω από 8 δισ. ευρώ επιπλέον της αναμενόμενης ροής των εσόδων του προϋπολογισμού, όπως αυτός εκτελείται σήμερα:

1. Πρώτη μεγάλη πηγή, είναι η αποκατάσταση της ικανότητας είσπραξης των καταβαλλόμενων έμμεσων φόρων, τουλάχιστον στο επίπεδο του 2003, πριν δηλαδή υπονομευθεί από την κομματική διάβρωση και αδιαφορία της ΝΔ. Μέχρι το 2003 υπήρχε για πολλά χρόνια μία σχετική σταθερότητα στους συλλεγόμενους έμμεσους φόρους, που βρισκόταν κοντά στο 15% του εθνικού εισοδήματος. Μοναδική εξαίρεση ήταν το 1989, όταν τα έσοδα έμμεσων φόρων μειώθηκαν δραματικά στο 12,8% του ΑΕΠ μέσα στο κλίμα διάλυσης και ακυβερνησίας που ακολούθησε τις εκλογές του 1989. Το 2004 τα έσοδα από έμμεσους φόρους μειώθηκαν στο 13,7% του ΑΕΠ από το 14,9% που είχαν φθάσει το 2003. Επειδή οι συντελεστές έμμεσης φορολογίας δεν είχαν μεταβληθεί, θα έπρεπε το μερίδιο των αντίστοιχων εσόδων να είχε παραμείνει στα ίδια επίπεδα, αν βέβαια επικρατούσε η ίδια αποτελεσματικότητα στην φορολογική διοίκηση. Η κατάρρευση ήταν ωστόσο ακόμα μεγαλύτερη το 2005, όταν οι έμμεσοι φόροι έφτασαν μόλις στο 13,1% του ΑΕΠ, επαναλαμβάνοντας το φορολογικό κραχ του 1989. Από τον Απρίλιο του 2005 ο ΦΠΑ που πληρώνει ο καταναλωτής αυξήθηκε κατά μία μονάδα και επίσης μπήκαν υψηλότεροι ειδικοί φόροι στο πετρέλαιο, τσιγάρα, κινητά, κλπ. Εάν ο μηχανισμός είσπραξης λειτουργούσε αποτελεσματικά, θα έπρεπε να προσαυξηθούν τα έσοδα έμμεσων φόρων περίπου κατά 1,2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Ομως σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι εισπράξεις το 2007 θα είναι μόλις το 13,8% του ΑΕΠ, αντί για το 16,1% που θα έπρεπε να ήταν!

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με την επαναφορά μιας καλύτερης διοίκησης, το κράτος θα μπορεί να έχει κάθε χρόνο στα ταμεία του επιπλέον 2,3% του ΑΕΠ, το οποίο σήμερα «εξαφανίζεται».

2. Δεύτερη σημαντική πηγή εξοικονόμησης πόρων θα είναι η σταδιακή αποκλιμάκωση των εξοπλιστικών δαπανών που κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια βρίσκονται στο 3,1% του ΑΕΠ, όταν στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 15 ο μέσος όρος δεν ξεπερνά το 1,7%. Η σύγκλιση των εξοπλισμών προς το ευρωπαϊκό επίπεδο δεν θα είναι βέβαια μία επιπόλαιη κίνηση ματαίωσης των αναγκών εφοδιασμού των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά το αποτέλεσμα μίας συστηματικής πολιτικής με δύο άξονες: Πρώτον, την ανακατανομή όσων αμυντικών βαρών της χώρας μας πηγάζουν από την ανάγκη φύλαξης των χερσαίων συνόρων με μη-μέλη της Ενωσης για λογαριασμό ολόκληρης της ζώνης Σένγκεν.

Δεύτερον, με την αποκλιμάκωση των εξοπλισμών που σχετίζονται αμιγώς με την ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και αυτό προϋποθέτει αμοιβαιότητα, αξιοπιστία και διεθνείς εγγυήσεις. Οι εξοπλιστικές δαπάνες μπορούν σταδιακά να συμπιεστούν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και να αποφέρουν 1,4% του ΑΕΠ ετησίως.

3. Τρίτη πηγή νέων εσόδων θα είναι η φορολόγηση του νέου πλούτου με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ακόμη και με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, η φορολογία του «ουρανοκατέβατου» πλούτου μπορεί να αποδώσει τουλάχιστον 600 εκατ. ευρώ, δηλαδή άλλο ένα 0,3% του ΑΕΠ ετησίως.

Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, πρώην υπουργός.