Οι πανηγυρισμοί και τα διθυραμβικά σχόλια για το νέο άλμα της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα της Σοφοκλέους δεν έχουν ακόμη κοπάσει, ωστόσο στη βιομηχανία δεν υπάρχει κλίμα ευφορίας.


Ούτε η βιομηχανία πλαστικής συσκευασίας Flexopack και οι εταιρείες παραγωγής ανελκυστήρων Κλέμαν και μεταλλικών εξαρτημάτων Mevaco, που ξεχωρίζουν ανάμεσα στις επιχειρήσεις της μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης για τις λαμπρές από κάθε άποψη επιδόσεις τους, αποτελούν τον κανόνα όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του βιομηχανικού τομέα της Σοφοκλέους. Ο τελικός λογαριασμός δείχνει ότι το 2006, χρονιά ιδιαιτέρως αποδοτική για τις επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, τα ενοποιημένα κέρδη της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο βιομηχανίας συρρικνώθηκαν κατά 160 εκατ. ευρώ. Μειώθηκαν περίπου κατά 9%, όταν η φυσιολογική εξέλιξη, λόγω της προσθήκης νέων θυγατρικών με τζίρο δεκάδων εκατομμυρίων, θα ήταν να συμβεί το αντίθετο.


* Ζημιές για πρώτη φορά


Ποιος περίμενε όμως ότι η ηγέτις στον τομέα της εταιρεία Νίκας θα παρουσίαζε για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της ζημιές ή ότι θα κατέρρεαν τα κέρδη αρκετών άλλων πασίγνωστων βιομηχανιών σε μια χρονιά ισχυρής ανόδου των διεθνών τιμών πολλών πρώτων, παράλληλης ανάκαμψης του όγκου της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και βεβαίως πολύ ταχύτερης ανόδου του ΑΕΠ;


Και όμως 55 από τις 127 εταιρείες του βιομηχανικού τομέα της Σοφοκλέους, δηλαδή το 43,3% του συνόλου, το 2006 είδαν τα καθαρά αποτελέσματά τους να επιδεινώνονται. Η ευρύτητα της επιδείνωσης θα ήταν μάλιστα μεγαλύτερη, αν αρκετές επιχειρήσεις δεν διέσωζαν την εικόνα τους με έκτακτα, μη επαναλαμβανόμενα συγκυριακά κέρδη ή δεν… διόρθωναν προς τα κάτω τα κέρδη του 2005. Οι ζημιογόνες ξεπέρασαν για πρώτη φορά το ένα τρίτο του συνόλου, φθάνοντας στις 43. Ετσι η βουτιά των κερδών της μεγαλύτερης ελληνικής βιομηχανίας, της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, η οποία επίσης αποτελεί, ας μην το ξεχνάμε, τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό λιγνίτη στην Ευρώπη και τον πέμπτο παγκοσμίως, καθώς και των κερδών του πετρελαϊκού κλάδου επέδρασε καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα.


Ορισμένοι αναλυτές στέκονται επίσης στο γεγονός ότι η καθαρή κερδοφορία δύο μεγάλων ομίλων, του Μυτιληναίου και του Ηρακλή, εμφανίζεται δραματικά μειωμένη για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με τη μη επανάληψη συγκυριακών κερδών, γεγονός αληθές αφού αμφότεροι βελτίωσαν τη λειτουργική τους επίδοση. Αλλο τόσο όμως είναι αλήθεια ότι άλλες επιχειρήσεις, με προεξάρχουσα τη Νεοχημική που διευρύνει συνεχώς το βιομηχανικό σκέλος της, οφείλουν σε παρόμοιους λόγους μεγάλο μέρος της υψηλής εφετινής κερδοφορίας τους – ακόμη και το σύνολο των κερδών τους, όπως οι μικρότερες επιχειρήσεις Δάιος, Αλλατίνη και Spider Πέτσιος.


Η πραγματικότητα είναι ότι 64 από τις 127 επιχειρήσεις, δηλαδή το 50,4% του συνόλου, είτε βελτίωσαν τα καθαρά τους κέρδη είτε όχι, είδαν την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους να κάμπτεται συνήθως αισθητά. Η μέση αποδοτικότητα μειώθηκε κατά δύο ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες. Ηταν 10,5% το 2005 και κατρακύλησε στο 8,5% το 2006. Κάποιοι άλλοι κλάδοι της οικονομίας μπορεί λοιπόν δικαίως να πανηγυρίζουν, η βιομηχανία όμως, καθώς γίνεται όλο και πιο… φτωχός συγγενής τους, όχι.


