ΕΝΑ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ευρώ. Τόσα επένδυσε στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1985 και κυρίως από το 2000 και εντεύθεν ως πρόσφατα η ελληνική τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, τελευταίο απόκτημα της οποίας επί αμερικανικού εδάφους είναι ο μπετατζής S&W Ready Mix Concrete, ιδιοκτήτης 26 παραγωγικών μονάδων ετοίμου σκυροδέματος με μεταφορικό στόλο πάνω από 250 μπετονιέρες και, κατά πληροφορίες, ετήσιο τζίρο περί τα 225 εκατ. ευρώ στις Πολιτείες της Βόρειας και της Νότιας Καρολίνας. Είκοσι δύο χρόνια αφότου ο σημερινός πρόεδρος του Τιτάνα κ. Ανδρέας Κανελλόπουλος, βασικός εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς των Αχαιών Κανελλόπουλων οι οποίοι ίδρυσαν το 1902 μαζί με άλλους επιχειρηματίες την εταιρεία, έδινε το «σύνθημα» για τη μεταφορά του πρώτου φορτίου με ελληνικό τσιμέντο της εταιρείας από το Καμάρι της Βοιωτίας στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, η ελληνική «απόβαση» βαίνει ακάθεκτη.


Το πρώτο τσιμέντο με το σήμα Τιτάν είχε αφιχθεί στις ΗΠΑ το 1985, όταν ο μετέπειτα πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Ανδρ. Κανελλόπουλος τις επέλεξε ως βασική χώρα επέκτασης του ελληνικού ομίλου, που αποχωρούσε αναγκαστικά από τις αγορές της Σαουδικής Αραβίας, της Αλγερίας και της Υεμένης, καθώς οι χώρες αυτές αποκτούσαν δικές τους μονάδες. Σπουδαγμένος στη Ζυρίχη της Ελβετίας όπως κάποτε και ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, που ήταν ο βασικός συντελεστής της ίδρυσης του Τιτάνα και ως ιθύνων νους του «κύκλου της Ζυρίχης» στις αρχές του 20ού αιώνα πρωτοστάτησε στη δημιουργία μεγάλων βιομηχανικών μονάδων στην Ελλάδα, ο σημερινός πρόεδρος της εταιρείας υποστήριξε με πάθος τη διεθνοποίησή της και την ανάδειξή της στον μεγαλύτερο έλληνα επενδυτή στις Ηνωμένες Πολιτείες.


Το τίμημα αυτή τη φορά, για τη νέα εξαγορά, ήταν περί τα 175 εκατ. ευρώ. Δαπανώντας αυτό το ποσό ο Τιτάνας απέκτησε την περασμένη εβδομάδα, μετά εξάμηνες διαπραγματεύσεις, το 100% των μετοχών της S&W.


* Μεγάλες προσδοκίες


Τα 26 μπετατζίδικα της S&W προστίθενται πλέον στα 66 που ήδη διέθετε η Titan America, 100% θυγατρική της ελληνικής Τιτάν, ανεβάζοντας στα 92 τον συνολικό αριθμό τους. Η ελληνική εταιρεία, ένας από τους μεγαλύτερους ανεξάρτητους παραγωγούς στην κυριαρχούμενη παγκοσμίως από μετρημένες στα δάχτυλα πολυεθνικές εταιρείες αγορά του τσιμέντου, οφείλει πλέον στις ΗΠΑ το 45% των συνολικών εσόδων της, αφού η Titan America τον περασμένο χρόνο πραγματοποίησε κύκλο εργασιών ύψους 712,3 εκατ. ευρώ και εξασφάλισε λειτουργικά κέρδη (EBITDA) ύψους 191 εκατ. ευρώ, ίσα προς το 38% των συνολικών. Η εξάρτησή της από την απόδοση του γιγαντιαίου πλέον αμερικανικού τομέα της ξεπερνά ίσως και τις προσδοκίες των εμπνευστών της ελληνικής «απόβασης» στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ.


Ενας από αυτούς, ο βασικότερος ίσως, ο άλλοτε εντεταλμένος της σύμβουλος Αγης Πρεζάνης, δεν είναι πια εν ζωή. Η «απόβαση» που είχε σχεδιάσει το 1984 εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά, κυρίως χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός που έμελλε να αλλάξει δραματικά τα μεγέθη του ελληνικού ομίλου, αλλά ο στρατηγικός σχεδιασμός ήταν, λέγεται, κατά βάση δικός του.


