Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, συζητώντας για την οικονομία πρέπει να δούμε πού βρισκόμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Συνήθως το σήμερα είναι ορατό και το μέλλον πιο θολό. Ωστόσο κατά περίεργο τρόπο και η αφετηρία μας είναι θολή. Αριθμοί και επιδόσεις επηρεάζονται από την «κινούμενη άμμο» της αναθεώρησης του ΑΕΠ και τις πολιτικές επιλογές (π.χ., δημοσιονομική απογραφή, δημιουργική λογιστική) των τελευταίων τρεισήμισι ετών. Αλλά στόχοι και ιεραρχήσεις δεν μπορούν να είναι ίδιοι αν έχουμε 25% υψηλότερο ή χαμηλότερο ΑΕΠ και αν δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε επακριβώς το «στίγμα» της οικονομίας. Και μόνο να αποδεχθούμε τα στοιχεία της αναθεώρησης του ΑΕΠ, οδηγούμαστε σε άλλον δρόμο. Αυτό αυτόματα σημαίνει ότι το φορολογικό βάρος της ελληνικής κοινωνίας (συνολικά) είναι πολύ χαμηλότερο από ό,τι σε μία ανεπτυγμένη κοινωνία, οι δαπάνες για την Παιδεία, την Υγεία ή την κοινωνική προστασία είναι ακόμη πιο ανεπαρκείς από ό,τι φαίνονται, τα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης είναι επίσης πολύ χαμηλότερα. Ολα αυτά ανατρέπουν πλήρως τα προβλήματα που μας απασχολούν.


Ωστόσο σε μια στιγμή όπως η σημερινή αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι να καθορίσουμε πραγματικά μεγάλες προτεραιότητες και τρόπους επίτευξής τους. Προτεραιότητες που προϋποθέτουν την παραδοχή ότι το κοινωνικό χάσμα που διαμορφώνεται είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο.


Υποχρεωτικά θα περιοριστώ σε τρία μεγάλα ζητήματα, που δεν προϋποθέτουν ουτοπικές αλλαγές για να γίνουν πραγματικότητα, χωρίς να αναφερθώ στις κοινωνικές προτεραιότητες μιας οικονομικής πολιτικής που επίσης είναι επείγουσες.


Προτεραιότητα 1η: Φιλόδοξα και ρεαλιστικά προγράμματα ευρύτατης εισαγωγής τεχνολογιών πληροφορικής σε όλη τη λειτουργία του δημοσίου τομέα και των δημοσίων οργανισμών (Ασφαλιστικοί Φορείς, Νοσοκομεία, Εκπαίδευση, Δικαιοσύνη κ.ά.). Αυτό θα μειώσει δραστικά την επιβάρυνση όλων των χρηστών (πολιτών, επαγγελματιών, επιχειρήσεων) σε όρους χρόνου, χρήματος και γραφειοκρατικής καταπίεσης, θα επιβάλει ορθολογικότερη και πιο διαφανή αξιοποίηση πόρων, θα έχει θετικές συνέπειες για τις παραγωγικές δραστηριότητες. Στα πεδία της εκπαίδευσης και κατάρτισης θα δημιουργήσει συνθήκες μεγαλύτερης προσέγγισής μας με τις διεθνείς εξελίξεις στη γνώση, στην πληροφόρηση, στην επικοινωνία και στους τρόπους λειτουργίας που διαχωρίζουν τις κοινωνίες σε κερδισμένες, «λαχανιασμένες» και χαμένες.


Προτεραιότητα 2η: Το παραγωγικό σύστημα που καθορίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά μας έχει πολύ στενή βάση. Παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα προϋποθέτουν όμως σύγχρονες και ανθεκτικές παραγωγικές δομές, σκληρή αλλά αμειβόμενη προσπάθεια και συγκροτημένες πολιτικές. Η ελληνική επιχειρηματικότητα μαζί με το κράτος είναι ο δεύτερος μεγάλος αδύναμος κρίκος της χαμηλής ανταγωνιστικότητάς μας. Η διευκόλυνσή της σε συνθήκες παγκόσμιου ανταγωνισμού είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ανάδειξη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων σε νέους τομείς δεν γίνεται εύκολα μέσα σε συνθήκες πολιτικής και διοικητικής αδιαφάνειας, διαφθοράς ή φαβοριτισμού. Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας έχει πάρει σήμερα επικίνδυνες διαστάσεις. Είναι πλέον φανερό ότι με προϊόντα μέσης και χαμηλής τεχνολογίας και με την έμφαση στο μισθολογικό κόστος δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε ανταγωνιστικά στις πιέσεις που δημιουργεί η ανατίμηση του ευρώ, όπως οι τεχνολογικά πιο προηγμένες χώρες της ευρωζώνης, ούτε να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή προσπάθεια που κάνουν άλλοι για να μας φθάσουν.


Προτεραιότητα 3η: Το παραγωγικό σύστημα έχει έντονα ολιγοπωλιακό χαρακτήρα, χρειάζεται πολύ πιο έντονο ανταγωνισμό, εφαρμογή (και όχι απλώς νομοθετική) ρυθμιστικών κανόνων, κρατικό έλεγχο και κοινωνική αξιοπιστία απέναντι στην αναρχία της αγοράς, μάχη ενάντια στις ανισορροπίες ή ακρότητες που μπορεί να δημιουργηθούν με την παγκοσμιοποίηση και την απελευθέρωση των αγορών. Οταν Δημόσιο και κυβερνητικά ή άλλα στελέχη ανέχονται τη διαστροφή της λειτουργίας θεσμών, αγορών, και φορέων για πολιτικά ή παράνομα προσωπικά οφέλη, οι επιπτώσεις οδηγούν στην κατάταξη της Ελλάδας στα υψηλά κλιμάκια της διεθνούς διαφθοράς και της δραματικής ανικανότητας λειτουργίας του κράτους


Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός.