Η ΓΑΛΛΙΚΗ Lafarge, παγκοσμίως κορυφαία εταιρεία τσιμέντου, ήταν πλειοδότης το 1992 με προσφορά περί τα 250 εκατ. ευρώ, σε τρέχουσες τιμές, όταν οι πιστωτές των χρεοκοπημένων την εποχή εκείνη Τσιμέντων Χαλκίδας με επικεφαλής την Εθνική Τράπεζα, τον συνεταίρο ως την προηγούμενη Πέμπτη της Lafarge στον Ηρακλή, αναζήτησαν αγοραστή για να μπορέσουν να πάρουν πίσω τα χρηματά τους. Τα απέκτησε όμως περίπου τρεις φορές φθηνότερα εννέα χρόνια αργότερα, το 2001, όταν εξαγόρασε τη βρετανική Blue Circle. Η τελευταία το 1999 είχε αγοράσει τον Ηρακλή που από το 1995, όταν η πλειοψηφία των μετοχών του ανήκε ακόμη σε κοινοπραξία του υπό τον Λορέντσο Παντσαβόλτα ιταλού μπετατζή Calcestruzzi και της Εθνικής Τράπεζας, είχε γίνει περιπετειωδώς ο ιδιοκτήτης των Τσιμέντων Χαλκίδας. Η εκδίκηση, ως γνωστόν, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Εξαγοράζοντας την περασμένη Πέμπτη αντί 321,6 εκατ. ευρώ το μερίδιο 26% που κατείχε στον Ηρακλή η Εθνική Τράπεζα, η Lafarge απέκτησε το 78,7% της ελληνικής επιχείρησης που συμβολίζει λόγω της ονομασίας της περισσότερο από οποιαδήποτε την Ελλάδα. Εχει σχεδόν «λυμένα τα χέρια» να προχωρήσει στην «εκκαθάριση» που δείχνει να έχει αποφασίσει. Ωστόσο οι Ελληνες… Γαλάτες που αντιστέκονται παράλογα ίσως και οπωσδήποτε προκλητικά στην αυτοκρατορία της θα ήθελαν από τη Lafarge, όπως περίπου είπε προχθές ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας τους κ. Φ. Σταθόπουλος, να επαναβεβαιώσει τα γαλλικά ιδεώδη. Η τελευταία της κουβέντα για την επαναλειτουργία του εργοστασίου ήταν «από μηδενικής βάσεως». Για να το ανοίξει ξανά, λέει, πρέπει να μπουν στο περιθώριο της ιστορίας μια σειρά δεσμευτικές συμφωνίες που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις. Τα οκτώ από τα εννιά σωματεία των εργαζομένων στον όμιλο του Ηρακλή έχουν από καιρό συμφωνήσει μαζί της. Οχι οι «Γαλάτες» της Χαλκίδας!


Στην πραγματικότητα το τσιμεντάδικο της Χαλκίδας, που ανήκε στις οικογένειες Κιοσέογλου και Τακόπουλου και το οποίο από την περασμένη Δευτέρα με σήμα εκ Παρισίων τέθηκε επ’ αόριστον εκτός λειτουργίας για «λόγους ασφαλείας», ύστερα από διαμάχη με το σωματείο των εργαζομένων και μια μυστηριώδη ­ κατά τους συνδικαλιστές φανταστική και κατά την εταιρεία πραγματική και αναμφισβήτητη ­ παρεμπόδιση της εισόδου συνεργείου εργολάβων για την αποκατάσταση βλαβών, δεν το ήθελε ούτε το 1992 ούτε το 1995, με οικονομικά κριτήρια, κανείς.


Είναι πολύ αμφίβολο επίσης αν υπάρχει και σήμερα οιοσδήποτε τσιμεντάς με αυστηρά επενδυτικά κριτήρια που να θέλει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να το κάνει δικό του!


«Η μονάδα της Χαλκίδας με την παραγωγική δυναμικότητά της εξασφαλίζει το 25% των παγκοσμίων εξαγωγών του ομίλου Lafarge, ωστόσο τα κέρδη του Ηρακλή όλα τα τελευταία χρόνια θα ήταν πολύ υψηλότερα αν δεν υπήρχε η μονάδα αυτή» υποστηρίζει ένα πρώην στέλεχος της ΑΓΕΤ Ηρακλής, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τον μεγαλύτερο ευρωπαίο εξαγωγέα τσιμέντου.


* Το «ελληνικό πρόβλημα»


Με άλλα λόγια το «ελληνικό πρόβλημα», όπως αποκαλούν διπλωματικά οι διεθνείς κύκλοι της τσιμεντοβιομηχανίας την υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα των εγχώριων τσιμεντοβιομηχανιών, δεν έχει λυθεί ακόμη. Μένει να φανεί βεβαίως αν η επίλυσή του και το μέλλον του εργοστασίου, καθώς και των 530 θέσεων εργασίας συνδέονται με την εκπορευόμενη εκ Παρισίων απόφαση του Ηρακλή από τα τέλη του 2006 να θέσει σε εφαρμογή ένα νέο πρόγραμμα «εθελούσιας εξόδου» και να δεσμεύσει προκαταβολικά τουλάχιστον 15 εκατ. ευρώ για δαπάνες αποζημιώσεων το 2007.


Με ετήσια παραγωγική δυναμικότητα γύρω στους 2,5 εκατ. τόνους και χρέη και ζημιές που το 1992 υπολογίζονταν σε περίπου… 750 εκατ. ευρώ, θυμούνται ορισμένοι από όσους έζησαν εκ των έσω τη σύγχρονη ιστορία του τσιμεντάδικου της Χαλκίδας και όσα διαδραματίστηκαν την τελευταία δεκαπενταετία γύρω απ’ αυτό, ότι ήταν μακράν το δεύτερο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Συνάμα όμως ήταν και το πλέον υπερχρεωμένο και προβληματικό σε ολόκληρη την Ευρώπη.


Ωστόσο, καθώς στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σοβούσε ακόμη η αδυσώπητη σύγκρουση ανάμεσα στο ευρωπαϊκό καρτέλ του τσιμέντου και στις ανεξάρτητες ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες, οι οποίες λόγω της πλεονάζουσας παραγωγικής δυναμικότητάς τους ήταν αναγκασμένες να «παραβιάζουν» τις παράνομες συμφωνίες κυρίων που είχαν συνάψει οι μεγάλες ευρωπαϊκές πολυεθνικές για να ποδηγετούν το διευρωπαϊκό εμπόριο τσιμέντου και να τονώνουν τις τιμές, η γαλλική Lafarge το ήθελε κυρίως ­ αν όχι μόνο και μόνο ­ για να «βάλει πόδι» στην Ελλάδα και… τρικλοποδιές στους ατίθασους έλληνες παραγωγούς ώστε να τους «γονατίσει». Την εξαγορά του είχε επιδιώξει πριν από αυτήν, αλλά με σκοπό να αποκτήσει παραγωγική βάση και να απαγκιστρωθεί από το καρτέλ, η ιταλική Calcestruzzi, αδιαφορώντας ακόμη και για το γεγονός ότι στο εργοστάσιο είχε επιβληθεί εκ των πραγμάτων ένα ιδιότυπο καθεστώς «συνδιοίκησης» εργοδοσίας και συνδικαλιστών που ήταν σωτήριο για τη λειτουργία του, αλλά δεν είχε προηγούμενο στον κλάδο.


Το τσιμεντάδικο της Χαλκίδας για να επιβιώσει «έσπαγε τις τιμές» τόσο στην εσωτερική όσο και στην ευρωπαϊκή αγορά, παρέχοντας παράλληλα εκπληκτικές πιστώσεις. Ο Ηρακλής και ο Τιτάν, η έτερη μεγάλη ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, όσο εύχονταν ή και επεδίωκαν παρασκηνιακώς την παύση των εργασιών του άλλο τόσο πάσχιζαν να αποτρέψουν την «παράδοσή» του στη Lafarge, τον ιθύνοντα νου τότε του κραταιού ευρωπαϊκού καρτέλ του τσιμέντου που μάχονταν λυσσωδώς τους έλληνες παραγωγούς.


