Το ισοζύγιο πληρωμών είναι το μαλακό υπογάστριο των χωρών της ευρωζώνης. Αν και στο σύνολο της ευρωζώνης το ισοζύγιο είναι θετικό λόγω των γερμανικών εξαγωγών, στην Ελλάδα και στην Ισπανία το έλλειμμα γίνεται εκρηκτικό. Σε μία χώρα που βρίσκεται εκτός Νομισματικής Ενωσης η επικίνδυνη χειροτέρευση του ισοζυγίου πληρωμών αντιμετωπίζεται με δραστική υποτίμηση του νομίσματος, που συνοδεύεται συνήθως και από δημοσιονομική περιστολή μεγάλης έκτασης. Εκτός από τις περιπτώσεις κατάρρευσης των συναλλαγματικών καθεστώτων σε προβληματικές χώρες, το έντονα ελλειμματικό ισοζύγιο ήταν αυτό που προκάλεσε τη μεγάλη ανεργία επί Θάτσερ και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποκαθήλωση της προεδρίας Μπους τη δεκαετία του ’90 – ίσως μάλιστα συμβεί το ίδιο και εφέτος. Βέβαια μετά την ένταξη στην ΟΝΕ δεν υπάρχει τρόπος υποτίμησης και αυτό έχει οδηγήσει στο να αποκοιμηθεί η κοινή γνώμη πιστεύοντας ότι δεν χρειάζεται να αντιδράσουμε άμεσα στα εξωτερικά ελλείμματα. Αλλωστε η χώρα μας έχει εθιστεί με τα χρόνια ελλείμματα και ίσως κάποιοι θεωρούν ότι μπορούμε να περάσουμε άλλη μία γενιά χωρίς να τα θεραπεύσουμε.


Ισως τα πράγματα να ήταν έτσι αν δεν είχε επέλθει τα τελευταία τρία χρόνια πρωτοφανής διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Τα νούμερα είναι ιλιγγιώδη. Το έλλειμμα από 10 δισ. ευρώ, που αντιπροσώπευαν το 6,5% του ΑΕΠ το 2003, έφθασε σήμερα τα 30 δισ. ευρώ, δηλαδή το 14% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο η κατανάλωση των Ελλήνων μεγαλώνει θεαματικά περισσότερο από την αύξηση του εγχωρίου προϊόντος. Αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ.


Ποιοι είναι όμως οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη δραματική διόγκωση του ελλείμματος;


Είναι αλήθεια ότι σε μερικές περιπτώσεις το έλλειμμα μπορεί να προέρχεται από την εισαγωγή παραγωγικού εξοπλισμού όταν η οικονομία βρίσκεται σε περίοδο αλματώδους ανάπτυξης. Σήμερα όμως πέφτει και ο ρυθμός ανάπτυξης που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια από σχεδόν 5% το 2003 μόλις στο 3% εφέτος. Η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και η ταυτόχρονη διόγκωση του ελλείμματος συναλλαγών μάς προειδοποιούν για άσχημες ανατροπές στη δομή της οικονομίας.


Η κυριότερη αιτία της επιδείνωσης είναι η ακατάσχετη διεύρυνση της κατανάλωσης. Ανάμεσα στο 2003 και στο 2006 το έλλειμμα του ισοζυγίου άνοιξε κατά περίπου 20 δισ. ευρώ. Το ίδιο ακριβώς διάστημα η καταναλωτική πίστη – τα δάνεια, δηλαδή, που παίρνουν τα νοικοκυριά όχι για να επενδύσουν αλλά για να τα ξοδέψουν – αυξήθηκε σχεδόν ισόποσα κατά 18 δισ. ευρώ. Το διογκωμένο έλλειμμα στο ισοζύγιο αντικατοπτρίζει την υπερκατανάλωση και τη σπατάλη των τελευταίων χρόνων. Πέρα από την καταναλωτική πίστη, σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η αθρόα εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό, τα οποία όμως σπανίως προσανατολίζονται σε παραγωγικές επενδύσεις. Συνήθως το εισαγόμενο χρήμα οδηγεί σε εισαγόμενη κατανάλωση.


Οταν οι έλληνες καταναλωτές αγοράζουν όλο και περισσότερο ξένα προϊόντα παραμερίζοντας τα ελληνικά οδηγούν σε πίεση και αργότερα σε κλείσιμο πολλές ελληνικές επιχειρήσεις.


Τα ελληνικά νοικοκυριά που επιβαρύνονται σήμερα με καταναλωτικά δάνεια θα αναγκαστούν κάποια στιγμή στο μέλλον να τα αποπληρώσουν μειώνοντας το εισόδημά τους και αυτό θα έχει έντονες υφεσιακές επιπτώσεις στην οικονομία.


Αρκετές εγχώριες επιχειρήσεις αντιδρούν στην πίεση των εισαγομένων με αύξηση των τιμών στα προϊόντα τους για να επιβιώσουν. Πιεζόμενοι όμως με τη σειρά τους από την αδικαιολόγητη εγχώρια ακρίβεια πολλοί καταναλωτές στρέφονται ακόμη περισσότερο στις φθηνές εισαγωγές και έτσι το πρόβλημα των ελληνικών επιχειρήσεων επιδεινώνεται.


Παγιδευμένη στην προεκλογική αντίληψη του «αυτόματου πιλότου» για να μην υποστεί πολιτικό κόστος, η κυβέρνηση της ΝΔ ως τώρα δεν έχει σχεδιάσει κανένα σοβαρό διαρθρωτικό πρόγραμμα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη δημιουργία ισχυρών ελληνικών ομίλων σε κρίσιμους τομείς και τη βαθμιαία μεταστροφή της κατανάλωσης σε εγχώρια προϊόντα.


Η έκρηξη στο έλλειμμα του ισοζυγίου ίσως μας κάνει να βγούμε από τη χειμερία νάρκη των ψευδαισθήσεων ότι μετά την ΟΝΕ λύθηκαν αυτόματα όλα τα προβλήματα. Μια διπλή στρατηγική που επιδιώκει ταυτόχρονα και τη σύγκλιση των εισοδημάτων και την ανταγωνιστικότητα της χώρας παραμένει το κεντρικό ζήτημα της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Ούτε η κυβέρνηση μπορεί να το σκεπάζει με προχειρότητες ούτε η αντιπολίτευση να το ξεπερνά με ευχολόγια και συνθήματα.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομίας.