Η Λουξ είναι μία από τις λίγες δεκάδες εταιρείες αναψυκτικών που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τη λαίλαπα του ανταγωνισμού που συγκλόνισε τον κλάδο τη δεκαετία του 1980, τότε που ανέτελλε στην ελληνική αγορά το «άστρο» της 3Ε με την Coca-Cola. Αυτή τη δεκαετία δεκάδες μικρές τοπικές εταιρείες αναψυκτικών έκλειναν η μία μετά την άλλη. Η Λουξ, η βιομηχανία αναψυκτικών της οικογενείας Μαρλαφέκα από την Πάτρα, όπως και όλες οι άλλες εταιρείες του κλάδου, πέρασε δύσκολες ημέρες. Τελικώς όμως κατόρθωσε να επιβιώσει, μαζί με ελάχιστες άλλες βιομηχανίες ή βιοτεχνίες του είδους. Σήμερα κατέχει ένα μικρό αλλά αξιόλογο μερίδιο αγοράς, εξάγει τα προϊόντα της σε αρκετές ξένες αγορές και σχεδιάζει επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων ευρώ τα επόμενα χρόνια.


Η ιστορία της Λουξ αρχίζει από το 1950, όταν ο Παναγιώτης Μαρλαφέκας (απεβίωσε το 2003), από ένα μικρό χωριό κοντά στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, αποφάσισε μαζί με τον αδελφό του να δημιουργήσει μια μικρή βιοτεχνία αναψυκτικών. Τότε υπήρχαν άλλες 11 τέτοιες επιχειρήσεις στην περιοχή της Πάτρας (Ζενίθ, Ζήτα, Σπέσιαλ κτλ.), όπως και εκατοντάδες άλλες στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πράγματι τα δύο αδέλφια στο κέντρο της παλιάς πόλης, στη συμβολή των οδών Παντοκράτορος και Ηλείας, στήνουν τη μικρή βιοτεχνία. Οι διαδικασίες παραγωγής ήταν φυσικά αρχέγονες: «Με το χέρι γινόταν η εμφιάλωση και με το χέρι ταπώνανε» λέει ο κ. Ι. Μαρλαφέκας και συμπληρώνει: «Παράγουμε σήμερα για να πουλήσουμε αύριο».


Τα αναψυκτικά προσφέρονταν σε γυάλινες φιάλες, οι οποίες εν συνεχεία ξαναμαζεύονταν, πλένονταν σε μεγάλα καζάνια με ζεστό νερό και απορρυπαντικό και στη συνέχεια τις ξαναγέμιζαν. Αυτό γινόταν καθημερινά. Και διακινούνταν φυσικά σε καφενεία και μπακάλικα της πόλης. Ετσι λειτουργούσε η μικρή επιχείρηση στην πρώτη φάση της ζωής της. Οι δουλειές όμως πήγαιναν καλά και όσο περνούσε ο καιρός η δυναμικότητα της μικρής βιοτεχνίας δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει τις ανάγκες που ήταν μεγαλύτερες. Λίγο προτού μεταφερθούν οι εγκαταστάσεις της απασχολούσε περί τους 10 εργαζομένους και η παραγωγή της ήταν της τάξεως των 100 κιβωτίων την ημέρα.


Τότε λοιπόν ο Π. Μαρλαφέκας, το 1972, μεταφέρει το εργοστάσιο από το κέντρο της παλιάς Πάτρας σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις έκτασης 2.500 τ.μ., περίπου οκτώ χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στην περιοχή Κεφαλόβρυσου, εκεί όπου βρίσκεται ως και σήμερα – κοντά στις εγκαταστάσεις της Αχάια Κλάους. Βασικό κριτήριο για την επιλογή της περιοχής ήταν και είναι το άριστης ποιότητας νερό που διαθέτει. Τα προβλήματα όμως είναι πολλά. Δεν υπήρχε ούτε ρεύμα ούτε τηλέφωνο. Οπως εξηγεί ο κ. Ι. Μαρλαφέκας, «ο πατέρας μου έφερε ουσιαστικά το ρεύμα στην περιοχή». Βέβαια άλλαξε ο μηχανολογικός εξοπλισμός. Εφερε μεταχειρισμένα μηχανήματα εμφιάλωσης από τη Γερμανία. Από τις 11 βιοτεχνίες της περιοχής την ίδια περίοδο δεν είχαν απομείνει παρά μόνο δυο-τρεις, όλες οι άλλες είχαν κλείσει.