Εβδομήντα μία από τις 127 επιχειρήσεις, δηλαδή το 55,9% του συνόλου, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες 56, είδαν και τη χρηματοοικονομική τους διάρθρωση να επιδεινώνεται. Ο λόγος ιδίων προς τα συνολικά κεφάλαια εμφανίζεται βελτιωμένος στο σύνολο των επιχειρήσεων από 43,7% σε 44,2%, ωστόσο η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση νέων θυγατρικών με περιορισμένη δανειακή εξάρτηση. Το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά 1,5 δισ. ευρώ, περίπου όσο και τα ίδια κεφάλαια.


Οι πωλήσεις βέβαια σημείωσαν πραγματικό άλμα, κυρίως λόγω της ανόδου των διεθνών τιμών σειράς προϊόντων και της προσθήκης νέων θυγατρικών. Αυξήθηκαν με ρυθμό 17,7%, κατά 6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν 1 δισ. οφείλεται στον μεγαλύτερο έλληνα εξαγωγέα, τον όμιλο Βιοχάλκο, ο οποίος επωφελήθηκε τα μέγιστα από την ανοδική πορεία των τιμών των μετάλλων και ήταν ο μεγάλος κερδισμένος της περασμένης χρονιάς. Περί τα 2,2 δισ. εκ των 6 δισ. ευρώ προήλθαν από τα ΕΛΛΠΕ και τη Μότορ Οϊλ, που απώλεσαν κέρδη λόγω της πτώσης των τιμών και των περιθωρίων τα τέλη του 2006, ενώ η Coca-Cola 3Ε, η οποία υποσκέλισε τα ΕΛΛΠΕ από την κορυφή των κερδοφόρων, συνέβαλε με 0,8 δισ. ευρώ στη συνολική εκτίναξη του τζίρου των «127» από τα 33,9 στα 39,9 δισ. ευρώ. Οι τιμές παραγωγού στη βιομηχανία κινήθηκαν έντονα ανοδικά το 2006, συμπαρασύροντας τις πωλήσεις, αν και η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην κούρσα που κατέγραψαν τους πρώτους μήνες του έτους οι τιμές του πετρελαίου και των παραγώγων του, καθώς και των μετάλλων.


* Αρνητικές προβλέψεις


Οσοι υποθέτουν όμως ότι οι «127» μπόρεσαν έστω να αυξήσουν στο σύνολό τους τις πωλήσεις τους κάνουν λάθος. Λιγότερες από δύο στις τρεις, μόλις 80 ή το 63% του συνόλου, είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες αύξησαν τις πωλήσεις τους με ρυθμό που υπερκάλυψε τον πληθωρισμό.


Το 24,4% παρουσιάζει μειωμένες πωλήσεις ακόμη και σε ονομαστικές τιμές. Και αυτό όταν το δωδεκάμηνο Νοεμβρίου 2005 – Οκτωβρίου 2006, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, οι τιμές των προϊόντων εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής σημείωσαν μέση ετήσια άνοδο 7% έναντι 4,6% και 3,6%, αντιστοίχως, τα δύο προηγούμενα δωδεκάμηνα, παρουσιάζοντας πάντως αποκλιμάκωση μετά τον Αύγουστο, όταν υποχώρησαν οι τιμές του αργού πετρελαίου. Η άνοδος αυτή τροφοδότησε τη διόγκωση των πωλήσεων, συμβάλλοντας στην οριακή σχεδόν βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας σε απόλυτα μεγέθη.


Αναιμική σε σχέση με τις πωλήσεις ήταν η αύξηση των μεικτών κερδών, η εξέλιξη των οποίων συνήθως πιστοποιεί τον βαθμό της ανταγωνιστικότητας. Αυξήθηκαν κατά 8,7%, ωστόσο περιορίστηκαν ως ποσοστό των πωλήσεων στο 21,2% από το 22,9% το 2005. Τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) συρρικνώθηκαν από το 14% στο 12,2% και τα κέρδη προ φόρων και τόκων (ΕΒΙΤ) έπεσαν από το 8,7% στο 7,4%, με αποτέλεσμα τα κέρδη προ φόρων και δικαιωμάτων μειοψηφίας να υποχωρήσουν από το 7,6% στο 6,4% των πωλήσεων, παρουσιάζοντας σε απόλυτο μέγεθος μικρή πτώση.


