Ο κ. Μανόλης Ψαρρός και ο κ. Κωνσταντίνος Αναργύρου είναι δύο πρόσωπα που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Και όμως είναι δύο πρόσωπα που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν στις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Αυτό δεν είναι άλλο από την εγχώρια παραγωγή σκαφών που με επίμονες προσπάθειες το ελληνικό Δημόσιο επιχειρεί να «βουλιάξει»… «Το Βήμα» έστρεψε τους προβολείς του και στους δύο φωτίζοντας τις δύο πλευρές της αναιμικής (αλλά παρ’ όλα αυτά με πολλές δυνατότητες) εγχώριας ναυπηγικής δραστηριότητας. Από τη μία πλευρά ο κ. Ψαρρός είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της παραδοσιακής ναυπηγικής τέχνης και ένας από τους λίγους που επιμένουν να κατασκευάζουν τρεχαντήρια, περάματα και καραβόσκαρα. Από την άλλη, ο κ. Αναργύρου είναι ο μοναδικός παραγωγός μεγάλων πολυτελών σκαφών αναψυχής ο οποίος πιστεύει και προσπαθεί να πείσει και τους αρμόδιους υπουργούς ότι η Ελλάδα αντί να εισάγει μπορεί να κατασκευάζει τέτοια σκάφη. Και μάλιστα όχι μόνο να κατασκευάζει αλλά να βάλει και τη σφραγίδα της στις διεθνείς εξελίξεις του κλάδου. Το ξεδίπλωμα της ιστορίας των δύο αυτών προσώπων απέδειξε ότι οι κυβερνώντες δεν είναι απλώς αδιάφοροι για την ελληνική ναυπηγική τέχνη και παραγωγή, η οποία εκτός των άλλων έχει ιστορία 2.500 ετών, αλλά κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να τη «ρημάξουν». Απόδειξη; Πρώτον, από το 1991, οπότε και εφαρμόστηκε το κοινοτικό επιχειρησιακό πρόγραμμα αλιείας, οι αρμόδιοι συναίνεσαν στην καταστροφή των δέκα χιλιάδων καλύτερων αλιευτικών σκαφών της χώρας δίνοντας ένα ισχυρό χτύπημα στα τελευταία καρνάγια που λειτουργούν στο Πέραμα, στη Σύρο, στην Πάτμο, στην Κοιλάδα, στη Θάσο, στην Ιερισσό, στην Καβάλα και στη Θεσσαλονίκη. Δεύτερον, η εξασφάλιση μιας άδειας λειτουργίας νέας παραγωγικής μονάδας σύγχρονων μεγάλων σκαφών αναψυχής απαιτεί τη συναίνεση 12 υπουργείων και μια συνδιαλλαγή με τον κρατικό μηχανισμό που κρατά ήδη δύο χρόνια. Οπως μάλιστα αποκάλυψε μιλώντας στο «Βήμα» ο επίμονος όσο και «πατριώτης» επενδυτής, ο ίδιος χρειάστηκε να συνομιλήσει με δύο υπουργούς για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το «τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας».




Εν αρχή ην η πορεία της οικογενείας Ψαρρού που αριθμεί τρεις γενιές ναυπηγών και η οποία πιστοποιεί τη συστηματική καταστροφή της ελληνικής ναυτικής παράδοσης εκ μέρους της πολιτείας.


«Παραδομένο στις επιλογές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που σωστά επιδιώκει τη μείωση του αλιευτικού δυναμικού, το ελληνικό Δημόσιο συναίνεσε και στην καταστροφή των σκαφών ενώ θα μπορούσε να μην τα καταστρέψει και απλώς να τους αλλάξει χρήση» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Μανόλης Ψαρρός, ένας από τους λίγους εναπομείναντες ναυπηγούς παραδοσιακών ξύλινων σκαφών, τον οποίο συναντήσαμε στο ναυπηγείο του στο Πέραμα Αττικής.


Απουσία οποιωνδήποτε μέτρων στήριξης της παραγωγής παραδοσιακών σκαφών από την πολιτεία, ο κ. Ψαρρός αναζητεί νέες μεθόδους κατασκευής ξύλινων σκαφών έτσι ώστε να μειώσει το κόστος τους. «Εχουμε εφαρμόσει μια νέα μέθοδο κατασκευής σκαφών που δεν παρουσιάζει τα προβλήματα των παλαιοτέρων» λέει ο κ. Ψαρρός, εξηγώντας ότι «κατασκευάζουμε για λογαριασμό ενός κύπριου επιχειρηματία ένα σκάφος 19 μέτρων το οποίο δεν θέλει καλαφάτισμα. Είναι κατά τι ακριβότερο από τα παραδοσιακά σκάφη αλλά προσφέρει μια ποιότητα που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προσφερθεί από τα πλαστικά σκάφη».


