Διακόσιες εβδομήντα μία εταιρείες έκαναν την έκπληξη και έφεραν τα… κάτω πάνω στην ελληνική βιομηχανία. Πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες το 2005 ήταν ζημιογόνες με συνολικές ζημιές ύψους 133,9 εκατ. ευρώ. Οι ίδιες αυτές εταιρείες το 2006 επέστρεψαν στην κερδοφορία, πραγματοποιώντας μάλιστα καθαρά κέρδη ύψους 258,6 εκατ. ευρώ. Βελτίωσαν έτσι από το ένα έτος στο άλλο ούτε λίγο ούτε πολύ κατά 392,5 εκατ. ευρώ τα αποτελέσματά τους.


Η εν πολλοίς απροσδόκητη αυτή εξέλιξη, σε συνδυασμό με την παράλληλη μείωση κατά 48,8 εκατ. ευρώ των ζημιών 238 άλλων επιχειρήσεων που παρέμειναν ζημιογόνες, ώθησε στα ύψη κατά το 2006 τα συνολικά καθαρά κέρδη της ελληνικής βιομηχανίας, παρ’ όλο που, όπως είχε περίπου προβλεφθεί, οι κερδοφόρες του 2005, οι οποίες αποτελούν το 74% του συνόλου, δεν μπόρεσαν να βελτιώσουν τα αποτελέσματά τους και απώλεσαν το 6,6% των κερδών τους.


Κερδισμένες, με άλλα λόγια, ήταν οι… ζημιογόνες, συμβάλλοντας καθοριστικά ώστε μετά την πτώση της κερδοφορίας που σημειώθηκε τόσο το 2005 όσο και το 2004 η ελληνική βιομηχανία να παρουσιάζει και πάλι αυξημένα κέρδη.


Πράγματι οι 1.442 κερδοφόρες εταιρείες του 2005 πέρυσι είχαν κέρδη ύψους 2,1 δισ. ευρώ, που είναι λιγότερα από τα αντίστοιχα του προηγούμενου έτους κατά 149,5 εκατ. ευρώ, αφού οι 1.270 σταθερά κερδοφόρες αύξησαν μόνο κατά 0,8% τα κέρδη τους και οι υπόλοιπες 172 πέρασαν από κέρδη σε ζημιές. Ετσι τα κέρδη των κερδοφόρων μειώθηκαν αλλά η συνολική κερδοφορία του ελληνικού βιομηχανικού τομέα για το έτος 2006 εμφανίζεται αυξημένη έναντι του 2005 κατά 291,8 εκατ. ευρώ σε αξία και κατά 19% σε ποσοστό.


Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την εξέλιξη των συγκρίσιμων αποτελεσμάτων 1.951 αμιγώς βιομηχανικών και εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν το περασμένο έτος πωλήσεις άνω των 3 εκατ. ευρώ και καλύπτουν το σύνολο σχεδόν της μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, για τα ελληνικά δεδομένα, βιομηχανίας της χώρας. Αυτές οι 1.951 εταιρείες πραγματοποίησαν συνολικές πωλήσεις ύψους 54,2 δισ. ευρώ, αυξημένες έναντι του 2005 κατά 6,85 δισ. ευρώ σε αξία και κατά 14% σε ποσοστό, οι οποίες απέδωσαν καθαρά κέρδη ύψους 1,85 δισ. ευρώ, αφού οι 1.541 κερδοφόρες είχαν κέρδη της τάξεως των 2,48 δισ. ευρώ και οι υπόλοιπες 410 ζημιογόνες είχαν ζημιές της τάξεως των 630 εκατ. ευρώ.


Η άνοδος των τιμών και η παράλληλη εξασθένηση των μικρότερων βιομηχανικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων και την ενίσχυση των εμπορικών δραστηριοτήτων, είναι φυσικά οι κύριοι λόγοι που εξηγούν τη διψήφια αύξηση των πωλήσεων των μεγάλου και μεσαίου μεγέθους ελληνικών βιομηχανιών αφού το 2006 ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής σημείωσε άνοδο μόνο κατά 0,8% και η εισαγωγική διείσδυση στην ελληνική αγορά βιομηχανικών αγαθών αυξήθηκε δραματικά κατά 2,7 εκατοστιαίες μονάδες φτάνοντας το 64,5%. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που αύξησαν τις πωλήσεις τους ταχύτερα από τον πληθωρισμό ανήλθε πέρυσι από το 50% που ήταν το 2005 στο 71,5%.