Για πρώτη φορά το 1985 ελληνικό τσιμέντο έσπασε το φράγμα της αμερικανικής αγοράς. Το πλοίο «Bulk Venturer» που μετέφερε άνθρακα από τις ΗΠΑ στην Ελευσίνα, επέστρεψε στη βάση του φορτωμένο με τσιμέντο από το Καμάρι. Ετσι άρχισε το αμερικανικό ταξίδι της πρώτης ελληνικής βιομηχανίας που υιοθέτησε το Σύμφωνο του ΟΗΕ για την εταιρική κοινωνική ευθύνη και έχει καταφέρει να είναι η μόνη, μεταξύ όλων όσων ιδρύθηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα, που παραμένει υπό τον έλεγχο της οικογένειας η οποία την ίδρυσε πριν από 105 χρόνια, αφού όλες οι άλλες είτε έπαψαν να υπάρχουν είτε άλλαξαν χέρια.


Παρά τον σκληρό ανταγωνισμό των πολυεθνικών που συνωστίζονταν στις ΗΠΑ, η Τιτάν το έτος αυτό διασφάλισε τους επιθυμητούς ναύλους και διοχέτευσε σε εισαγωγείς τσιμέντου 750.000 τόνους. Διείδε ότι το υψηλό κόστος παραγωγής των αμερικανών τσιμεντάδων παρείχε ευκαιρίες για τη στρατηγική τοποθέτησή της στη μεγαλύτερη αγορά του δυτικού κόσμου. Η ελληνική εταιρεία συνειδητοποίησε ότι καθώς οι τσιμεντοβιομηχανίες στην Αμερική βρίσκονται μακριά από τις ακτές και οι χερσαίες μεταφορές του τσιμέντου ήταν πανάκριβες, θα μπορούσε με τους κατάλληλους θαλάσσιους υπερατλαντικούς ναύλους να τα καταφέρει. Γι’ αυτό είχε ιδρύσει τη θυγατρική Τιτάν Τσιμέντα Ατλαντικού.


Το επόμενο σημαντικό βήμα έγινε τρία χρόνια μετά, το 1988, καθώς σοβούσε η σύγκρουση του περίφημου πολυεθνικού καρτέλ του τσιμέντου με τους ανεξάρτητους παραγωγούς και εμπόρους. Η Τιτάν έγινε η πρώτη ελληνική εταιρεία που έλαβε άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος για να επενδύσει ένα μεγάλο ποσό στις ΗΠΑ, αποκτώντας από τον κ. Γουίλιαμ Κλέιτον, ιδιοκτήτη ομίλου που ήταν ο μεγαλύτερος καταναλωτής τσιμέντου στην περιοχή της Νέας Υόρκης, το 50% της εταιρείας εισαγωγής τσιμέντου Essex Cement στο Νιου Τζέρσι, που είχε την έδρα της λίγα μόνο χιλιόμετρα δυτικά της Νέας Υόρκης. Ο κ. Κλέιτον, καθώς πάσχιζε να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό των πολυεθνικών, διείδε στην ελληνική εταιρεία έναν αξιόπιστο, ανεξάρτητο και ποιοτικό συνεργάτη ο οποίος και της παραχώρησε τη μισή Eseex, μέρος του εξοπλισμού της οποίας είχε κατασκευάσει πολύ νωρίτερα, λόγω μιας παλαιάς γνωριμίας, στην ίδια την Ελλάδα.


* Εργοστάσιο στη Β. Καρολίνα


Ωσπου την άνοιξη του 1991 η Τιτάν ανήγγειλε ότι αποφάσισε να κατασκευάσει εκ θεμελίων μια νέα τσιμεντοβιομηχανία στη Βόρεια Καρολίνα. Στα τέλη του 1992 απέκτησε μάλιστα, έπειτα από πολύ κόπο και «πόλεμο», τις σχετικές άδειες, για να βρεθεί ξαφνικά… στον δρόμο της η Tarmac, μεγαλύτερη κατασκευαστική εταιρεία της Βρετανίας και θύμα και αυτή του αδίστακτου πολυεθνικού καρτέλ των μεγάλων ευρωπαίων τσιμεντάδων.


Εχοντας εμπορικές σχέσεις με τον Τιτάνα και γνωρίζοντας τα ενδιαφέροντά του, καθώς άλλαζε τη στρατηγική της ήλθε σε συμφωνία με την ελληνική εταιρεία και η τελευταία απέκτησε την πλειονότητα των μετοχών καθώς και τον έλεγχο του εργοστασίου τσιμέντου Roanoke που διέθετε η Tarmac στη Βιρτζίνια. Ο κ. Α. Κανελλόπουλος δεν θα αργούσε στην κοιλάδα του Roanoke, επισφραγίζοντας τη συμφωνία, να προσφέρει συμβολικά στον επικεφαλής της τον Αμερικανικό Αετό, σύμβολο πρωτοπορίας και επιδίωξης υψηλών στόχων στην ιστορία του Νέου Κόσμου. «Δεν έχω καταλήξει σε τι ποσοστό βοήθησε η διορατικότητά μας και σε τι η τύχη…» έλεγε αργότερα ο Α. Πρεζάνης για το πώς η Τιτάν απέκτησε το πρώτο αμερικανικό παραγωγικό διαβατήριό της.


