Εν μέσω της ανάφλεξης στον Καύκασο η Ρωσία απέστειλε επικυρωμένη τη συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου South Stream, η οποία κατόπιν εγκρίθηκε από την αρμόδια επιτροπή της ελληνικής Βουλής. Αφού πρώτα υπογραμμίσουμε ότι η Ελλάδα δεν εξελίσσεται σε παγκόσμιο ενεργειακό κόμβο αλλά σε έναν σημαντικό περιφερειακό, ας εξετάσουμε ορισμένα προβληματικά σημεία του εν λόγω project που δεν είναι ευρέως γνωστά. Δεδομένου του ότι βρισκόμαστε σε πρώιμο στάδιο, δεν έχουν καθοριστεί ακόμη σημαντικά για την υλοποίησή του ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποια δεδομένα, κίνδυνοι αλλά και προοπτικές που η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραγνωρίσει.


Ανεξάρτητα από την πρόθεση της Ρωσίας να προχωρήσει με τον αγωγό νοτίου ρεύματος ώστε να αποκτήσει διαπραγματευτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλα κράτη διέλευσης όπως η Ουκρανία, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι το εν λόγω σχέδιο θα αποδειχθεί, κατόπιν των οικονομικοτεχνικών μελετών, βιώσιμο σε όλο το εύρος του, πολύ περισσότερο εμπορικά ελκυστικό, αφού πρόκειται για ένα έργο μεγάλου κόστους και αντίστοιχου ρίσκου.


Η Ρωσία μπορεί να είναι με διαφορά η πρώτη παραγωγός φυσικού αερίου παγκοσμίως, εν τούτοις, σύμφωνα με προβλέψεις, αν τα αμέσως προσεχή χρόνια δεν προσελκύσει νέες επενδύσεις – η πρόσφατη κρίση στον Καύκασο, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, θα έχει ως συνέπεια την αναστολή επενδύσεων, κυρίως από πλευράς δυτικών εταιρειών – που θα διευκολύνουν την εξεύρεση νέων πεδίων, τότε σταδιακά οι παραγωγικές δυνατότητές της θα μειωθούν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η Μόσχα προκειμένου να «γεμίσει» όλα τα φιλόδοξα projects που προωθεί αφενός σπεύδει να εξασφαλίσει επιπλέον ποσότητες κυρίως από το Τουρκμενιστάν και αφετέρου αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τις τιμές για την εγχώρια αγορά με προφανή στόχο να περιοριστεί η εγχώρια κατανάλωση.


Επιπλέον προβληματισμό για τον South Stream προκαλεί το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το Κρεμλίνο κινείται περισσότερο προς την κατεύθυνση αποκόμισης γεωπολιτικών κερδών χωρίς να συνυπολογίζει το οικονομικό κόστος. Μάλιστα εκφράζονται φόβοι ακόμη και για διπλασιασμό του κόστους κατασκευής (από 10 σε 20 δισ. δολάρια) λόγω καθυστερήσεων και αυξημένων τιμών προϊόντων όπως ο χάλυβας. Πάντως, και μόνο το γεγονός ότι η Ρωσία αποφάσισε, αντίθετα με τους αρχικούς σχεδιασμούς της, να εντάξει το Βελιγράδι στη βόρεια διακλάδωση προβαίνοντας σε μια παράκαμψη της διαδρομής καταδεικνύει την πολιτική διάσταση του project του νοτίου ρεύματος. Σχετικά με τη δική μας συμμετοχή στον South Stream, δεν έχει γνωστοποιηθεί στην παρούσα φάση αν ο αγωγός που θα διέρχεται από ελληνικό έδαφος θα κινείται παράλληλα με την Εγνατία οδό ή απλώς θα συμπεριλαμβάνει ένα μόνο μικρό κομμάτι της Κομοτηνής.


Η διασφάλιση των απαραίτητων ποσοτήτων για την ενεργειακή επάρκεια της χώρας, αποφεύγοντας παράλληλα την εξάρτηση σε απόλυτα νούμερα από έναν και μόνο προμηθευτή, θα πρέπει να αποτελεί κύριο γνώμονα της ενεργειακής πολιτικής της Ελλάδας. Η λογική ότι προμηθευόμαστε (υγροποιημένο) φυσικό αέριο από την Αλγερία και συνεπώς δεν εξαρτόμαστε από τους Ρώσους είναι αίολη όταν το 78% του αερίου που καταναλώνουμε είναι ρωσικό. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που το εν λόγω προϊόν θα καταναλώνεται από ολοένα και περισσότερα ελληνικά νοικοκυριά τα επόμενα χρόνια – μέσω του South Stream – πολλαπλασιάζοντας και την εξάρτηση της χώρας μας. Απαραίτητη προϋπόθεση για να μη λάβει αυτό το σενάριο σάρκα και οστά είναι η ανάπτυξη μέσα στα επόμενα χρόνια των εισαγωγών και από άλλες πηγές, μεταξύ αυτών και το Αζερμπαϊτζάν (μέσω του τουρκοελληνοϊταλικού αγωγού) αλλά και από αλλού. Θα ήταν χρήσιμο να αναζητήσουμε πηγές προμήθειας από χώρες όπως το Κατάρ, η Αλγερία, η Αίγυπτος, η Λιβύη, το Ιράκ και η Νιγηρία ώστε να συνεισφέρουν στην ενεργειακή διαφοροποίηση της ούτως ή άλλως μικρής ελληνικής αγοράς.


Ο δρ Κ. Φίλης είναι επικεφαλής του ΚΕΡΕ στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων.