Με μια λιτή ανακοίνωση στο χρηματιστήριο του Μιλάνου μετά τη λήξη της διαπραγμάτευσης το απόγευμα της 8ης Φεβρουαρίου, η ΙΤ Holding, ιδιοκτήτρια του ιταλικού οίκου Gianfranco Ferré SpA, ενημέρωσε ότι η συνεργασία με τον σχεδιαστή Λαρς Νίλσον έληξε. «Η νέα δομή της σχεδιαστικής ομάδας του οίκου θα ανακοινωθεί αμέσως μετά την παρουσίαση της νέας συλλογής στις 18 Φεβρουαρίου» συμπλήρωνε η ανακοίνωση. Μόλις πέντε μήνες πέρασαν από τότε που ο οίκος Ferré έδωσε στον σουηδό σχεδιαστή τα «σκήπτρα» της καλλιτεχνικής διεύθυνσης έπειτα από τον ξαφνικό θάνατο του ιδρυτή του Τζιανφράνκο Φερέ, τον περασμένο Ιούνιο.


Το νέο ήταν το «τελειωτικό χτύπημα» στο ρεκόρ πτώσης της μετοχής της ΙΤ Holding, η οποία βρέθηκε στα 62,5 λεπτά. Αυτή είναι ίσως η χαμηλότερη τιμή της από το 1997, οπότε άρχισε η διαπραγμάτευσή της στο χρηματιστήριο του Μιλάνου. Μόνο το 2007 μάλιστα έχασε 41%, ρίχνοντας τη συνολική αξία τής ΙΤ Holding στα 155 εκατ. ευρώ.


Το αξιοσημείωτο είναι ότι η λύση της συνεργασίας του Νίλσον με τον Ferré ανακοινώθηκε λίγες ημέρες πριν από την παρουσίαση της γυναικείας συλλογής πρετ α πορτέ Φθινόπωρο – Χειμώνας 2008-9, ενώ η διοίκηση θα «ανοίξει τα χαρτιά» της για το μέλλον αύριο, εκμεταλλευόμενη την Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου όπου συμμετέχει η φίρμα.


* Πλούσια και ταραχώδης επαγγελματική πορεία


Με σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό του, αλλά και πολυτάραχη «επαγγελματική πείρα», ο ταλαντούχος αλλά «ασταθής» Λαρς Νίλσον έχει πλούσιο βιογραφικό. Γεννημένος στη Σουηδία το 1967 εγκατέλειψε την πατρίδα του σε ηλικία 18 ετών για να σπουδάσει υψηλή ραπτική στη σχολή Chambre Syndicale de la Couture στο Παρίσι. Η πρώτη πρακτική εξάσκησή του ήταν στον οίκο Chanel για να συνεχίσει στον Christian Lacroix, όπου και παρέμεινε εννέα χρόνια.


Το 1996 έκανε ένα σύντομο πέρασμα από τον οίκο Balmain λίγο προτού βρεθεί στο πλευρό του Τζον Γκαλιάνο, καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου Dior. Στη Νέα Υόρκη μετακομίζει το 1999 για να ενταχθεί στο δυναμικό του Ralph Lauren έχοντας αναλάβει την επιμέλεια της γυναικείας συλλογής. Ωστόσο δείχνει να προτιμά περισσότερο τα ρούχα του σχεδιαστή Μπιλ Μπλας και σύντομα τον ακολουθεί. Είναι εκείνος που αναλαμβάνει τα ηνία του ομώνυμου οίκου όταν ο Μπλας αποσύρεται το 2000 και μέσα σε 21 ημέρες καταφέρνει να ετοιμάσει την πρώτη συλλογή που σχεδιάζει αποκλειστικά.


Οι 27 δημιουργίες που παρουσιάζονται σε μια κλειστή επίδειξη στο ατελιέ του ιδρυτή και όχι στο Μπράιαντ Παρκ του Μεγάλου Μήλου γίνονται ανάρπαστες και ανακουφίζουν την πιστή πελατεία. Ωστόσο το 2003 και ύστερα από μία ακόμη επιτυχημένη παρουσίαση της συλλογής για το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, που βασίζεται στην αρχιτεκτονική της πόλης, απολύεται χωρίς προφανή λόγο μαζί με τους έξι συνεργάτες του από τον διευθύνοντα σύμβουλο του οίκου. Οταν επιστρέφει πια στην Ευρώπη επιλέγει να εγκατασταθεί τελικά στο Παρίσι και εκεί ανακοινώνει τη συνεργασία του με τον οίκο Nina Ricci όπου συνεχίζει ως το 2006.


