Στα διεθνή Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων μπορεί τον πρώτο λόγο στην «κούρσα» των ανατιμήσεων να τον έχουν τα δημητριακά, αλλά τα όσπρια ακολουθούν «από κοντά». Οι τρομακτικές ανατιμήσεις που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια του 2007 ήταν εξαιρετικά δύσκολο να «περάσουν» στην κατανάλωση, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Ενα μέρος τους απορροφήθηκε από τις εισαγωγικές εταιρείες, σε βάρος φυσικά των οικονομικών τους αποτελεσμάτων. Οι εταιρείες Πιστιόλας ΑΕ και 3Alfa ΑΕ είναι αυτές που κυριαρχούν στην ελληνική αγορά επωνύμων οσπρίων και ρυζιού. Και οι δύο στη διάρκεια του 2007 παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων αλλά μείωση κερδών και, σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, η μείωση της κερδοφορίας τους θα συνεχιστεί και εφέτος. Βασική αιτία είναι οι τρομακτικές ανατιμήσεις, στη διεθνή αγορά, των πρώτων υλών των προϊόντων που επεξεργάζονται και τυποποιούν – είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το 2006 η διεθνής τιμή του μέτριου μεγέθους φασολιού ήταν 700-750 δολάρια ο τόνος και πέρυσι ανήλθε στα 1.200 δολάρια ο τόνος. Οι ανατιμήσεις των επωνύμων οσπρίων πέρυσι κυμάνθηκαν από 7,69% ως και 17,7% – η υψηλότερη τιμή αφορά τα φασόλια γίγαντες και η χαμηλότερη τις φακές. Είναι προφανές ότι ένα μέρος των ανατιμήσεων της διεθνούς αγοράς απορρόφησαν οι ίδιες οι εισαγωγικές και τυποποιητικές επιχειρήσεις και γι’ αυτό παρουσίασαν μείωση της κερδοφορίας τους. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση οσπρίων αυξάνεται στην ελληνική αγορά με ρυθμό 6%-7% ετησίως, ως αποτέλεσμα της γενικότερης στροφής που παρατηρείται για μια πιο υγιεινή διατροφή. Αν οι διεθνείς τιμές των οσπρίων συνεχίσουν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό θα φανεί μετά τον Ιούνιο (και ως τον Σεπτέμβριο), οπότε θα γίνει η συγκομιδή της νέας εσοδείας. Από την άλλη πλευρά η τιμή του αναποφλοίωτου ρυζιού πέρυσι στην Ελλάδα ήταν 0,23 ευρώ το κιλό και εφέτος έχει ανέλθει σε 0,40 ευρώ το κιλό. Και η διαφορά δεν θα αργήσει να φανεί στην κατανάλωση…


3alfa Επώνυμη τυποποίηση Ο κ. Ν. Καραγεωργίου, πρόεδρος της 3alfa


Ο κ. Ν. Καραγεωργίου είναι πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ) – προσφάτως εξελέγη σε αυτή τη θέση για δεύτερη φορά. Ο ίδιος θεωρεί ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα τιμητική θέση, όχι μόνο γιατί στον ΕΣΒΕΠ ανήκει το σύνολο των επιχειρήσεων που παράγουν, εισάγουν και διακινούν το σύνολο των επωνύμων καταναλωτικών προϊόντων που κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά, αλλά και γιατί κατόρθωσε – μαζί με τον αδελφό του κ. Ευάγγ. Καραγεωργίου – να καταστήσει «επώνυμα» τα όσπρια και το ρύζι που τυποποιεί με το εμπορικό σήμα «3alfa».


Οταν το 1980 οι δύο πειραιώτες επιχειρηματίες είχαν αποτολμήσει να διαφημίσουν τα προϊόντα τους, δεν ήταν λίγοι οι συνάδελφοί τους που σάρκασαν την επιλογή τους. Οπως και μία δεκαετία νωρίτερα, μεσούσης της δικτατορίας, όταν αίφνης ορισμένοι, όπως λέει ο κ. Ν. Καραγεωργίου, «ξεκίνησαν μία βιομηχανία μηνύσεων σε βάρος μας γιατί θεώρησαν πως ο τίτλος της εταιρείας και το εμπορικό μας σήμα παραπλανούσαν τους καταναλωτές. Δεχθήκαμε περισσότερες από 300 μηνύσεις, σε ορισμένες μάλιστα από αυτές δεν κατορθώσαμε να πείσουμε τους δικαστές και έτσι καταδικαστήκαμε. Αλλά δεν το βάλαμε κάτω. Περάσαμε «διά πυρός και σιδήρου» και κατορθώσαμε να επιβιώσουμε».


Σήμερα ενώ βιώνουν – σίγουρα με όχι ευχάριστο τρόπο – τις αναταράξεις της διεθνούς αγοράς των οσπρίων, μαζί με αυτές και των δημητριακών – οι διεθνείς τιμές έχουν απογειωθεί -, δέχονται πιέσεις από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης για συγκράτηση των τιμών, όταν την ίδια στιγμή η τιμή της πρώτης ύλης εξαρτάται από τη συμπεριφορά των κερδοσκοπικών funds που δραστηριοποιούνται στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Πόσο μάλλον που οι κύριες εξαγωγικές χώρες οσπρίων είναι οι ΗΠΑ και ο Καναδάς – οι ΗΠΑ πρωταγωνιστούν στην ανάπτυξη των βιοκαυσίμων.


Η 3alfa δημιουργήθηκε το 1968 ως ομόρρυθμος εταιρεία από τους αδελφούς Ευάγγελο και Νικόλαο Καραγεωργίου, στη Νίκαια του Πειραιά, με αντικείμενο την επεξεργασία και τυποποίηση οσπρίων και ρυζιού. Εκείνη την εποχή υπήρχαν δεκάδες εταιρείες παρόμοιας δραστηριότητας, αν και η χύμα πώληση αυτών των προϊόντων ήταν ακόμη ισχυρή. Τότε όμως ήταν η εποχή που άρχισαν να κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους, δίπλα στα παραδοσιακά μπακάλικα, τα λεγόμενα καταστήματα σελφ σέρβις, αλλά και τα πρώτα σουπερμάρκετ. Ετσι η τυποποίηση αυτών των προϊόντων ήταν σχεδόν αναγκαστική αν ήθελε μία εταιρεία να τα τοποθετήσει στα ράφια αυτών των καταστημάτων.


Η 3alfa το 1980 μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία και το 1981 εγκαθίσταται σε ιδιόκτητο εργοστάσιο 6.000 τ.μ. στην περιοχή του Ρουφ. Σήμερα οι εγκαταστάσεις της έχουν επεκταθεί σε 14.000 τ.μ. με υπερσύγχρονο εργοστάσιο και αυτόματες γραμμές παραγωγής και επεξεργασίας, απασχολώντας 120 μονίμους εργαζομένους και 40 ειδικούς συνεργάτες. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2003 ως και το 2006 επένδυσε 5,5 εκατ. ευρώ, ενώ ήδη υλοποιεί επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 10,5 εκατ. ευρώ ως το έτος 2010.


Οι πωλήσεις της πέρυσι ήταν 20,5 εκατ. ευρώ – το 60% προήλθε από την αγορά των οσπρίων (διακίνησε 9.000 τόνους) και το 40% από την αγορά του ρυζιού (διακίνησε 6.000 τόνους) -, αλλά τα κέρδη της μειώθηκαν κατά 40% και διαμορφώθηκαν σε 1,5 εκατ. ευρώ. Οπως λέει ο κ. Καραγεωργίου «εφέτος οι πωλήσεις μας θα αυξηθούν κατά 5%-6%, αλλά θα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη μείωση της κερδοφορίας μας».


Agrino Καθετοποίηση παραγωγής Ο κ. Κώστας Ν. Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Agrino


Ο τίτλος της εταιρείας Agrino δεν παραπέμπει μόνο στην περιοχή του Αγρινίου, απ’ όπου άρχισε τη δραστηριότητά της, αλλά και στο ρύζι με το οποίο έχει ταυτιστεί για διάστημα μεγαλύτερο των 50 χρόνων. Η επιχειρηματική ιστορία των αδελφών Πιστιόλα αν και τυπικά αρχίζει το 1955, όταν ξεκίνησε το εμπόριο ρυζιού, ουσιαστικά αρχίζει πριν από τον πόλεμο, όταν ο Κ. Πιστιόλας, παππούς των σημερινών ιδιοκτητών, άνοιξε στο Αγρίνιο κατάστημα «γενικού εμπορίου».