Δεδομένου όμως ότι ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος των κερδών των επιχειρήσεων προκύπτει από θυγατρικές του εξωτερικού, όπου συχνά οι τρίτοι μέτοχοι κατέχουν ισχυρές θέσεις, τα καθαρά κέρδη συρρικνώθηκαν κατά 8,9% ή ποσό 160,7 εκατ. ευρώ, στο επίπεδο του 1,65 δισ. ευρώ, παρά το σημαντικό όφελος που επέφερε η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των κερδών των μητρικών εταιρειών από το 32% το 2005 στο 29% το 2006. Τα κέρδη των μητρικών εταιρειών περιορίστηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι τα ενοποιημένα των ιδίων αυτών επιχειρήσεων, εξέλιξη που φυσικά δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική για την εγχώρια παραγωγή και καθιστά τις εταιρείες εξαρτημένες όλο και περισσότερο από τις διεθνείς δραστηριότητές τους.


Στο ήμισυ σχεδόν των «127» το μεικτό περιθώριο υποχώρησε. Η κάμψη εξάλλου του περιθωρίου EBITDA άγγιξε το 54% των επιχειρήσεων. Η άνοδος των εξαγωγών συντελείται, καθώς φαίνεται, συχνά εις βάρος της κερδοφορίας, η οποία λόγω των εντεινόμενων ανταγωνιστικών πιέσεων δεν είναι δυνατόν να συντηρηθεί χωρίς ισχυρή αύξηση του όγκου των πωλήσεων.


Δύσκολα επίσης μπορεί να γίνει λόγος για αξιόλογη επενδυτική αναζωογόνηση του βιομηχανικού τομέα της Σοφοκλέους. Μπορεί το πάγιο ενεργητικό των «127» να αυξήθηκε σημαντικά, κατά 1,7 δισ. ευρώ, με ρυθμό 5,8%, ωστόσο η άνοδος αφορούσε μόνο το 54% των επιχειρήσεων και οφείλεται εν μέρει στην απορρόφηση θυγατρικών. Τα πάγια στοιχεία 59 επιχειρήσεων, δηλαδή του 46% του συνόλου, εμφανίζονται μειωμένα.


Ολα δείχνουν ότι η ελληνική βιομηχανία κατάφερε το 2006 να ανακάμψει παραγωγικά, καθώς οι τιμές σε αρκετούς κλάδους παρουσίασαν εξαιρετική επιτάχυνση διεθνώς και επεκτάθηκε εξαγωγικά αυξάνοντας τον όγκο της παραγωγής της, αλλά από τους τελευταίους μήνες του περασμένου έτους αντιμετωπίζει αυξημένες πιέσεις. Ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών, άλλωστε, ενώ ολόκληρο το 2005 βρισκόταν κάτω από τις 100 μονάδες, το 2006 σκαρφάλωσε ως τις 108,3 μονάδες, για να υποχωρήσει τον περασμένο Οκτώβριο στις 105,3 μονάδες, προδιαγράφοντας ίσως μια νέα φάση επιβράδυνσης του τομέα. Οι προβλέψεις για την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής το 2007 παραμένουν θετικές, αν και σχετικά αποδυναμωμένες, αφού από τον Οκτώβριο του περασμένου έτους παρατηρείται διόγκωση των αποθεμάτων και επιβάρυνση του κλίματος, με παράλληλη εξασθένηση των προβλέψεων για περαιτέρω άνοδο. Η έκρηξη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών το 2006 δεν αφήνει αμφιβολία ότι η παραγωγική βάση της χώρας γίνεται λιγότερο ανταγωνιστική. Ο ΣΕΒ από την πλευρά του επιμένει στην ανάγκη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δεν κρύβει την άποψή του ότι «όσο πιο γρήγορα και βαθύτερα γίνουν οι απαιτούμενες προσαρμογές και αλλαγές τόσο δυναμικότερες θα εμφανισθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις», τονίζοντας παράλληλα ότι «αν δεν υλοποιήσουμε τις αλλαγές που απαιτούνται, η συνέχιση του status quo της απραξίας ή των χαμηλών ταχυτήτων μπορεί να μετατρέψει τα προβλήματα προσαρμογής σε καθεστώς κρίσης».