Οι πρόσφατες χρηματιστηριακές αναταράξεις και η ξαφνική κρίση ρευστότητας της διεθνούς οικονομίας εγείρoυν ένα σοβαρό ερώτημα: Πώς μπορεί η κρίση της αγοράς των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου των ΗΠΑ να μεταδίδεται με αστραπιαία ταχύτητα στο σύνολο των χρηματιστηρίων και να συγκλονίζει την παγκόσμια οικονομία; Ή, να το πούμε χρησιμοποιώντας οικονομικούς όρους, πώς είναι δυνατόν ο συστηματικός κίνδυνος των διεθνών χρηματαγορών να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια αντί να μειώνεται; Η αναζήτηση των αιτίων μοιραία θα επικεντρωθεί στη χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση και στις σύγχρονες μορφές τραπεζικών διεργασιών, ιδιαίτερα στο φαινόμενο της τιτλοποίησης και στον τρόπο διαμεσολάβησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.


Η κύρια διαφοροποίηση λοιπόν σχετίζεται με τον τρόπο λογιστικής μεταχείρισης των στεγαστικών δανείων. Στο παρελθόν τα ποσά των στεγαστικών δανείων που χορηγούσαν οι τράπεζες τα διατηρούσαν στο ενεργητικό τους και έτσι κατείχαν τον πιστωτικό κίνδυνο καθώς και τον κίνδυνο ρευστότητας. Τη δεκαετία του 1990 όμως, όπου το φαινόμενο της τιτλοποίησης άρχισε να διογκώνεται, οι τράπεζες σταμάτησαν να διατηρούν αυτά τα στοιχεία του ενεργητικού τους στα βιβλία τους και άρχισαν να τα διαθέτουν ως προϊόντα τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς αγορές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η τιτλοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού μετατρέπει ορισμένα παραδοσιακά, μη διαπραγματεύσιμα στοιχεία, όπως τα στεγαστικά δάνεια, σε διαπραγματεύσιμες ομολογίες.


Στην αναφερόμενη κρίση αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη ρευστότητα. Είναι κυρίως πρόβλημα της ικανότητας της τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Σήμερα είναι γεγονός ότι υπάρχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες νοικοκυριά τα οποία δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους και παράλληλα το ποσοστό των κατασχέσεων συνεχώς αυξάνεται.


Λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη ανάλυση γίνεται αντιληπτό ότι η πιστωτική κρίση και η κρίση ρευστότητας της αμερικανικής οικονομίας μπορεί να επιδεινωθεί στο άμεσο μέλλον και να πυροδοτήσει μια γενικότερη κρίση σε συνδυασμό με την παρατεταμένη κρίση της κτηματαγοράς στις ΗΠΑ αλλά και την άνοδο των επιτοκίων των τελευταίων ετών. Εκτός από την κρίση στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, η κρίση μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες στεγαστικών δανείων, καθώς και στα καταναλωτικά δάνεια ή στα εταιρικά ομόλογα. Προκειμένου όμως να αποφευχθούν οι αρνητικές παράπλευρες συνέπειες, μια σειρά μέτρων πρέπει να ληφθεί. Κατ’ αρχήν υπάρχει η κοινή απαίτηση για περισσότερη και καλύτερη πληροφόρηση σχετικά με τα περίπλοκα δομημένα προϊόντα και τα δομημένα επενδυτικά σχήματα, καθώς και αποσαφήνιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε κάθε στάδιο. Η καλύτερη εποπτεία των μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων πρέπει να συνοδευτεί με επέκταση της εποπτείας σε φορείς που ως τώρα δεν εποπτεύονταν αλλά στην ουσία αποτελούν τους βασικούς κατόχους και διαπραγματευτές τέτοιων προϊόντων.


Στη συνέχεια απαιτείται επαναθεώρηση του ρόλου των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έτσι ώστε η κατηγοριοποίηση των φορέων να συμβαδίζει με την εξασφάλιση του επενδυτικού κοινού. Απαιτείται μετάβαση από το υφιστάμενο χαλαρό σύστημα ρύθμισης και εποπτείας της διακίνησης των στοιχείων εκτός ισολογισμού σε ένα πιο αποτελεσματικό, ίσως και πιο αυστηρό. Ηδη, σύμφωνα με τη Fed, στο 40% των τραπεζών στις ΗΠΑ από τον περασμένο Ιούλιο έχουν δυσκολέψει οι διαδικασίες δανειοδότησης. Ο κίνδυνος ρευστότητας, αλλά και ο πιστωτικός κίνδυνος, πρέπει να ποσοτικοποιείται κατάλληλα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι περισσότερες κρίσεις έχουν ενεργοποιηθεί από προβλήματα ρευστότητας. Μετά απ’ όλα αυτά η αξιοπιστία των μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών δέχεται νέο σοβαρό πλήγμα από το σκάσιμο της φούσκας της κτηματαγοράς και την επακόλουθη αδυναμία εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων. Οι ζημιές, αλλά και οι προβλέψεις, των τραπεζών για το επόμενο εξάμηνο είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν και το πρόβλημα με τα δομημένα χρεόγραφα αναμένεται να γίνει πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό που ήταν λίγους μήνες νωρίτερα. Οσο πιο γρήγορα καταγράψουν και αποδεχθούν τις ζημιές τους οι τράπεζες τόσο πιο γρήγορα η αγορά θα ξαναβρεί την ισορροπία της.


Ο κ. Διονύσιος Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.