Στα μέσα όμως της δεκαετίας του 1950 τα τρία αδέλφια Ευστράτιος, Ευθύμιος και Γεώργιος Πιστιόλας δημιουργούν την αρχικώς ομόρρυθμη και εν συνεχεία ανώνυμη εταιρεία ΕΥΓΕ Πιστιόλας ΑΕ στο Αγρίνιο και αρχίζουν να ασχολούνται με το εμπόριο ρυζιού.


Στις περιοχές Νεοχωρίου και Κατοχής του Νομού Αιτωλοακαρνανίας υπήρχαν μεγάλοι ορυζώνες. Το 1962 τα τρία αδέλφια αποφασίζουν να καθετοποιήσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και προχωρούν στην αγορά των εγκαταστάσεων της εταιρείας Ελληνικοί Ορυζόμυλοι. Και έτσι εκτός από το εμπόριο ασχολούνται πλέον και με την επεξεργασία του ρυζιού.


Επτά χρόνια αργότερα, το 1969, προχωρούν στην τυποποίηση του προϊόντος δίνοντάς του την εμπορική ονομασία Agrino. Μάλιστα το συγκεκριμένο προϊόν συσκευάζεται στην πρωτοποριακή για την εποχή της χάρτινη σακούλα με το παραθυράκι – έτσι έγινε γνωστό στους έλληνες καταναλωτές.


Από το 1970 και μετά βελτιώνεται η ποικιλία του διακινούμενου ρυζιού, περιλαμβάνοντας όλες τις λευκές ελληνικές ποικιλίες, καθώς και το ρύζι parboiled, «αμερικανικού τύπου». Και από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 που η πώληση χύμα ρυζιού αρχίζει πλέον να περιορίζεται και τις προτιμήσεις των καταναλωτών να κερδίζει το τυποποιημένο προϊόν, η εταιρεία των αδελφών Πιστιόλα κατορθώνει να κερδίσει τη πρώτη θέση στην αγορά του τυποποιημένου ρυζιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι πλεονασματική στην παραγωγή ρυζιού. Ετησίως παράγονται περί τις 200.000 τόνοι ρυζιού, ενώ καταναλώνονται μόλις 120.000 τόνοι. Από το 1990 και μετά η εταιρεία αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα.


Ετσι το 1993 αρχίζει να δραστηριοποιείται στην αγορά των οσπρίων, μια αγορά «γειτονική» και μάλλον συμπληρωματική στο ρύζι, και λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας ολοκληρώνεται το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης, που θεωρείται από τα πιο σύγχρονα στον κλάδο της επεξεργασίας ρυζιού.


Παράλληλα συνεχίζει να βελτιώνει την γκάμα των προϊόντων της με ημιέτοιμα προϊόντα, τα αρωματικά ρύζια Basmati και το ιταλικό ρύζι Carnarolli. Από το 2005 η ευθύνη της εταιρείας ανήκει στη δεύτερη γενιά, στα έξι παιδιά των τριών ιδρυτών. Σήμερα η εταιρεία διαθέτει δύο εργοστάσια επεξεργασίας και τυποποίησης ρυζιού, τρία κέντρα διανομών και απασχολεί περίπου 200 εργαζομένους.


Στη διάρκεια του 2007 η εταιρεία Πιστιόλας ΑΕ αύξησε τις πωλήσεις της κατά 20% – διαμορφώθηκαν σε 21 εκατ. ευρώ περίπου και το 75% προήλθε από την τυποποίηση και πώληση ρυζιού ενώ το 25% από την αγορά των οσπρίων – αλλά τα κέρδη της μειώθηκαν στο 1,5 εκατ. ευρώ. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το 10% των πωλήσεων της εταιρείας προέρχεται από εξαγωγές ρυζιού.