ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ της ελληνικής αστικής τάξης γιορτάζει σιωπηρά τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή του. Ούτε χαρμόσυνες λαμπρές τελετές και παράτες ούτε συμπόσια και συνέδρια θα σημαδέψουν τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννηση του ΣΕΒ, που ήλθε σαν ώριμο τέκνο του ελληνικού καπιταλισμού το 1907 να εκφράσει τις συλλογικές ανάγκες των πιο φιλόδοξων και πρωτοπόρων επιχειρηματιών οι οποίοι οραματίζονταν τη βιομηχανική άνδρωση της Ελλάδας. Μόλις και μετά βίας ένα λεύκωμα, για την τιμή των όπλων, λέγεται ότι θα αφιερώσει ο Σύνδεσμος των Ελληνικών Βιομηχανιών στα εκατοστά του γενέθλια, προσπερνώντας τυπικά μάλλον το ιωβηλαίο του. Ούτε πανηγυρισμοί θα υπάρξουν για τη θριαμβευτική επικράτηση των ιδεών που πρέσβευαν οι ιδρυτές του και οι οικονομικοί επίγονοί τους, αλλά ούτε «mea culpa» θα υποχρεωθούν να πουν οι συνεχιστές τους για όσα η Ιστορία πιθανολογείται ότι θα καταγράψει ως αμφιλεγόμενες και σκοτεινές, αν όχι μελανές, σελίδες στην πολυκύμαντη, πλούσια σε γεγονότα και ιδεολογικές – πολιτικές αναζητήσεις ιστορική διαδρομή του συνδέσμου της οικονομικής ελίτ της χώρας.



«Να μην αναλωθούμε στα χρόνια που πέρασαν, ας αφήσουμε τις ομφαλοσκοπήσεις και τα μνημόσυνα κι ας επικεντρωθούμε απερίσπαστοι στα χρόνια που έρχονται, στην εκατονταετία που τρέχει» είναι η γνώμη κορυφαίου αξιωματούχου του ΣΕΒ, ο οποίος παραδοσιακά αποστρέφεται την εσωστρέφεια. «Και από τι άλλο θα διδαχθούμε αν όχι από την ιστορία μας, από τα επιτεύγματά μας και συνάμα όμως από τα λάθη που έχουμε κάνει;» αντιτείνουν με επικριτικό τόνο άλλοι, πρεσβύτεροι παράγοντες του συνδέσμου. Ανέκαθεν στο παρασκήνιο, πίσω από την εικόνα της σιδερένιας μονολιθικής ενότητας, εκδηλώνονταν διάφορες αντίρροπες τάσεις στους κόλπους του συνδικάτου των βιομηχάνων, το οποίο εμφανίστηκε δυναμικά στην ελληνική οικονομική ζωή στις 29 Ιανουαρίου του 1907, αρχικά με την επωνυμία Σύνδεσμος των Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, καθώς η εργατική τάξη είχε ήδη αποκτήσει τις πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις της. Μια οργάνωση που λεγόταν «Βιομηχανικός Σύνδεσμος» είχε εμφανιστεί αρκετά χρόνια πριν, το 1896, αλλά δεν είχε μακροημερεύσει.


* Πρώτος πρόεδρος ο Ηλίας Πουλόπουλος


Από τα πρώτα του ακόμη βήματα με επικεφαλής την εμβληματική μορφή του Ηλία Πουλόπουλου, του δημιουργού του ιστορικού πιλοποιείου των Πετραλώνων και προέδρου του ως το 1912, ο ΣΕΒ δεν είχε πάντα ενιαία φωνή. Τα πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα οδηγούσαν συχνά σε παρασκηνιακές συγκρούσεις, που δεν έλειψαν ούτε το 1936, όταν ο σύνδεσμος τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά και ο επί σειράν ετών πρόεδρός του Ανδρέας Χατζηκυριάκος των τσιμέντων Ηρακλής, βασικός θεμελιωτής μεγάλων ελληνικών βιομηχανιών και εμπνευσμένος επιχειρηματίας, ανέλαβε υπουργός Εθνικής Οικονομίας με αντεργατικές κραυγές, ούτε στη διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, όταν ο μετέπειτα επίτιμος και χαρισματικός πρόεδρός του Χριστόφορος Κατσάμπας της Πειραϊκής Πατραϊκής και άλλοι ηγήτορες του συνδέσμου επέτρεψαν στους εαυτούς τους να θεωρούνται χρηματοδότες της αγοράς όπλων που κατέληγαν στα χέρια των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων, παρόμοιων ευαγών οργανώσεων.