Προ του κοινού κινδύνου συνασπίστηκαν. Μέσω άτυπης κοινοπραξίας αξίωσαν μάλλον για λόγους «εθνικού συμφέροντος» να δοθεί «ελληνο-ιταλική λύση» στο πρόβλημα. Κάτι τέτοιο έγινε τελικά το 1995, με προγενέστερη προτροπή του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου προς την Εθνική Τράπεζα, παρόμοια με εκείνη με την οποία ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1991 είχε κρατήσει την ΑΓΕΤ Ηρακλής εκτός του καρτέλ, επιλέγοντας την εξ ορισμού προβληματική λύση της ιταλο-ελληνικής κοινοπραξίας, «θύμα» της οποίας τελικά ήταν και ο αείμνηστος, δολοφονημένος από τη «17 Νοέμβρη» διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Μιχάλης Βρανόπουλος.


Παραδόξως, όμως, την τελευταία στιγμή ο Τιτάν, ο οποίος αργότερα έγινε συνεταίρος της Lafarge στην Αίγυπτο, «έκανε πίσω» ή, κατ’ άλλους, απέφυγε να δεχθεί τους όρους του Ηρακλή και ο τελευταίος τα τέλη του 1995 απέκτησε μόνος του τα Τσιμέντα Χαλκίδας, τα οποία αργότερα απορρόφησε, επωμιζόμενος ένα δυσβάστακτο κόστος που ακόμη «κουβαλάει».


* Χαμηλό το τίμημα της εξαγωράς


Το τίμημα της εξαγοράς ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό που είχε προτείνει η Lafarge. Επίσης τα δυσθεώρητα χρέη μειώθηκαν αρκετά μέσω δικαστικών και άλλων πρωτοφανών «ρυθμίσεων». Ωστόσο η γαλλική εταιρεία δεν μπήκε καν στον κόπο να δώσει οποιαδήποτε συνέχεια επί του θέματος. Εγκατέλειψε τις σχεδόν αποικιοκρατικές, όπως έλεγαν οι ανταγωνιστές της, αρχικές αιτιάσεις της. Με γνήσια παριζιάνικη αβρότητα αποσύρθηκε αδιαμαρτύρητα και απροσδόκητα από τον απίστευτα μακρόσυρτο και πολυετή διαγωνισμό, σαν να μην είχε κινήσει ποτέ γη και ουρανό για να τον κερδίσει!


Οχι ανεξήγητα όμως. Σοφά, θα έλεγε κανείς, αφού το «ελληνικό πρόβλημα» είχε πια λυθεί εν μέρει. Τα κέρδη των ελληνικών τσιμεντοβιομηχανιών, συμπεριλαμβανομένης της μικρότερης εταιρείας Χάλυψ που είχε περάσει στο γκρουπ Italcementi, εκτοξεύτηκαν απότομα και ως δια μαγείας στα ύψη. Με την κατάλληλη προσαρμογή της εμπορικής πολιτικής του τσιμεντάδικου της Χαλκίδας το 1996 άρχισε για τις ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες η ακόμη συνεχιζόμενη περίοδος των πραγματικά «χρυσών αγελάδων». Χάρη και μόνο στην τιθάσευση του τσιμεντάδικου της Χαλκίδας η κερδοφορία τους σημείωσε άλμα. Ετσι οι πιέσεις τους προς τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές, πολύ προτού ευδοκιμήσει το ειδύλλιο Τιτάν-Lafarge επί αιγυπτιακού εδάφους, εύλογα χαλάρωσαν αισθητά. Για να γίνουν σιγά σιγά σχεδόν ανεπαίσθητες μετά τη στροφή των ελληνικών εξαγωγών κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ.


Μια νέα, εύθραυστη, πλην όμως ελεγχόμενη και σχεδόν αμοιβαία επωφελής ισορροπία αποκαταστάθηκε γρήγορα ανάμεσα στις ελληνικές και στις πανίσχυρες πολυεθνικές τσιμεντοβιομηχανίες. Η Lafarge μπορούσε άλλωστε να περιμένει. Ωσπου το 2001 με την εξαγορά της Blue Circle έγινε το αδιαφιλονίκητο θεωρητικά «αφεντικό» της ελληνικής αγοράς τσιμέντου, αφού ο συνεταίρος της στην Αίγυπτο αλλά διαφυλλάσσων ως κόρην οφθαλμού την ανεξαρτησία του Τιτάνα είναι πολύ πιο κερδοφόρος από τον Ηρακλή επί ελληνικού εδάφους, πλην όμως μειονεκτεί σε παραγωγικό μέγεθος.


Το «ηράκλειο» εργοστάσιο του Βόλου είναι, από μόνο του, η μεγαλύτερη βιομηχανία τσιμέντου της Ευρώπης, ενώ ένα τρίτο εργοστάσιο της εταιρείας λειτουργεί στο Μυλάκι Ευβοίας, σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων απ’ αυτό της Χαλκίδας, αποφέροντάς της μια συνολική ετήσια παραγωγική δυναμικότητα 9,6 εκατ. τόνων, αρκετή σχεδόν για να καλύψει τις ανάγκες ολόκληρης της εγχώριας αγοράς υπό κανονικές συνθήκες. Μεθοδικά, τους προηγούμενους μήνες το επιτελείο του Ηρακλή αμφισβήτησε ακόμη και δικαστικά την ισχύ συμφωνίας του 1992 και άλλων συμφωνιών που συνήψε ο ίδιος με το σωματείο την περίοδο της κρίσης το 2002, υπό πίεση, υποστηρίζοντας ότι «είναι αναχρονιστικές, δεσμεύουν υπέρμετρα το νόμιμο διευθυντικό δικαίωμα και άρα δεν μπορούν να είναι εφαρμόσιμες σε μια φυσιολογική εταιρική διάρθρωση».


Τα δικαστήρια ως τώρα δεν τον δικαίωσαν, ωστόσο σε εξώδικο προς το σωματείο τον περασμένο μήνα κατήγγειλε την ισχύ τους, θεωρώντας ότι η ερμηνεία τους από το σωματείο «προκαλεί σημαντική οικονομική ζημιά» και «καθιστά πρακτικά αδύνατη την ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος». Επίσης με εξώδικο στη διάρκεια απεργιών τον Μάρτιο και στις αρχές του Απριλίου ο Ηρακλής κατηγόρησε το σωματείο ότι «επιχειρεί να ματαιώσει οποιαδήποτε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης του εργοστασίου». Η αληθινή ή υποτιθέμενη παρεμπόδιση της εισόδου εργολαβικού συνεργείου για την αποκατάσταση βλαβών, εξαιτίας των οποίων διακόπηκε η παραγωγή, έδωσε ίσως στην επιχείρηση την ευκαιρία που ζητούσε, ώστε κινούμενη στα ακρότατα όρια της νομιμότητας, αν όχι υπερβαίνοντάς τα, να θέσει όλο το προσωπικό σε «αναγκαστική κανονική άδεια» επ’ αόριστον με το ανομολόγητο δίλημμα «υποταγή ή λουκέτο»!


Ο ίδιος ο κ. Σαάντ Σεμπάρ τη Μεγάλη Εβδομάδα είχε κοινοποιήσει στο Παρίσι εξώδικο του σωματείου, με το οποίο ο κ. Ηλ. Κούκουρας κατηγορούσε τον «υπερκολοσσό της τσιμεντοβιομηχανίας» ότι δεν επιδιώκει απλώς και μόνο «να ανατρέψει εκ βάθρων τις εργασιακές σχέσεις» μεταθέτοντας ή υποκαθιστώντας με εργολαβικά συνεργεία μερίδα των εργαζομένων κατά το δοκούν, στο πλαίσιο της «αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας». Επιπλέον τον κατηγορούσε ότι συμπεριφέρεται «αποικιοκρατικά» και ότι επιθυμεί να μετατρέψει το εργοστάσιο σε ένα από τα γνωστά «εξωτικά παραρτήματα της Lafarge στο Μπανγκλαντές και στις μακρινές Ινδίες»! Οι οδηγίες από το Παρίσι λέγεται ότι δεν άργησαν καθόλου. Το σήμα σχετικά με το δέον γενέσθαι όσον αφορά το «ελληνικό πρόβλημα» ήλθε αυθημερόν!