* Περιορισμός των ζημιογόνων


Η θεαματική βελτίωση που σημειώθηκε στον χώρο των ζημιογόνων του 2005 περιόρισε το ποσοστό των ζημιογόνων στο σύνολο των επιχειρήσεων από το 26% στο 21% με αντίστοιχη άνοδο του ποσοστού των κερδοφόρων από το 74% στο 79%, συμβάλλοντας παράλληλα στην εντυπωσιακή αύξηση του ποσοστού των επιχειρήσεων που βελτίωσαν με οποιονδήποτε τρόπο τα αποτελέσματά τους.


Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό αυτών που το 2006 είτε αύξησαν τα κέρδη τους είτε μείωσαν τις ζημιές τους σε ποσοστό υψηλότερο του ετήσιου πληθωρισμού ή και πέρασαν από ζημιές σε κέρδη ανήλθε στο 60%, ενώ το 2005 ήταν μόλις 40%. Αυτή είναι η δεύτερη σημαντικότερη μεταβολή που συντελέστηκε το 2006 στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας. Σε αντίθεση με τις εισηγμένες στη Σοφοκλέους, οι μη εισηγμένες βελτίωσαν σε ευρεία κλίμακα την κερδοφορία τους.


* Αναμφισβήτητη πρόοδος


Συνεπώς η άνοδος των συνολικών κερδών αντιστοιχεί, θα μπορούσε να πει κανείς, στη βελτίωση των αποτελεσμάτων της πλειονότητας των ελληνικών βιομηχανιών. Σε σχέση με το 2005 η πρόοδος είναι, από πολλές απόψεις, αναμφισβήτητη. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος της αφορά την κατηγορία των ζημιογόνων του 2005 και οφείλεται σε σημαντικό βαθμό αφενός στη διεύρυνση των μη λειτουργικών, εκτάκτων εσόδων που ενίσχυσαν τα κέρδη μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και, αφετέρου, στην εκρηκτική αύξηση της κερδοφορίας των – ωφελημένων τα μέγιστα από το διεθνές ράλι των τιμών – βιομηχανιών σιδηρούχων και μη σιδηρούχων μετάλλων, οι οποίες αθροιστικά βελτίωσαν τα καθαρά κέρδη τους κατά 222,4 εκατ. ευρώ, ποσό ίσο προς το 76,2% της συνολικής αύξησης των κερδών.


Αν εξαιρεθούν άλλωστε δύο ζημιογόνες επιχειρήσεις του 2005, οι οποίες βελτίωσαν εντυπωσιακά τα αποτελέσματά τους χάρη σε αυξημένα ανόργανα έσοδα ή μειωμένα ανόργανα έξοδα, η αύξηση των συνολικών καθαρών κερδών περιορίζεται από το 19% στο 7%.


Οι ίδιοι παράγοντες που ώθησαν ανοδικά τα συνολικά κέρδη επηρέασαν αναλόγως την εξέλιξη της κερδοφορίας και σε κλαδικό επίπεδο. Διεύρυνσή της σημειώθηκε στους περισσότερους κλάδους, με αυτούς των σιδηρούχων και των μη σιδηρούχων μετάλλων να εξασφαλίζουν τη μερίδα του λέοντος και να υπερκαλύπτουν τις απώλειες που παρουσίασαν οι κλάδοι των παραγώγων πετρελαίου και του ηλεκτρισμού και λοιπών προϊόντων.


Σε γενικές γραμμές όμως η ανάκαμψη των ζημιογόνων του έτους 2005 επηρέασε θετικά όλους τους κλάδους δημιουργώντας προοπτικές για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας της βιομηχανικής δραστηριότητας και κατά το τρέχον έτος, έστω με μέτριους ρυθμούς. Στο πρώτο τετράμηνο του 2007 ο όγκος της παραγωγής της ελληνικής μεταποίησης παρουσίασε, ως γνωστόν, μέση αύξηση της τάξεως του 2%, εν πολλοίς χάρη στις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, αν και τον Απρίλιο η παραγωγή μειώθηκε κατά 1,8%. Ωστόσο, τον περασμένο Μάιο ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία υποχώρησε σημαντικά λόγω εξασθένησης των παραγγελιών, γεγονός που ενίσχυσε την άποψη όσων πιστεύουν ότι η ελληνική βιομηχανία διάγει περίοδο ασταθούς και αβέβαιης ανάκαμψης, δυσανάλογης προς την ταχεία μεγέθυνση του ΑΕΠ στη χώρα μας και παγκοσμίως.