Τα κύρια ερωτήματα του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου αφορούσαν την ικανοποίηση των ευρωπαίων πολιτών για την οικονομική τους κατάσταση. Σε πολλές χώρες της Ενωσης η εμπιστοσύνη των πολιτών για την εθνική τους οικονομία έχει αρχίσει να βελτιώνεται αισθητά, καθώς η Ευρώπη ξέφυγε από την ύφεση και έχει αρχίσει να ακολουθεί ρυθμούς αρκετά υψηλότερους από αυτούς που επικράτησαν την προηγούμενη πενταετία.


Υπάρχουν όμως και μερικές χώρες στις οποίες ο βαθμός ικανοποίησης των πολιτών για την οικονομία τους είναι απελπιστικά χαμηλός. Μία από αυτές είναι και η Ελλάδα, η οποία φιγουράρει στην τελευταία πεντάδα των χωρών της ΕΕ των 27. Μόλις το 18% των ελλήνων πολιτών, λιγότερο δηλαδή και από ένας στους πέντε, εκφράζει αισιοδοξία και εμπιστοσύνη ή έστω και μια απλή αίσθηση βελτιωμένης οικονομικής πραγματικότητας. Παρόμοιες εκδηλώσεις ανασφάλειας παρουσιάζουν μόνο η Ρουμανία, η Πορτογαλία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία. Αναρωτιέται κανείς πώς άραγε αντιμετωπίζει η ΝΔ αυτή τη δραματική επιδείνωση της διάθεσης των ελλήνων πολιτών για την πορεία της οικονομίας, η οποία δεν προέρχεται βέβαια από μια αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά. Ποτέ κατά την τελευταία δεκαετία η ανασφάλεια δεν ήταν τόσο έντονη και γενικευμένη, ούτε ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ιράκ το 2003.


Σε αυτό το κλίμα συντέλεσαν η ανεξέλεγκτη ακρίβεια, η στασιμότητα μισθών και συντάξεων που επέβαλε τα τρία προηγούμενα χρόνια η ΝΔ και φυσικά η πολλαπλή φορολογική επιβάρυνση σε ΦΠΑ, πετρέλαιο, τσιγάρα και άλλα είδη ευρείας κατανάλωσης.


Δεν είναι καθόλου άσχετη με αυτή την εξέλιξη και η δραματική χειροτέρευση σε κρίσιμους δείκτες ανταγωνιστικότητας.


Ας ξεκινήσουμε με την κατάταξη ανταγωνιστικότητας, την οποία κάνει το Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ, το αγαπημένο σημείο αναφοράς της ΝΔ. Σύμφωνα με αυτή την κατάταξη, η Ελλάδα το 2003 ήταν 42η στην επιχειρηματική ανταγωνιστικότητα και το 2006 έπεσε στην 49η χάνοντας 7 θέσεις. Στην ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, παρά τις προκλητικές και πολλές φοροελαφρύνσεις κερδών που έκανε η κυβέρνηση, η Ελλάδα το 2003 ήταν 41η και το 2006 έπεσε στην 47η χάνοντας 6 θέσεις.


Εκεί όπου τα πράγματα είναι ακόμη πιο δραματικά είναι στην παγκόσμια κατάταξη συνολικής ανταγωνιστικότητας, όπου η Ελλάδα το 2003 ήταν 35η και το 2006 κατρακύλησε στην 47η θέση, όπου δυστυχώς παρέμεινε και το 2007. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι η ΝΔ είχε κηρύξει το 2006 «έτος ανταγωνιστικότητας», όλα αυτά γίνονται ακόμη πιο μελαγχολικά.


Επαίρεται επίσης η ΝΔ ότι δήθεν βελτίωσε τις Ξένες Αμεσες Επενδύσεις. Το 2003, ένα έτος που λόγω της διεθνούς κατάστασης δεν ήταν καθόλου ευνοϊκό στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, μπήκαν στη χώρα καθαρά 765 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 0,5% του ΑΕΠ. Το 2004 οι ξένες επενδύσεις λόγω και των Ολυμπιακών Αγώνων κυμάνθηκαν σε παρόμοια επίπεδα. Το 2005 αντιθέτως υπήρξε μια δραματική αποεπένδυση, μια καθαρή μετανάστευση κεφαλαίων από τη χώρα ύψους 680 εκατ. ευρώ. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά έπειτα από 15 περίπου χρόνια στην Ελλάδα. Το 2006 ο δείκτης ξένων επενδύσεων επανήλθε απλώς και πάλι στα φυσιολογικά επίπεδα του 2003.


Το ίδιο παραπλανητικές είναι και οι δήθεν θεαματικές επιτυχίες των εξαγωγών μας τις οποίες διαφημίζει η κυβέρνηση. Οι εξαγωγές έχουν μεν βελτιωθεί λίγο, αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο της εντεινόμενης διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης όσο και κυρίως της ανάκαμψης στην ΕΕ και δεν διαπιστώνεται καμιά δομική αναβάθμιση της εθνικής ανταγωνιστικότητας.


Για να εμφανίσει αυξημένες εξαγωγές η κυβέρνηση κάνει το τρυκ και περιλαμβάνει στο σύνολο των εξαγωγών και το πετρέλαιο, το οποίο έχει εδώ και ενάμιση χρόνο πολύ υψηλές τιμές. Ωστόσο το πετρελαϊκό ισοζύγιο δεν είναι εντοπίως παραγόμενο αλλά εισάγεται και εξάγεται, και μάλιστα έχει γίνει έντονα ελλειμματικό. Γι’ αυτό άλλωστε το συνολικό Εμπορικό Ισοζύγιο κατρακυλά.


Ο ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης που έχουμε σήμερα έχει μειωθεί αισθητά από τα επίπεδα του 4,5% και 5% που είχε τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα βρίσκεται σε ετήσια βάση γύρω στο 3,5%. Ενώ τις χρονιές της ευρωπαϊκής ύφεσης η ελληνική οικονομία πήγαινε με ρυθμό σχεδόν 4% μπροστά από την ΕΕ, αυτή η υπεροχή της ανάπτυξης έχει πλέον συρρικνωθεί σε μιάμιση μόλις μονάδα, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται πολύ η σύγκλιση της χώρας με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Γι’ αυτό άλλωστε η μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών δικαιολογημένα είναι ανασφαλής, αβέβαιη και καχύποπτη.


Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής Χανίων του ΠαΣοΚ και πρώην υπουργός.