Αν πιστέψουμε τις επίσημες στατιστικές, ο πληθωρισμός στη χώρα μας κινείται στο 4,9%. Ακούγονται και εκτιμήσεις ότι ο πληθωρισμός υπερβαίνει το 7%. Πιστεύω ότι η ΕΣΥΕ έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να βρίσκεται κοντά στον πραγματικό ρυθμό πληθωρισμού απ’ ό,τι οι διάφοροι ερασιτέχνες.


Γενικά, ο ρυθμός πληθωρισμού μεταξύ 4% και 5% δεν είναι υψηλός, κυρίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου επί 25 χρόνια, από το 1973 ως το 1998, οι τιμές αυξάνονταν κατά μέσο όρο πάνω από 15%. Η παρατηρούμενη, μικρή ή μεγάλη, λαϊκή δυσαρέσκεια δεν οφείλεται στον υψηλό πληθωρισμό αλλά στο ότι οι ονομαστικές αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων είναι χαμηλότερες του ρυθμού πληθωρισμού, με αποτέλεσμα το πραγματικό εισόδημα μεγάλων ομάδων του πληθυσμού να μειώνεται. Ταυτόχρονα, η αύξηση των επιτοκίων που πάντα συνοδεύει την αύξηση του πληθωρισμού επιβαρύνει σημαντικά τη θέση των δανειζομένων.


Σε μεγάλο βαθμό ο πληθωρισμός είναι εισαγόμενος. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες προϊόντων των οποίων οι αυξήσεις τιμών ενσωματώνονται στο κόστος παραγωγής μεγάλου αριθμού άλλων προϊόντων και αποτελούν το έναυσμα του πληθωρισμού κόστους: το πετρέλαιο, τα μέταλλα και τα βασικά τρόφιμα (ρύζι, σιτάρι, σόγια, καλαμπόκι). Η αύξηση των τιμών αυτών συνδέεται με την ανάπτυξη των οικονομιών της Κίνας και της Ινδίας, των οποίων ο πληθυσμός υπερβαίνει τα 2,5 δισεκατομμύρια, δηλαδή περίπου το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οσο οι οικονομίες αυτές, όπως βέβαια και άλλες, αναπτύσσονται τόσο θα αυξάνεται η πίεση επί των τιμών των ανωτέρω προϊόντων και λόγω της χρήσης τους ως εισροών στην παραγωγική διαδικασία αλλά και λόγω της ζήτησής τους.


Η ανωτέρω κατάσταση έχει σημαντικές επιπτώσεις. Πρώτον, είναι σαφές ότι ο πληθωρισμός αυτός δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με εθνική πολιτική. Αν επιβληθούν έλεγχοι τιμών, όπως έχει προταθεί από ορισμένους, το αποτέλεσμα θα είναι στρεβλώσεις στην αγορά, ενίσχυση της διαφθοράς και μαύρη αγορά. Αν μειωθεί ο φόρος προστιθέμενης αξίας, το αποτέλεσμα θα είναι μόνο προσωρινό ενώ ταυτόχρονα θα χειροτερεύσουν τα οικονομικά του κράτους. Δεύτερον, ο πληθωρισμός αυτός θα έχει χαρακτηριστικά μονίμου φαινομένου. Οσο υπάρχει στενότης στην παγκόσμια αγορά ενέργειας και τροφίμων, οι πληθωριστικές τάσεις δεν πρόκειται να υποχωρήσουν. Τρίτον, ο πληθωρισμός που τώρα αρχίζει να εντείνεται μπορεί να είναι ένα από τα πρώτα μηνύματα των επερχόμενων αλλαγών, ότι δηλαδή η παγκοσμιοποίηση μπορεί να ευνοεί την οικονομική ανάπτυξη γενικώς, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να επιφέρει σημαντικές αλλαγές, θετικές και αρνητικές, σε διάφορες χώρες και περιοχές.


Βέβαια, ένα μέρος της αύξησης των τιμών οφείλεται σε εγχώριους παράγοντες. Εχει διατυπωθεί από πολλές πλευρές ότι είναι ανάγκη να απελευθερωθούν οι αγορές εργασίας των κλειστών επαγγελμάτων. Πράγματι, αυτό είναι αναγκαίο, αλλά δεν είναι γνωστό αν η ευεργετική επίδραση θα είναι μεγάλη. Επίσης, έχει διατυπωθεί η ανάγκη ελέγχου των εμπορικών κυκλωμάτων κυρίως στον αγροτικό τομέα, τα οποία μπαίνουν ως σφήνα μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών αγοράζοντας φθηνά από τους παραγωγούς και πουλώντας ακριβά στους καταναλωτές. Η ανάγκη ελέγχου αυτών των εκμεταλλευτικών εμπορικών κυκλωμάτων είναι μεγάλη και αν επιτευχθεί ο έλεγχος τα αποτελέσματα θα είναι σημαντικά και ευεργετικά για όλους, πλην φυσικά εκείνων που τώρα εκμεταλλεύονται την υπάρχουσα κατάσταση. Εχει ακόμη διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι ορισμένες αγορές προϊόντων, όπως π.χ. του γάλακτος, ελέγχονται από άτυπα καρτέλ.


Για την επίλυση αυτών των προβλημάτων η κυβέρνηση μπορεί να λάβει μέτρα που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα είναι θετικά για το κοινωνικό σύνολο. Εν τούτοις, όσον αφορά το πρόβλημα του πληθωρισμού που τώρα αρχίζει να γίνεται σοβαρό, το αποτέλεσμα θα είναι μόνο προσωρινό.


Φαίνεται ότι ζούμε μια νέα περίοδο ενεργειακής κρίσης που μάλλον θα διαφέρει από τις προηγούμενες του 1972 και του 1974. Πιθανόν να είναι μεγαλύτερης διάρκειας και δυσκολότερη στην αντιμετώπισή της.


Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.