Οι αντιθέσεις εξάλλου ούτε σήμερα λείπουν, αφού οι διαπρύσιοι κήρυκες και οπαδοί του αγγλοσαξονικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση με άλλους που ασπάζονται μια περισσότερο πλουραλιστική ευρωπαϊκή εκδοχή της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης για τη χώρα, κρατώντας αποστάσεις από την αχαλίνωτη παγκοσμιοποίηση και τον «τζογαδόρικο καπιταλισμό». Οι «ορθόδοξοι» και οι «καθολικοί» του ΣΕΒ, όπως είναι φυσικό, έχουν κοινή «Μέκκα». Η διάσπαση δεν ήταν ποτέ η επιλογή τους.


Το συνδικάτο των βιομηχάνων δεν χαμήλωσε ούτε στιγμή στον αιώνα της δράσης του τη σημαία της οικονομικής ορθοδοξίας και της ελεύθερης ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, αν και δεν έπαψε ποτέ να κλείνει το μάτι στην κρατική προστασία και παρέμβαση. Ο προστατευτισμός, άλλωστε, όπως ο Ανταμ Σμιθ δίδαξε πολλά χρόνια προτού ιδρυθεί ο ΣΕΒ, είναι η άλλη όψη του νομίσματος της ελεύθερης αγοράς.


Οσες πολιτικές παρεμβάσεις κι αν απειλήθηκαν για την άλωσή του, το συνδικάτο έμεινε άπαρτο κάστρο, προμαχώνας και άγρυπνος φρουρός της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. «Χωρίς τον ΣΕΒ η Ελλάδα θα ήταν πολύ φτωχότερη» συνοψίζει ένας από τους αξιωματούχους του.


* Συμπόρευση «με το γκουβέρνο…»


Ακολουθώντας τη συμβουλή του επίτιμου προέδρου του Μποδοσάκη Αθανασιάδη για συμπόρευση «με το γκουβέρνο…» ο ΣΕΒ στάθηκε πολλές φορές αμετακίνητος στη μια όχθη του ποταμού των πολιτικών εξελίξεων της χώρας, ερχόμενος στο επίκεντρο των πολιτικών συγκρούσεων. Χρειάστηκε η σοφία του κ. Δημητρίου Μαρινόπουλου της φαρμακοβιομηχανίας Φαμάρ και των συνεπώνυμων σουπερμάρκετ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, όταν οι συνταγματάρχες κατέλυσαν τη δημοκρατία, και την περίοδο της μεταπολίτευσης από το 1974 ως το 1978 για να αποκτήσει ο ΣΕΒ ευρύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση, αλλά και η σοφία του κ. Θεόδωρου Παπαλεξόπουλου των τσιμέντων Τιτάν από το 1982 ως το 1988 ώστε το συνδικάτο των βιομηχάνων να αναγνωριστεί ως μαχητικός και συνάμα εποικοδομητικός κοινωνικός εταίρος με σταθερές θέσεις χωρίς δογματικές προκαταλήψεις για τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο και ταυτόχρονα με ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προφίλ και ορίζοντα.


Η ΑΝΑΚΑΜΨΗ Τα χρόνια της Κατοχής, οι ΗΠΑ, η δικτατορία του ’67 και η ΕΟΚ


Μαζί με την επιταγμένη από τους κατακτητές βιομηχανία εξουθενώθηκε κατά την Κατοχή και ο ΣΕΒ, ο οποίος κατά κάποιους «είχε αναστείλει τη λειτουργία του» και κατ’ άλλους «λειτουργούσε σκιωδώς». Τα γραφεία του επίσης είχαν επιταχθεί. Από το 1944 ως το 1945 την ανάστασή του επεχείρησε ο Αγγελος Κανελλόπουλος του Τιτάνα, για να παραχωρήσει την προεδρία από το 1945 ως το 1949 στον επίσης πολλαπλώς βαλλόμενο Χρ. Κατσάμπα. Από το 1946 το συνδικάτο μετονομάστηκε σε Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων.