Κόντρα στη θύελλα των καιρών ο κ. Ψαρρός θα επιμείνει στην κατασκευή παραδοσιακών ξύλινων σκαφών αναψυχής, όπως το «Αετός» (36 μέτρα) που απέκτησε ο εφοπλιστής κ. Λυκιαρδόπουλος, ο οποίος αρνήθηκε επίμονα να το πουλήσει σε σημαντικά πρόσωπα του εξωτερικού. Αντίστοιχο σκάφος «χτίστηκε» στο ναυπηγείο του Ψαρρού για την οικογένεια Rothschild, η οποία με τη σειρά της το πούλησε στον κ. Givenchy του διεθνούς οίκου καλλυντικών. Το συγκεκριμένο σκάφος βρίσκεται στη Νίκαια της Γαλλίας. Ο κ. Μανόλης Ψαρρός, τρίτη γενιά ναυπηγός παραδοσιακών σκαφών, λέει: «Θα βρούμε νέα μονοπάτια διατήρησης της τεράστιας ναυπηγικής μας ιστορίας, έστω και απουσία του κράτους. Το τελευταίο θα μπορούσε να δημιουργήσει σχολές, να δώσει κίνητρα ανάλογα αυτών που δίνονται στα διατηρητέα κτίρια. Οπως όμως και να έχει, εμείς θα ανοίξουμε το ναυπηγείο μας και θα χτίσουμε όμορφα καινούργια σκάφη».


Στην πόρτα του ναυπηγείου του Ψαρρού συναντήσαμε τον κ. Θεόδωρο Κατσανέβα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς στην Οικονομική της Εργασίας και μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου την περίοδο 1989-2004. Οπως μάθαμε, ο κ. Κατσανέβας απέκτησε προσφάτως μια νέα ιδιότητα: ο ίδιος είναι αντιπρόεδρος του Ομίλου Φίλων Παραδοσιακών Σκαφών. Χάρη στις επίμονες προσπάθειες του ίδιου αλλά και του κ. Ψαρρού, ο κ. Κατσανέβας κατόρθωσε να γλιτώσει από το κόψιμο ένα εκπληκτικό παραδοσιακό ξύλινο σκάφος και να το μετατρέψει σε τουριστικό. «Προσέφεραν στον ιδιοκτήτη του σκάφους, έναν ψαρά από τη Μυτιλήνη, το ποσόν των 40.000 ευρώ για να το κόψει» μας είπε ο κ. Κατσανέβας, προσθέτοντας: «Ο ίδιος δεν ήθελε να δει κάτι τέτοιο και μας το πούλησε σε μια πολύ μικρή τιμή. Εμείς από την πλευρά μας – μια ομάδα ανθρώπων που αγαπάμε τη θάλασσα αλλά και την παράδοση – το πήραμε και το μετατρέψαμε σε τουριστικό. Κάναμε απλώς αυτό που θα έπρεπε να κάνει η πολιτεία: αντί να κόψει τα σκάφη δήθεν για να μειώσει το αλιευτικό δυναμικό της χώρας, να πριμοδοτήσει τη μετατροπή τους. Για να σας αποδείξω ότι πρόκειται για μια ανόητη πολιτική, θα σας πω τούτο: την ίδια στιγμή που έκοβε τα παραδοσιακά σκάφη έδινε άδειες αλιείας σε μεγάλα σκάφη που «επέστρεφαν» στις ελληνικές θάλασσες μετά από λίγο καιρό. Ετσι αντί για μείωση έχουμε αύξηση του αλιευτικού δυναμικού της χώρας και σίγουρο αφανισμό της παραδοσιακής ναυπηγικής. Αν αυτό δεν είναι ηλιθιότητα, τότε τι είναι;».


Ποιοι «πνίγουν» τις επενδύσεις


Στην άλλη πλευρά του νομίσματος, αυτή της παραγωγής σύγχρονων μεγάλων πλαστικών σκαφών αναψυχής, είναι ο κ. Κ. Αναργύρου, διευθύνων σύμβουλος της Ocean Yachts. Πρόκειται για τον μοναδικό παραγωγό μεγάλων σκαφών αναψυχής, τα επενδυτικά προγράμματα του οποίου όμως συγκρούονται με σφοδρότητα με τα κύματα της ελληνικής γραφειοκρατίας.


Η αναφορά στον συγκεκριμένο επιχειρηματία είναι αποκαλυπτική αφού ο κ. Αναργύρου προσπαθεί δύο χρόνια τώρα να συγκεντρώσει τις απαραίτητες υπογραφές για να ξεκινήσει η νέα σύγχρονη μονάδα παραγωγής σκαφών στους Αγίους Θεοδώρους Αττικής.


«Είναι απίστευτο, είναι όμως συνεπές προς τη νεοελληνική μας συμπεριφορά, ότι για την άδεια της νέας επένδυσης και του ντόκου στους Αγίους Θεοδώρους χρειάστηκε η συναίνεση 12 υπουργείων» ανέφερε ο κ. Αναργύρου, προσθέτοντας: «Πιστεύουμε όμως ότι ως το τέλος του χρόνου οι παραγωγικές μας εγκαταστάσεις θα έχουν μεταφερθεί στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων».