Με τα νέα μηχανήματα αυξάνεται η παραγωγική δυναμικότητα, από 100 σε 1.000 κιβώτια την ημέρα. Η παραγωγική διαδικασία είναι πιο σύγχρονη. Αξιοποιεί μάλιστα το φημισμένο νερό της περιοχής – η οποία δεν κινδύνευε από οικιστική ανάπτυξη – για τις πρώτες διαφημίσεις, όπως «Η ποιότης μας είναι το νερό» ή «Λουξ με νερό Κεφαλόβρυσου». Λίγα χρόνια αργότερα, σιγά σιγά, το δίκτυο της βιοτεχνίας του Π. Μαρλαφέκα αναπτύσσεται και εκτός των ορίων της Αχαΐας. Αρχίζουν πλέον τα προϊόντα Λουξ να διακινούνται στους γειτονικούς νομούς της Ηλείας και της Αρκαδίας μέσω αντιπροσώπων. Οπως λέει ο κ. Ι. Μαρλαφέκας, «η δεκαετία 1970-1980 ήταν η καλύτερη εποχή». Ως το 1980 και οι ελάχιστες εναπομείνασες βιοτεχνίες αναψυκτικών στην περιοχή της Αχαΐας είχαν πλέον κλείσει. Η Λουξ είχε εδραιωθεί.


* Το σκηνικό αλλάζει


Από το 1981 όμως το σκηνικό της ελληνικής αγοράς αλλάζει – και μάλιστα δραματικά. Η Coca-Cola, που ήδη κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, από το 1981 και εντεύθεν διεκδικεί μερίδιο αγοράς αντίστοιχο του σήματός της. Τότε υπήρχαν ακόμη εν λειτουργία εκατοντάδες τοπικές βιοτεχνίες αναψυκτικών. Δεν θα υπήρχαν ακόμη για πολύ. Η ανάπτυξη της Coca-Cola και των άλλων σημάτων της (Fanta, Sprite) είναι προφανές ότι θα γινόταν εις βάρος των μικρών βιοτεχνικών μονάδων. «Το τοπικιστικό στοιχείο αρχίζει να χάνεται και η Coca-Cola αναπτύσσεται με πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα εμπορικές πρακτικές» λέει ο κ. Ι. Μαρλαφέκας. Ως τότε η Λουξ κυκλοφορούσε σε κοντόχοντρο μπουκάλι και για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τον «ξένο εισβολέα» αλλάζει το μπουκάλι της σε ψηλόλιγνο. Ακολουθούν δικαστήρια και η πατρινή βιοτεχνία τα χάνει. Το 1985-86 εισάγει την πλαστική συσκευασία, ίδιας περιεκτικότητας, σε μια προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από το αλουμινένιο κουτάκι των προϊόντων της Coca-Cola Ελλάς. Αλλά η νέα μόδα που εδραιώνεται πλέον είναι το αναψυκτικό τύπου Κόλα. Ετσι αποφασίζουν δέκα τοπικές βιοτεχνίες από το Αστρος Κυνουρίας, την Αταλάντη, την Αλεξανδρούπολη, την Κρήτη και την Κεντρική Ελλάδα να συγκροτηθούν σε κοινοπραξία ως προς το εμπορικό σήμα. Και δημιουργούν τη Vips Cola. Το εγχείρημα απέτυχε γιατί, όπως εξηγεί ο κ. Μαρλαφέκας, «δεν ήταν σταθερή η ποιότητα του προϊόντος και διότι δημιουργήθηκαν προβλήματα μεταξύ των βιοτεχνών για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι». Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 καταρρέει η Ηβη – Παναγόπουλος και κάνει την είσοδό της στην ελληνική αγορά ο ανταγωνιστής της Coca-Cola, η Pepsico. Ωστόσο το παιχνίδι είχε κριθεί. Η ηγεμονία ανήκε πλέον στην Coca-Cola. Στο κλείσιμο της δεκαετίας του 1980 ο ανταγωνισμός έχει αφήσει «ζωντανές» μόνο λίγες δεκάδες βιοτεχνίες, η Λουξ έκανε προσπάθεια «να κρατηθεί στα δεδομένα της προηγούμενης δεκαετίας», χωρίς βέβαια αποτέλεσμα, αφού «χάνουμε μερίδια και με τη νέα συσκευασία κατορθώνουμε να παραμείνουμε στην αγορά». Φυσικά η παραγωγική δυναμικότητά της έχει αυξηθεί. Παράγει πλέον 6.000 φιάλες την ώρα, απασχολεί 15 εργαζομένους, διακινεί τα προϊόντα της σε όλη την Πελοπόννησο, στα Ιόνια νησιά και σε ορισμένες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας. Το 1989 ο τζίρος της ήταν 80 εκατ. δρχ. (περί τα 220.000 ευρώ). Τότε, το 1989, ο ιδρυτής Παναγιώτης Μαρλαφέκας αποχωρεί και την επιχείρηση αναλαμβάνουν οι τρεις γιοι του Ιωάννης, Κωνσταντίνος και Πλάτωνας.