* Η διαδοχή στον ιταλικό οίκο


Η συνεργασία του Νίλσον με τον οίκο Ferré ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2007, οπότε και ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του οίκου που ο Τζιανφράνκο Φερέ ίδρυσε το 1978. Ηταν ο πρώτος εξωτερικός σχεδιαστής που κλήθηκε για να «σχεδιάσει» την πορεία της φίρμας ύστερα από τον θάνατο του ιταλού δημιουργού. «Ο Λαρς Νίλσον είναι ένα ταλέντο παγκόσμιας εμβέλειας που έχει την ικανότητα να συνεχίσει την καλλιτεχνική πορεία που έκανε διαχρονικό το σήμα του Τζιανφράνκο Φερέ» δήλωνε τον Σεπτέμβριο ο Τονίνο Πέρνα, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΙΤ Holding. Ο Σουηδός ανέλαβε συνολικά την ευθύνη της επιμέλειας της ανδρικής και της γυναικείας συλλογής, αλλά και των αξεσουάρ. Το ντεμπούτο του στην πασαρέλα είχε προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2008, οπότε και θα παρουσίαζε τις συλλογές για τα δύο φύλα της σεζόν Φθινόπωρο – Χειμώνας 2008-2009.


Για μία ακόμη φορά στην επαγγελματική διαδρομή του Σουηδού, η ΙΤ Holding δεν αναφέρει τους λόγους για την αποχώρηση του Νίλσον. Παρ’ όλα αυτά στο Μιλάνο φημολογείται ότι δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες που θα καλλιεργούσαν μια καλή συνεργασία, οδηγώντας σε μια κοινή απόφαση για τη διακοπή της. Οι φήμες «φωτογραφίζουν» τον σχεδιαστή και τη διευθύνουσα σύμβουλο της φίρμας Μικέλα Πίβα. Οι δυο τους άλλωστε έπρεπε να συνεργαστούν στενά για να σχεδιάσουν τον νέο προσανατολισμό, τα προϊόντα και την εικόνα του ιταλικού οίκου, για να τον βγάλουν από τη δύσκολη θέση και να ενισχύσουν την απήχησή του στην αγορά.


Είναι άξιον απορίας επίσης το γεγονός ότι η συλλογή που θα παρουσιαστεί αύριο στο Μιλάνο δεν είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του Νίλσον, της πρώτης σχεδιαστικής απόπειράς του με την ετικέτα Ferré όπως είχε προγραμματιστεί, αλλά της «εξαιρετικής καλλιτεχνικής ομάδας του οίκου», όπως αναφέρει η εταιρική ανακοίνωση. Μάλιστα ο όμιλος ΙΤ Holding χαρακτηρίζει την προσεχή συλλογή «φόρο τιμής» στον Φερέ και στις χαρακτηριστικές δημιουργίες του, επηρεασμένες από την αρχιτεκτονική του παιδεία. Αντίθετα το μόνο «δείγμα γραφής» του Σουηδού ήταν η ανδρική συλλογή που είδε το φως της δημοσιότητας τον Ιανουάριο. Αλλά και αυτή παρουσιάστηκε μάλλον αιρετικά, όχι σε πασαρέλα αλλά με στατικά μοντέλα σε ένα θεατρικό σκηνικό.


* Αλλαγές και στη διοίκηση


Ο ερχομός και η αποχώρηση του Νίλσον σηματοδοτούν μια σειρά από αλλαγές που σημάδεψαν τον ιταλικό οίκο στη μετά Φερέ εποχή, από τον περασμένο Ιούνιο. Μία από αυτές ήταν και η αλλαγή φρουράς στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου, με τη Μικέλα Πίβα να παίρνει τη σκυτάλη τον Νοέμβριο του 2007.


Στέλεχος της ΙΤ Holding από το 2003, η 43χρονη Πίβα έχει εμπειρία στον κλάδο της πολυτέλειας αλλά και του ομίλου, αφού έχει διατελέσει σε θέσεις στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αμερική. Ως το 2004 ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη της αμερικανικής αγοράς, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνση μάρκετινγκ και διακίνησης εμπορευμάτων στην Gianfranco Ferré SpA.