Αν τελικώς ο κ. Αναργύρου κάνει πραγματικότητα τις επιδιώξεις του, η Ελλάδα θα αποκτήσει την πρώτη σοβαρή μονάδα παραγωγής μεγάλων πολυτελών σκαφών αναψυχής. Για την ιστορία, αξίξει να πούμε ότι η Ocean Yachts συμμετέχει με δικά της σκάφη στα μεγαλύτερα σαλόνια σκαφών αναψυχής του κόσμου (Σαουθάμπτον, Ολλανδία, Αθήνα και ΗΠΑ). Εχει μάλιστα κατακτήσει και σημαντικές διεθνείς διακρίσεις. Την ίδια όμως στιγμή που οι ξένοι υποκλίνονται στους πρωτοποριακούς σχεδιασμούς της Ocean Yachts, οι μανδαρίνοι του ελληνικού Δημοσίου έχουν βάλει στο «μικροσκόπιο» τη φερεγγυότητα των χαρτιών του κ. Αναργύρου τρώγοντας πολύτιμο χρόνο από την υλοποίηση της επένδυσής του.


«Εχουμε δημιουργήσει ένα νέο σκάφος με την υπογραφή του διάσημου άγγλου σχεδιαστή σκαφών Μπιλ Ντίξον» λέει ο κ. Αναργύρου, προσθέτοντας: «Το σκάφος αυτό θα παρουσιαστεί στη διεθνή κοινότητα τον Φεβρουάριο του 2008. Πρόκειται για ένα σκάφος του οποίου η τιμή κυμαίνεται μεταξύ 1 και 1,3 εκατ. ευρώ. Σας λέω λοιπόν ότι, αν το ελληνικό κράτος ήταν λίγο πιο γρήγορο στις αποφάσεις του, το σκάφος αυτό θα ήταν ήδη έτοιμο στις εγκαταστάσεις μας στους Αγίους Θεοδώρους».


Και για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει η εγκληματική αργοπορία του ελληνικού Δημοσίου, αξίζει να αναφέρει κανείς το παρακάτω γεγονός: αυτή τη στιγμή η Ocean Yachts παράγει 10-12 σκάφη τον χρόνο. Με την υλοποίηση της επένδυσης η εταιρεία θα μπορέσει να φτιάχνει ως και 50 σκάφη τον χρόνο, προσφέροντας εκτός των άλλων και εργασία σε σημαντικό αριθμό εργαζομένων. Αντί γι’ αυτά το ελληνικό Δημόσιο απλώς ενισχύει τις προσπάθειες για εισαγωγή σκαφών από τη Βαυαρία, η οποία παρεμπιπτόντως δεν έχει θάλασσα και βεβαίως τη ναυτική παράδοση των Ελλήνων…


Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν μια σειρά στοιχεία που αφορούν το σύνολο της αγοράς σκαφών αναψυχής. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας, την πενταετία 2000-2004 το μέγεθος της εγχώριας αγοράς σκαφών αναψυχής παρουσίασε άνοδο (βάσει ποσότητας) με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 14,6%. Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης, που αφορά μικρά σκάφη, καλύφθηκε από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, καθώς η εισαγωγική διείσδυση το 2004 διαμορφώθηκε στο 38% περίπου. Τα πολυεστερικά σκάφη κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς (55,7%) και ακολούθησαν τα φουσκωτά σκάφη με ποσοστό 38,5%.


Τα θαλάσσια jet και τα ιστιοπλοϊκά σκάφη κάλυψαν από κοινού το 5,8% της αγοράς σκαφών αναψυχής. Αντίθετα, τη διετία 2005-2006 δεν υπήρξε κάποια αξιόλογη μεταβολή στην αγορά των ιστιοπλοϊκών σκαφών. Από την άλλη, τα πολυεστερικά σκάφη παρουσίασαν ρυθμό αύξησης της τάξεως του 10%, ενώ η αγορά φουσκωτών σκαφών και θαλάσσιων jet εμφάνισε άνοδο ως 5% ετησίως.


Η φορολογία των σκαφών αναψυχής αποτελούσε για χρόνια ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη της αγοράς καθώς είχε δημιουργηθεί στους καταναλωτές η εντύπωση ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα αποτελούν είδος πολυτελείας. Εν τούτοις, η κατάργηση του τεκμηρίου για σκάφη ως 10 μ. άνευ πληρώματος αποτελεί θετική εξέλιξη για τον κλάδο.


Η δημιουργία τα τελευταία δύο χρόνια αρκετών parking σκαφών σε κοντινή απόσταση από τις ακτές έχει δώσει ως έναν βαθμό λύση στο πρόβλημα της έλλειψης χώρων φύλαξης. Εν τούτοις, η περαιτέρω δημιουργία τουριστικών λιμένων και σημείων ανέλκυσης και καθέλκυσης σκαφών θα συνέβαλλε ακόμη περισσότερο στην άνοδο της ζήτησης για σκάφη αναψυχής.