Η ανάπτυξη άργησε, ήρθε τη δεκαετία του 1960 με ένα διαφορετικό μοντέλο που έφερε τη σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και συνδύαζε τη χαλάρωση της προστασίας με την ενσωμάτωση στη διεθνή αγορά, τη φιλελευθεροποίηση των εισαγωγών και την πολλές φορές αποικιοκρατική πριμοδότηση ξένων κεφαλαίων.


Με την ανάδειξη του Αλέξανδρου Τσάτσου της ΑΓΕΤ Ηρακλής στο τιμόνι του ΣΕΒ το 1952, ο Σύνδεσμος δηλώνει την προσήλωσή του στην ελληνοαμερικανική φιλία, ωστόσο οι πρώτες φωνές στο εσωτερικό του για πιο ανεξάρτητη «ευρωπαϊκή πορεία» γίνονται αισθητές και δυναμώνουν σιγά σιγά επί προεδρίας του Νικολάου Δρίτσα το 1956, για να γίνουν ακόμη πιο έντονες και ξεκάθαρες το 1958, όταν τα ηνία του περνούν για δύο χρόνια στον Γεώργιο Δράκο της εταιρείας ηλεκτρικών συσκευών Ιζόλα. Η σταδιακή πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της ΕΟΚ γίνεται το επίσημο πολιτικό όραμα του ΣΕΒ επί προεδρίας του Λεωνίδα Κανελλόπουλου του Τιτάνα από το 1960 ως το 1962 και στη συνέχεια ως το 1966 με την επάνοδο του οραματιστή Γ. Δράκου στην προεδρία. Κρατώντας αποστάσεις από τους εφοπλιστές, ο ΣΕΒ δεν εμπλέκεται στον πόλεμο κατά του Γεωργίου Παπανδρέου.


Πολλά από τα «παλιά τζάκια» τάσσονταν υπέρ της ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής και η δικτατορία του 1967 προκάλεσε στον ΣΕΒ μέγα δίλημμα. Ευτυχώς γι’ αυτόν, από το 1966 είχε αναλάβει την προεδρία του ο ήπιων τόνων κ. Δημ. Μαρινόπουλος. Διέσωσε την τιμή και την υπόληψη του συνδέσμου επιλέγοντας μια πολιτική διακριτικών αποστάσεων από τους συνταγματάρχες. Αρκετοί βιομήχανοι πλούτισαν συνεργαζόμενοι χωρίς αναστολές με τους συνταγματάρχες, ωστόσο ο σύνδεσμος δεν στιγματίστηκε ιδιαίτερα, αν και από το 1970 ως το 1974, οπότε την προεδρία του ανέλαβε ο Ιωάννης Μητσός, η πολιτική των αποστάσεων έτεινε μερικές φορές να γίνει δυσδιάκριτη. Χρειάστηκε να επανέλθει στη θέση του προέδρου το 1974 ο κ. Δ. Μαρινόπουλος για να πετύχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση του Συνδέσμου, παραμένοντας στην προεδρία ως το 1978.


Ο «κύκλος της Ζυρίχης»


Η ίδρυση του ΣΕΒ το 1907 ήταν καρπός, όπως και όλες σχεδόν οι μεγάλες βιομηχανικές μονάδες που χτίστηκαν στην Ελλάδα τις αρχές του περασμένου αιώνα, της πρωτοβουλίας του λεγόμενου «κύκλου της Ζυρίχης». Οι πρωτοπόροι νέοι βιομήχανοι της εποχής, γόνοι συνήθως εύπορων σταφιδέμπορων και καραβοκύρηδων, σπούδασαν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης.


Πρωτεργάτες και σκαπανείς της ελληνικής βιομηχανίας ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, ο Λεόντιος Οικονομίδης, ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος και ο Αλέξανδρος Ζαχαρίου. Οχι άδικα, η παράλληλη ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής βιομηχανίας και του ΣΕΒ αποδίδεται σε μια μικρή ομάδα ευρυμαθών, φωτισμένων και φιλόδοξων, δυναμικών και νέων επιχειρηματιών, η οποία από τους ιστορικούς περιγράφεται ως «κύκλος της Ζυρίχης» και έχει σήμερα μοναδικό της απόγονο-εκπρόσωπο στον ελληνικό βιομηχανικό στίβο την τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν.