Στη Λυκόβρυση, όπου εδρεύει η ΑΓΕΤ Ηρακλής, δεν είναι λίγοι όσοι φοβούνται ότι έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου και υποθέτουν ότι το μέλλον της τσιμεντοβιομηχανίας της Χαλκίδας, που εμφανίστηκε στην ελληνική οικονομική ζωή το 1926, θα κριθεί εν πολλοίς από την ωριμότητα των συνδικαλιστών της.


Τι προξένησε την κρίση του 2002-2003


Ο βασικός λόγος που ο «άσπονδος φίλος» της Lafarge κραταιός Τιτάνας εξασφαλίζει στην Ελλάδα μεγαλύτερα κέρδη απ’ ό,τι ο Ηρακλής, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα είχαν αφήσει πριν από λίγα χρόνια να εννοηθούν στελέχη της, δεν είναι άλλος από το χαμηλής κερδοφορίας τσιμεντάδικο της Χαλκίδας και τα βάρη που αυτό ακόμη «μεταφέρει».


Από το 1995 κύλησε βέβαια πολύ νερό και ρευστό στο αυλάκι του εργοστασίου της Αυλίδας, τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Χαλκίδας. Δεν έφθασε στα επιθυμητά επίπεδα, αλλά δοθέντος ότι αποτελεί το πλέον πεπαλαιωμένο ελληνικό εργοστάσιο τσιμέντου απορρόφησε, όπως ανέφερε προσφάτως η εταιρεία σε αναλυτές, δεκάδες εκατομμύρια για να εκσυγχρονιστεί και να μπορεί να «βγάζει» ως και 3 εκατ. τόνους ετησίως, περιορίζοντας το κόστος του.


Η σύγκρουση όμως που εκδηλώνεται τώρα γύρω απ’ αυτό είναι «δίδυμη» με την προειδοποιητική κρίση που είχε ξεσπάσει πριν από τέσσερα χρόνια. Για πρώτη φορά η Lafarge τον Δεκέμβριο του 2002 έτριξε τα δόντια της στο σωματείο της Χαλκίδας, με τη συγκατάθεση μάλιστα της Εθνικής Τράπεζας που κατέχει πάνω από το ένα τέταρτο των μετοχών της. Πείθοντας ότι δεν αστειεύεται, για μία εβδομάδα σχεδόν έκλεισε προκλητικά, όπως και τώρα, το εργοστάσιο!


Είχε αμφισβητήσει πλήρως και ευθέως συμβάσεις και συμφωνίες της περιόδου Κιοσέογλου-Τακόπουλων οι οποίες θέτουν πρόσθετους περιορισμούς στην άσκηση του περίφημου «διευθυντικού δικαιώματος», πέραν όσων ισχύουν στα υπόλοιπα εργοστάσια τσιμέντου, δηλώνοντας ότι δεν είχε σκοπό να παραμείνει «δέσμια ενός ξεπερασμένου παρελθόντος». Η παράλληλη κατάληψη του εργοστασίου από τους άλλοτε 1.250 εργαζομένους είχε οδηγήσει τη σύγκρουση στα άκρα.


Η κρίση είχε διευθετηθεί συμβιβαστικά τον Ιανουάριο του 2003, όταν το σωματείο δεσμεύθηκε γενικόλογα ενώπιον του Νομάρχη Ευβοίας ότι «δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον ενέργειες που αμφισβητούν το δικαίωμα του management στη διοίκηση του εργοστασίου». Τα πράγματα τώρα μάλλον δεν είναι τόσο απλά. Στον μαροκινής καταγωγής γάλλο μάνατζερ κ. Σαάντ Σεμπάρ, που από τον Σεπτέμβριο του 2002 ως τα τέλη του 2004 διηύθυνε την κοινοπραξία Lafarge-Τιτάν στην Αίγυπτο και από τον Ιούλιο του 2006 είναι ο διευθύνων σύμβουλος του Ηρακλή, έχοντας διατελέσει νωρίτερα γενικός διευθυντής παραγωγής του, αποδίδεται η φράση «ο κόμπος έφθασε στο χτένι». Αλλά και στον σκληροτράχηλο πρόεδρο του σωματείου των εργαζομένων κ. Ηλία Κούκουρα αποδίδεται η απάντηση «όσοι έσπειραν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες»!