* Η δεκαετία ’90


Η νέα δεκαετία, του 1990, αντίθετα από την προηγούμενη, είναι μια πολύ καλή περίοδος, λέει ο κ. Μαρλαφέκας. Οι πωλήσεις διαρκώς ανεβαίνουν, «δεν υπάρχει χρονιά που να μειώθηκε ο τζίρος μας», αλλά η αντιπαράθεση με την Coca-Cola όχι μόνο συνεχίζεται αλλά και εντείνεται. Ο Π. Μαρλαφέκας, από τους πρωτεργάτες στη δημιουργία του Πανελληνίου Συνδέσμου Παρασκευαστών Αναψυκτικών, καταγγέλλει το 1989 τον «αμερικανό ανταγωνιστή» στο τότε υπουργείο Εμπορίου, επί υπουργίας Α. Ανδριανόπουλου, και κατορθώνει να πετύχει την καταδίκη της.


Δεδομένου ότι η Coca-Cola λόγω του μεγέθους της αλλά και της εμπορικής πρακτικής της κατόρθωσε να πετύχει μια προνομιακή σχέση με το δίκτυο των πρατηρίων, η Λουξ αναζήτησε σχέση με ένα παράλληλο χονδρεμπορικό κύκλωμα, αυτό των ζαχαρωδών ειδών. Οι καταγγελίες φυσικά σε όλη τη δεκαετία του 1990 είναι συνεχείς. Και το 1999 η καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού από εταιρείες αλλά και από τον ίδιο τον Σύνδεσμο οδηγεί σε καταδίκη της 3Ε ΑΕ πλέον, όπως ονομάστηκε η εταιρεία που παράγει και διακινεί την Coca-Cola. Το 1997 η εταιρεία αλλάζει νομική μορφή και γίνεται Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Εταιρεία. Πρόεδρος αναλαμβάνει ο κ. Ιωάννης Μαρλαφέκας, αντιπρόεδρος ο κ. Κωνσταντίνος Μαρλαφέκας και εντεταλμένος σύμβουλος ο κ. Πλάτωνας Μαρλαφέκας. Παράλληλα το διάστημα 1997-1998 η εταιρεία επενδύει περισσότερα από 3.000.000 ευρώ ενισχύοντας τη θέση της στην αγορά. Και οι επενδύσεις που συνεχίζει το διάστημα 1999-2002 απέφεραν πωλήσεις που πλησίασαν τα 5.600.000 ευρώ το 2002. Καινούργιες γραμμές παραγωγής για γυάλινης και ΡΕΤ συσκευασίας μπουκάλια, καθώς και νέες σύγχρονες εγκαταστάσεις κέντρου διανομής στεγασμένου χώρου 3.000 τ.μ. σε ιδιόκτητη έκταση 10.000 τ.μ. Και σήμερα το εργοστάσιο έχει εξοπλιστεί με τα πλέον σύγχρονα μηχανήματα και χρησιμοποιεί τις πιο προηγμένες μεθόδους ποιοτικού ελέγχου, υγιεινής και σύγχρονης συσκευασίας.


Πολύ καλή χρονιά το 2006 με αύξηση κερδών 91%




Πέρυσι, το 2006, ήταν μια καλή χρονιά για τη Λουξ. Οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 12.642.675 ευρώ σημειώνοντας αύξηση 33,4% και τα κέρδη της ανήλθαν στα 1.800.000 ευρώ σημειώνοντας αύξηση 91%. Φυσικά βελτίωσε σημαντικά και τα ποσοστά της στα μερίδια αγοράς στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της AC Nielsen, το τελευταίο δίμηνο του 2006 στην κατηγορία food stores βρέθηκε στην τρίτη θέση με ποσοστό 2,55% και αύξηση 1%. Στην κατηγορία ψιλικών βρέθηκε στη δεύτερη θέση με ποσοστό 4,08% και αύξηση 0,71%. Στην κατηγορία tabacco βρέθηκε στην τρίτη θέση με ποσοστό 3,23% και αύξηση 0,87%. Φαίνεται όμως ότι και εφέτος θα είναι μια καλή χρονιά για την πατρινή βιομηχανία. Το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου η αύξηση των πωλήσεων ανέρχεται στο 20% αφού αυτές αναμένεται να υπερβούν τα 15 εκατ. ευρώ. Και για τα επόμενα πέντε χρόνια σχεδιάζει να επενδύσει 20 εκατ. ευρώ.