* Καταλυτικές συμμαχίες


Το τόλμημα της «συμμαχίας» με την Tarmac στη Βιρτζίνια ήταν καταλυτικό. Οκτώ χρόνια μετά, το 2000, ο Τιτάνας κατέληξε σε συμφωνία μαζί της για να αγοράσει ολόκληρη την Tarmac America, δηλαδή όχι μόνο τις υπόλοιπες μετοχές του Roanoke και του σταθμού διανομής που χρησιμοποιούσε για την εισαγωγή ελληνικού τσιμέντου στο νευραλγικό λιμάνι του Νόρφολκ, όπου σήμερα εδρεύει η πανίσχυρη Titan America, αλλά και το εργοστάσιο τσιμέντου Pennsuco στη Νότια Φλόριδα, στο βορειότερο μέρος του μητροπολιτικού Μαϊάμι, καθώς και σταθμός εισαγωγής στην Τάμπα και δεκάδες μονάδες ετοίμου σκυροδέματος, τσιμεντόλιθων και λατομεία. «Ευτυχώς που είχαν καθυστερήσει οι άδειες για το πολυδάπανο εργοστάσιο που με υψηλό ρίσκο θέλαμε το 1991 να φτιάξουμε μόνοι μας…» παραδέχονταν στελέχη της ελληνικής εταιρείας μετά την ιστορική συμφωνία εξαγοράς της Tarmac America.


Στις 22 Αυγούστου 1990 στη Νέα Υόρκη οι κκ. Δ. Παπαλεξόπουλος, Μιχ. Κολακίδης και Αρ. Παπαδόπουλος της ελληνικής εταιρείας, ενώ το ρολόι έδειχνε 3.30 π.μ., είπαν στην Tarmac το «ναι» που άλλαξε θεαματικά τον ρου της ιστορικής ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας. Το εργοστάσιο στη Βόρεια Καρολίνα δεν έγινε ποτέ. Αντ’ αυτού την περασμένη εβδομάδα εξαγοράστηκε η S&W Ready Mix Concrete, που απλώνεται τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια Καρολίνα. Δίχως άλλο ισχύει και τώρα αυτό που ο κ. Α. Κανελλόπουλος τόνιζε και το 2000, ότι «ενδυναμώνεται η εξαγωγική διέξοδος της περίσσειας ελληνικής παραγωγής τσιμέντου προς την ελλειμματική αγορά των ΗΠΑ».


Α. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ «Γιατί την αγοράσαμε…»


«Τα τελευταία χρόνια η υψηλή χρηματική ρευστότητα σε όλες σχεδόν τις χώρες είχε καταστήσει σχεδόν απρόσιτα τα τιμήματα εξαγοράς επιχειρήσεων που είχαν καλές προοπτικές» αναφέρει σε δήλωσή του προς «Το Βήμα της Κυριακής» ο πρόεδρος της εταιρείας κ. Ανδρ. Κανελλόπουλος (φωτογραφία), προσθέτοντας:


«Το φαινόμενο ήταν εξαιρετικά έντονο στον κλάδο των δομικών υλικών, που ενδιαφέρει τον Τιτάνα. Τελευταία όμως στις ΗΠΑ, κάτι η κυκλική κρίση στην αγορά κατοικίας, που ξέσπασε το περασμένο φθινόπωρο, κάτι η πρόσφατη εξασθένηση του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ και τα προσφερόμενα τιμήματα μοιάζουν και πάλι ελκυστικά.


Ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης της ζήτησης είναι σημαντικό για μια τσιμεντοβιομηχανία να διαθέτει ικανοποιητικό δίκτυο μονάδων έτοιμου σκυροδέματος για να μπορεί να εξασφαλίσει τη διοχέτευση των προϊόντων της στην αγορά. Ολα αυτά οδήγησαν τον Τιτάνα σε εξαγορά της S&W, μιας επιχείρησης με εξαιρετική στελέχωση, χωρίς τραπεζικό δανεισμό και που αναπτύσσεται δυναμικά στα παράλια της Βόρειας και Νότιας Καρολίνας. Οι δύο αυτές Πολιτείες που εμφανίζουν μεγάλη αύξηση πληθυσμού έχουν πολύ καλές προοπτικές γιατί διαθέτουν εξαιρετικό κλίμα, ενώ οι τιμές της γης απέχουν ακόμη πολύ απ’ αυτές της Φλόριδας ή της Καλιφόρνιας. Ο ανεφοδιασμός της S&W θα αποτελέσει μια καλή πρόσθετη διέξοδο για το εργοστάσιο στο Roanoke της Βιρτζίνια, ενώ σε περιόδους έξαρσης της ζήτησης θα συμπληρώνεται με εισαγωγές μέσω του σταθμού μας στο Νόρφολκ».