Η στελέχωση της Gianfranco Ferré SpA δεν περιορίστηκε στη Μικέλα Πίβα. Η νέα επικεφαλής προχώρησε στην ενίσχυση της ομάδας που θα τη βοηθήσει στο «φρεσκάρισμα» της φίρμας. Ο Φαμπιέν Μπαρόν, σημαντικό όνομα στην επικοινωνία και στη διαχείριση της εικόνας, θα είναι υπεύθυνος για μερικές από τις ριζικές αλλαγές που θα γίνουν για τον εκσυγχρονισμό. Ο Καρλ Τέμπλερ, ένας από τους πιο γνωστούς στυλίστες, προστέθηκε στην ομάδα για να «τονώσει» τη γοητεία των ανδρικών και γυναικείων συλλογών. Αλλά και ο Μάικλ Χάουελς, παραγωγός και σκηνογράφος, ήταν αυτός που «πείραξε» την παρουσίαση της ανδρικής συλλογής πριν από λίγες εβδομάδες.


* Η «κληρονομιά» του Τζιανφράνκο Φερέ


Οι Φερέ, Τζιάνι Βερσάτσε και Τζιόρτζιο Αρμάνι ήταν αυτοί που έστρεψαν το διεθνές ενδιαφέρον στο Μιλάνο κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, πέρα από τα ήδη καθιερωμένα ονόματα της ιταλικής μόδας. Γνωστός ως ο «αρχιτέκτονας της μόδας» ο Τζιανφράνκο Φερέ σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, αλλά το 1970 άρχισε να σχεδιάζει αξεσουάρ και αδιάβροχα. Το 1974 ίδρυσε τη δική του εταιρεία με την επωνυμία Baila και τέσσερα χρόνια αργότερα λανσάρισε τη γυναικεία συλλογή με το επώνυμό του, για να ακολουθήσει η ανδρική και το 1986 η υψηλή ραπτική. Το 1989 ο Μπερνάρ Αρνό, ο ισχυρός άνδρας του γαλλικού ομίλου LVMH, τον επέλεξε προσωπικά για να πάρει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στον οίκο Christian Dior. Εκεί έμεινε ως το 1997 διατηρώντας παράλληλα και την προσωπική του σειρά, στην οποία όμως θα αποφασίσει να αφιερωθεί αποκλειστικά κάνοντας σκίτσα-«γλυπτά» και εκλεπτυσμένα λευκά πουκάμισα που γίνονται το χαρακτηριστικό της υπογραφής του.


Το 2002 ωστόσο ο ιταλός δημιουργός και ο επιχειρηματικός του συνεργάτης Φράνκο Ματιόλι θα πουλήσουν τα μερίδιά τους παραχωρώντας τον έλεγχο της επιχείρησης στον Τονίνο Πέρνα, τον ναπολιτάνο κατασκευαστή και κύριο μέτοχο της ΙΤ Holding. Διατηρεί όμως την καλλιτεχνική ευθύνη για τα τρία σήματα: το Gianfranco Ferré, τη ναυαρχίδα της φίρμας, το Ferré, που είναι η πιο καθημερινή σειρά, και το GF Ferré, τη νεανική συλλογή.


Σημαντικός παίκτης στον κλάδο της πολυτέλειας, με ιταλική καταγωγή αυτή τη φορά, η ΙΤ Holding SpA, όπως μετονομάστηκε το 2000 από Ittiere Holding, ελέγχει μια σειρά από εταιρείες ένδυσης και αξεσουάρ. Ο όμιλος που λέγεται ότι δουλεύει «με την καρδιά και την ταχύτητα μιας μικρής εταιρείας» είχε έσοδα που έφθασαν τα 695 εκατ. ευρώ το 2006. Αν και έχει ενιαίο σύστημα παραγωγής και διανομής, αναπτύσσει κάθε σήμα ξεχωριστά, ενώ στο χαρτοφυλάκιό του περιλαμβάνονται σήματα που του ανήκουν, όπως Gianfranco Ferré, Malo, Exte, αλλά και κάποια για τα οποία έχει υπογράψει συμφωνίες αδειοδότησης, όπως Versace Jeans Couture, Versace Sport, Just Cavalli, C’N’C Costume National και Galliano.