Η εν λόγω ομάδα επιχειρηματιών έβαλε επίσης τη σφραγίδα της το 1912 στην ψήφιση του πρώτου νόμου, γνωστού ως 4026, «περί των όρων ιδρύσεως βιομηχανικών εγκαταστάσεων», με πρόεδρο πλέον του ΣΕΒ τον ίδιο τον Ν. Κανελλόπουλο.


Διάδοχός του άλλωστε στο βιομηχανικό συνδικάτο το 1916 ήταν ο φίλος του Λ. Οικονομίδης, υπέρμαχος της πρώτης απογραφής των βιομηχανικών μονάδων, η οποία έγινε το 1917 και επισημοποίησε την ύπαρξη σημαντικών βιομηχανικών ομάδων. Από τον ίδιο κύκλο προερχόμενος, ο Α. Χατζηκυριάκος, πρόεδρος του ΣΕΒ από το 1920 ως το 1924, ήταν ο πρωταγωνιστής της θέσπισης του πρώτου νόμου για «την προώθηση της βιομηχανίας».


Ετσι, τα ηνία του ΣΕΒ το 1924 πέρασαν στον μεταλλειολόγο μηχανικό Κωνσταντίνο Νέγρη ο οποίος μετείχε σε εξορυκτικές μπίζνες στο Λαύριο και στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής. Ο ίδιος τα παρέδωσε πάλι το 1927 στον Α. Χατζηκυριάκο και τα ανέλαβε εκ νέου το 1931 ως το 1933.


Η Εθνική Τράπεζα είχε υιοθετήσει ένα γερμανικό μοντέλο συμμετοχής στη βιομηχανική ανάπτυξη, με πολλές φιλοδοξίες, μετέχοντας ακόμη και στα διοικητικά συμβούλια πολλών εταιρειών. Ηταν ένα τραπεζικό μοντέλο που εγκαταλείφθηκε μεταπολεμικά για να παραχωρήσει τη θέση του σε μια εκδοχή ήσσονος βιομηχανικής ανάπτυξης, κομμένης και ραμμένης στα μέτρα βρετανικών και αμερικανικών συμφερόντων.


Από το 1933 ως το 1935 ο ΣΕΒ είχε στο τιμόνι του τον κλωστοϋφαντουργό Νικόλαο Δέδε, τον οποίο διαδέχθηκε το 1936-1939 ένας άλλος δαιμόνιος κλωστοϋφαντουργός, ο Ιωάννης Τερζάκης της Ελληνικής Εριουργίας, ο οποίος θα εμφανιστεί πάλι στο μεταπολεμικό πια προσκήνιο ως πρόεδρος του ΣΕΒ την περίοδο 1943-1944. Με ένα διάλειμμα μόλις ενός έτους, από το 1933 ως το 1952, σχεδόν επί μία εικοσαετία, κουμάντο στο συνδικάτο των βιομηχάνων έκανε το πανίσχυρο τότε κλωστοϋφαντουργικό λόμπι, με εξέχουσα μορφή τον ακαταμάχητο Χριστόφορο Κατσάμπα.


Από το 1979 εξάλλου το συνδικάτο είχε μετονομαστεί σε Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, θέλοντας να επισημάνει ότι τα μέλη του δεν είναι πλέον τα φυσικά πρόσωπα-βιομήχανοι, όπως όταν ιδρύθηκε, αλλά τα νομικά πρόσωπα-επιχειρήσεις που ανήκουν εν πολλοίς σε ευρύτερα σύνολα μετόχων και επενδυτών.


Οι κρατικοποιήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή δεν άφησαν αδιάφορο βεβαίως τον ΣΕΒ. Τα δηλητηριώδη πυρά για τη μεταπολιτευτική… «σοσιαλμανία» δεν άργησαν και αποδίδονται στη νέα ισχυρή προσωπικότητα που εμφανιζόταν στο προσκήνιο, τον κ. Θεόδ. Παπαλεξόπουλο της εταιρείας-στυλοβάτη του συνδέσμου, της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν.


