Το κυριότερο χαρακτηριστικό του προϋπολογισμού που κατέθεσε η κυβέρνηση είναι η δραματική ανατροπή στις φορολογικές σχέσεις των διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών. Η επιβάρυνση που γίνεται στους εργαζομένους και στους επαγγελματίες και με τους άμεσους φόρους αλλά κυρίως με την αύξηση των έμμεσων φόρων δεν έχει προηγούμενο την τελευταία δεκαπενταετία.


Ας τα δούμε συγκεκριμένα: οι άμεσοι φόροι που πληρώνει ο κάθε εργαζόμενος και ο συνταξιούχος ανάλογα με το εισόδημά του πρόκειται να αυξηθούν το 2008 σε σύγκριση με το 2005, όταν κυβερνούσε και πάλι η ΝΔ, κατά 2,5 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή οι φόροι τους οποίους θα κληθούν να πληρώσουν οι επιχειρήσεις βρίσκονται σχεδόν αμετάβλητοι στα ίδια επίπεδα. Φαινομενικά βέβαια, διότι αν κάποιος συμψηφίσει τις επιστροφές φόρων προς τις επιχειρήσεις τις οποίες γενναιόδωρα κάνει η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια θα δει ότι σε σύγκριση με το 2007 οι καθαροί φόροι που πληρώνουν οι επιχειρήσεις μειώνονται κιόλας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, το 2008 η καθαρή καταβολή φόρων από τις επιχειρήσεις θα είναι μόλις 2,315 εκατ. ευρώ, ενώ εφέτος είχαν υπολογιστεί στα 2,420 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καθαροί φόροι των επιχειρήσεων θα είναι χαμηλότεροι από την αύξηση των φόρων που θα πληρώσουν οι μισθωτοί και επαγγελματίες. Εχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια ριζική ανατροπή της κατανομής των φορολογικών βαρών και πάλι σε βάρος των μισθωτών, όπως ανελλιπώς πράττει η κυβέρνηση από το 2005 και μετά.


Η δεύτερη φορολογική ανατροπή συντελείται στο επίπεδο των έμμεσων φόρων. Εκεί τόσο ο ΦΠΑ όσο και οι υπόλοιποι φόροι κατανάλωσης εκτινάσσονται πέρα από κάθε προηγούμενο και προσδοκία. Συγκεκριμένα μόνο ο ΦΠΑ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,5 δισ. ευρώ επιβαρύνοντας φυσικά κυρίως τους φτωχούς καταναλωτές, οι οποίοι δαπανούν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε άμεση κατανάλωση σε σύγκριση με τα υψηλότερα εισοδήματα. Εκεί όμως όπου πραγματοποιείται πραγματική έκρηξη είναι οι άλλοι φόροι κατανάλωσης, με κύρια αιχμή τη φορολογία των καυσίμων. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια επί ΝΔ οι φόροι αυτοί αυξάνονταν με ρυθμούς από 5% ως 8%, για την επόμενη χρονιά προβλέπεται να αυξηθούν πάνω από 19%, δηλαδή σχεδόν τριπλάσια ένταση από το ίδιο το ρεκόρ το οποίο είχε σημειώσει στην πρώτη θητεία της η κυβέρνηση της ΝΔ. Ετσι με τον τρόπο αυτόν ολοκληρώνεται μια πολυμέτωπη, έντονη και προκλητική φορολογική αφαίμαξη από τους μισθωτούς, συνταξιούχους και μικροεπαγγελματίες. Οι μεγάλοι ωφελημένοι είναι οι επιχειρήσεις, οι οποίες θα συνεχίσουν, όπως φαίνεται, να έχουν δυσανάλογα ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση από την κυβέρνηση.


Το δεύτερο χαρακτηριστικό του προϋπολογισμού το οποίο θα επηρεάσει το κλίμα στην οικονομία είναι ότι για τρίτη συνεχή χρονιά η ΝΔ συνεχίζει τη χαμηλή χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων. Επί κυβερνήσεων ΠαΣοΚ οι δημόσιες επενδύσεις έφθαναν το 4,8% του ΑΕΠ, ενώ σε ορισμένες χρονιές είχαν ξεπεράσει και το 5%. Ετσι η ελληνική οικονομία μπόρεσε και διατήρησε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ακόμη και σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης και στασιμότητας. Ανεξήγητα και χωρίς κανέναν προφανή λόγο η κυβέρνηση της ΝΔ χαμήλωσε υπερβολικά τις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες βρίσκονται πλέον αισθητά κάτω και συγκεκριμένα στο 3,8% του ΑΕΠ. Κάθε χρόνο, δηλαδή, αφαιρείται από τα έργα και τις υποδομές που έχει ανάγκη η περιφέρεια περίπου 1% του ΑΕΠ, δηλαδή πάνω από 2 δισ. ευρώ. Αν θέλει κανείς να τις αναλύσει παραπάνω, οι περικοπές αυτές στερούν αναλογικά από κάθε νομό της χώρας από ένα ποσό της τάξεως των 50 εκατ. ευρώ ετησίως.


Αυτά τα φαινόμενα περιορίζουν την ανάπτυξη που θα μπορούσε να έχει η οικονομία αλλά δεν έρχονται μόνα τους. Συμβαδίζουν με δύο άλλες σημαντικές και πολύ ανησυχητικές εξελίξεις. Η πρώτη αφορά την ετοιμότητα διαχείρισης του Δ’ ΚΠΣ, το οποίο έχει βρεθεί σε μια πρωτοφανή γραφειοκρατική μέγγενη, με αποτέλεσμα, παρά τις πολλαπλές υποσχέσεις που είχαν δοθεί στις αρχές του χρόνου, ως σήμερα να μην έχει γίνει καμία ουσιαστική προετοιμασία. Ταυτόχρονα δεν γνωρίζει κανείς ποιος θα είναι ο βαθμός επιτυχίας στην απορρόφηση του Γ’ ΚΠΣ. Ετσι η εξωγενής χρηματοδότηση των επενδύσεων με την οποία η χώρα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη δική της χαμηλή διαθεσιμότητα δημοσίων έργων παραμένει σε πολύ χαμηλό βαθμό.


Το δεύτερο ανησυχητικό στοιχείο είναι το κλίμα που διαμορφώνεται στην κοινή γνώμη σε σχέση με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση εγκατέλειψε πολύ γρήγορα τις αθρόες προεκλογικές υποσχέσεις και δεσμεύσεις τις οποίες έδινε, ότι θα κάνει μεταρρύθμιση χωρίς να θιγούν κεκτημένα ασφαλιστικά δικαιώματα, και προχωρεί σε μια αψυχολόγητη, απροσδόκητη και απροετοίμαστη πρόταση του ασφαλιστικού συστήματος που έχει αρχίσει να ξεσηκώνει όλα τα ενδιαφερόμενα κοινωνικά στρώματα. Ετσι, δίπλα στη συμπίεση την οποία ασκεί η πρωτοφανής φορολογική αύξηση του 2008 προστίθεται και η ανησυχία και αβεβαιότητα που πηγάζει από τις ανατροπές του Ασφαλιστικού.


Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.