Καθώς η ΝΔ πανηγυρίζει την έξοδο από την επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε μια φάση χαμηλών προσδοκιών και ήδη εμφανίζονται ορισμένες ανησυχητικές εξελίξεις στην αποταμίευση, στην ανταγωνιστικότητα και στο εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών. Σε αρκετό βαθμό αυτές οφείλονται στο κλίμα της «γκρίζας πολιτικής» που επέλεξε η ΝΔ με τη σκηνοθεσία της απογραφής και τη δυσφήμηση της χώρας, εντάθηκαν όμως από την παταγώδη αποτυχία των μεταρρυθμίσεων, την κακοδιαχείριση του ΚΠΣ και την καταβαράθρωση μεγάλων δυναμικών επιχειρήσεων, όπως η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ.


Στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας η Ελλάδα παραμένει στάσιμη και αισθητά πιο πίσω από τις θέσεις τις οποίες κατείχε το 2003. Το εξωτερικό ισοζύγιο χειροτερεύει διαρκώς και τα τελευταία δύο χρόνια ξεπέρασε το 10% του ΑΕΠ, δείχνοντας έτσι έντονα σημεία αναπτυξιακής κόπωσης και αδυναμίας στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.


Η πιο σοβαρή εξέλιξη όμως είναι η πτώση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ από 4,8% που ήταν το 2003 σε 3,7% που θα είναι εφέτος. Η μείωση του ρυθμού κατά 1,1% σημαίνει ότι κάθε χρόνο η Ελλάδα χάνει περίπου 2,5 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να παράγει και να καταναλώνει αν συνέχιζε την ίδια αναπτυξιακή πορεία που της κληροδότησε η κυβέρνηση ΠαΣοΚ.


Η υστέρηση της ανάπτυξης εκδηλώνεται σε όλους τους κρίσιμους τομείς: Η κατανάλωση των νοικοκυριών το 2003 έτρεχε με ρυθμό 4,5% ετησίως, ενώ τώρα έπεσε σχεδόν κατά μία μονάδα, σε 3,6%. Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνες «στερούνται» κάθε χρόνο προϊόντα και υπηρεσίες ύψους 2 δισ. ευρώ που θα μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους. Οι επενδύσεις, που αυξάνονταν με ρυθμό 13,7% το 2003, τώρα περιορίστηκαν στο μισό.


Η απασχόληση αυξανόταν την περίοδο 2003-2004 με ρυθμό 2,1% ετησίως, ενώ εφέτος θα «καθήσει» στο 1,4%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το 0,7% του εργατικού δυναμικού, δηλαδή 280.000 άτομα, θα μπορούσε να είχε βρει δουλειά με τους προηγούμενους ρυθμούς.


Η πιο σοβαρή ίσως επίπτωση της αδύναμης ανάπτυξης είναι η συρρίκνωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών. Ενώ το 2004 αποταμίευαν το 7,3% του εισοδήματος, εφέτος θα πέσουν στο 3,7%, το χαμηλότερο ίσως επίπεδο της Μεταπολίτευσης. Αυτό σημαίνει ότι, παρά τον μεγάλο δανεισμό που κάνουν τα νοικοκυριά, χρειάστηκε επιπλέον να βγάλουν από τις αποταμιεύσεις τους το 3,4% του εισοδήματος, δηλαδή περίπου 5 δισ. ευρώ, για να στηρίξουν το βιοτικό τους επίπεδο.


Στο ίδιο κείμενο των εαρινών Προβλέψεων η ΕΕ εκτιμά ότι η Ελλάδα θα πληρώσει πίσω περίπου το 1% του ΑΕΠ για την τεχνητή διόγκωση που έκανε, εμφανιζόμενη έτσι τώρα ως πλουσιότερη χώρα. Μόνο για εφέτος αυτό το ποσό θα είναι 2,8 δισ. ευρώ και αναλόγως τα επόμενα χρόνια. Πρόκειται για τον πιο ανεξήγητο και δαπανηρό αυτοχειριασμό κράτους, το οποίο στερεί τεράστια αναπτυξιακά κονδύλια από τους πολίτες του για να «πληρώσει» τον συνυπολογισμό των αθέμιτων συναλλαγών και του λαθρεμπορίου στο ΑΕΠ!


Η ΝΔ τα τελευταία τρία χρόνια συρρίκνωσε την αναπτυξιακή υπεροχή που είχε η Ελλάδα προς την Ευρωπαϊκή Ενωση από 3,7 μονάδες σε μία, και αυτή μετά βίας. Αυτό επηρεάζει τις προσδοκίες σύγκλισης με το βιοτικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ενώ πριν αρκούσαν μόλις έξι χρόνια για να φθάσουμε τον μέσο όρο των ΕΕ-25, τώρα, με την ισχνή επιπλέον ανάπτυξη του 1%, θα χρειαστούμε 22 χρόνια.


Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής Χανίων του ΠαΣοΚ.