Ηδη όμως από την περίοδο της δεύτερης προεδρίας Μαρινόπουλου και στη συνέχεια επί των ημερών της προεδρίας του Δημήτρη Κυριαζή ο ΣΕΒ έδινε την εντύπωση ότι άρχιζε να υπερβαίνει τα στενά, εγωιστικά, ταξικά του συμφέροντα, αναζητώντας συναινετικές λύσεις για όλο και περισσότερα κοινωνικά ζητήματα, με άξονα πάντοτε τους κοινοτικούς κανόνες, την ίδια ώρα που μαχόταν σθεναρά για τα «πιστεύω» του. Το κατόρθωσε τελικά με τον κ. Παπαλεξόπουλο στο τιμόνι του την περίοδο 1982-1988, κερδίζοντας τον σεβασμό του Ανδρέα Παπανδρέου, παρά τις σθεναρές και επίμονες αντιπαραθέσεις οι οποίες είχαν οδηγήσει ακόμη και σε συγκρότηση «Εθνικού Συμβουλίου Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας» που απειλούσε με διαδηλώσεις «τύπου κατσαρόλας». Το κόστος βεβαίως ήταν η συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα.


Οι πρόσφυγες έφεραν την επανάσταση


Η Μικρασιατική Καταστροφή έφερε ουσιαστικά την Ελλάδα στη φάση της δικής της βιομηχανικής επανάστασης και άλλαξε όχι μόνο τη χώρα αλλά και τον ίδιο τον ΣΕΒ. «Αυτό που λέμε «βιομηχανική επανάσταση» έκανε 150 χρόνια να έλθει στον τόπο μας και ήρθε ξενόφερτη από πιο εξελιγμένους Ελληνες, πρόσφυγες μιας καταστροφής. Αν σκεφθούμε λίγο θα δούμε ότι μια εθνική καταστροφή, που αποστέρησε από την Ελλάδα το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, προκάλεσε τη βιομηχανική επανάσταση στον τόπο μας» θα ομολογήσει πολλά χρόνια μετά ο κ. Δ. Μαρινόπουλος. «Πρόσφυγας» εθεωρείτο άλλωστε και ο τρανός Πρόδρομος Αθανασιάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Μποδοσάκη Αθανασιάδη.


Δημ. Δασκαλόπουλος: «Χάρτα υποχρεώσεων και δικαιωμάτων»


Αναζητώντας τη θέση του στο νέο οικονομικό και πολιτικό σκηνικό την περίοδο μετά το 1988, ο ΣΕΒ ένιωσε ισχυρότερος παρά ποτέ και δεν απέφυγε μερικές φορές τις εκδηλώσεις αμετροέπειας και υπεροπτικής αντιμετώπισης του πολιτικού προσωπικού, αλλά και των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα όμως, ιδίως την περίοδο της προεδρίας του χαρισματικού και παράλληλα πληθωρικού στις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Κυριακόπουλου, ανοίχτηκε όσο ποτέ κατά το παρελθόν στην ελληνική κοινωνία. Η βιομηχανία έγινε ακόμη μικρότερη, πλην όμως αποδοτικότερη και ευρωπαϊκότερη.


Η ανάδειξη στην προεδρία του ΣΕΒ από το 2006 του άλλοτε σκληρού επικριτή των «ανεξέλεγκτων πολυεθνικών» κ. Δημ. Δασκαλόπουλου (φωτογραφία) της εταιρείας τροφίμων Vivartia σηματοδοτεί μια νέα φάση στη σύγχρονη ιστορία της ισχυρότερης εργοδοτικής οργάνωσης της χώρας. Ξαφνιάζοντας όσους υπέθεταν ότι κατατάσσεται στους οπαδούς της υπερορθόδοξης καπιταλιστικής οικονομικής «σχολής» του Σικάγου, όπου σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων μετά την αποφοίτησή του από την ΑΣΟΕΕ, ο ίδιος είχε εισηγηθεί στο συνδικάτο της οικονομικής ελίτ της χώρας την υιοθέτηση μιας φιλόδοξης «Χάρτας υποχρεώσεων και δικαιωμάτων» των κοινωνικών εταίρων, ως υπεύθυνη απάντηση της επιχειρηματικής τάξης «απέναντι σε ένα αίσθημα δικαίου που διακατέχει την κοινωνία» επικρίνοντας κάθε πρακτική «άγριου εμπορευματικού καπιταλισμού» και υποστηρίζοντας ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί «στα μακροχρόνια και όχι στα άμεσα κέρδη».