ΠΡΟΪΟΝΤΑ αξίας 3,5 εκατ. ευρώ, κατά μέσον όρο, εισάγονται ημερησίως στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, τις δύο χώρες που μετά την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τη συνακόλουθη ολοσχερή κατάργηση από την 1η Ιανουαρίου του 2007 των δασμών στο διμερές εμπόριο αναμένεται να απορροφούν περισσότερα ελληνικά προϊόντα. Η προοπτική αύξησης των ελληνικών εξαγωγών σε αυτές τις χώρες είναι φυσικά η μία μόνον όψη του νομίσματος. Δεν είναι λίγοι όσοι περιμένουν ότι κάποιοι βιομηχανικοί κλάδοι στην Ελλάδα θα έχουν ίσως περισσότερες απώλειες παρά οφέλη, καθώς οι επιχειρήσεις κυρίως της Βουλγαρίας, αλλά και της Ρουμανίας, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που ανήκουν σε ελληνικά συμφέροντα, σκοπεύουν να διοχετεύσουν στην ελληνική αγορά ακόμη μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους, αξιοποιώντας το υψηλότερο επίπεδο των τιμών στην Ελλάδα. Τα στοιχεία για την εξέλιξη του διμερούς εμπορίου στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2006 υποδηλώνουν όχι μόνο νέα σημαντική αύξηση των εισαγωγών από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αλλά και εντυπωσιακή ποιοτική αναβάθμισή τους, αφού διευρύνονται εντυπωσιακά οι κατηγορίες τόσο των παραδοσιακών προϊόντων όσο και των προϊόντων μέσης και υψηλότερης τεχνολογίας που αποκτούν σταθερή πρόσβαση στην ελληνική αγορά.


Ο αναπληρωτής πρόεδρος του τμήματος του ΕΒΕΑ που ασχολείται με το ελληνορουμανικό εμπόριο κ. Ν. Κουγιουμτσής εκτιμά ότι «είναι λογικό να συμβεί αυτό, καθώς οι οικονομίες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας θα δυναμώσουν» προσθέτοντας ότι το ελληνικό εμπόριο με τις δύο αυτές χώρες θα περάσει από μια μεταβατική φάση που μπορεί να αποδειχθεί επώδυνη για ορισμένες εγχώριες επιχειρήσεις.


«Τις επιπτώσεις θα τις νιώσει σε πρώτη φάση κυρίως η αγορά στη Βόρεια Ελλάδα» πιστεύει, υποθέτοντας ότι «αθρόες πρόσθετες εισαγωγές θα γίνουν από τη Βουλγαρία, όπου πολλά προϊόντα είναι πολύ πιο φθηνά απ’ ό,τι στη χώρα μας».


Οι πληροφορίες αναφέρουν άλλωστε ότι στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες βορειοελλαδικές πόλεις «στήνονται» εμπορικά δίκτυα για την εισαγωγή βουλγαρικών και ρουμανικών καταναλωτικών προϊόντων. Επίσης αλυσίδες σουπερμάρκετ με πανελλαδικά δίκτυα ήδη βολιδοσκοπούνται για τη διάθεση πληθώρας ειδών διατροφής από τις γειτονικές χώρες. Ως τώρα ο βιομηχανικός κλάδος των τροφίμων, με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων υποκλάδων, δεν έχει πληγεί από εισαγωγές είτε από τη Βουλγαρία είτε από τη Ρουμανία. Αυτό αλλάζει όμως. Οι εισαγωγές έτοιμων τυροκομικών ειδών και πηγμένου γάλακτος για τυρί από τις δύο αυτές χώρες την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2006 αυξήθηκαν θεαματικά και ανήλθαν σε 17,1 εκατ. ευρώ.


* Σε επιφυλακή οι βιομήχανοι


Οι βιομήχανοι αρκετών υποκλάδων τροφίμων, με πρώτον ίσως αυτόν της αλευροβιομηχανίας όπου προεξοφλείται ισχυρή εισαγωγική πίεση από τη Βουλγαρία, βρίσκονται σε «επιφυλακή», καθώς θεωρούν βέβαιο ότι ο ανταγωνισμός από τις γειτονικές χώρες μετά την εισδοχή τους στην ΕΕ θα εκδηλωθεί με την έναρξη εισαγωγών οπωσδήποτε εντός του 2007. Στελέχη εταιρειών αλλαντικών, κρεατοπαρασκευασμάτων, αλλά και ζυμαρικών, γαλακτοκομικών ειδών και κονσερβοποιημένων τροφίμων εκτιμούν ότι είναι θέμα χρόνου η εκδήλωση εισαγωγικής δραστηριότητας εκ μέρους βουλγαρικών και ρουμανικών επιχειρήσεων με «όπλο» τις χαμηλότερες τιμές. Ορισμένοι κλαδικοί σύνδεσμοι επιχειρήσεων ήδη μελετούν τη μορφή των αντιδράσεών τους εστιάζοντας στις προδιαγραφές ποιότητας και εφιστώντας την προσοχή του ΕΦΕΤ για την αναγκαιότητα έγκαιρων και αποτελεσματικών ελέγχων.


Η μέση αύξηση της αξίας των εισαγωγών βιομηχανικών και λοιπών αγαθών από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2006, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΣΥΕ, ήταν 22,7%, αφού οι εισαγωγές από την πρώτη αυξήθηκαν κατά 33,5% και από τη δεύτερη κατά 8,7%. Στο σύνολο του έτους πιθανολογείται ότι οι εισαγωγές και από τις δύο χώρες μαζί ξεπέρασαν αθροιστικά το 1,25 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα είδη ενδυμασίας που «μπαινοβγαίνουν» στα σύνορα για να συμπληρωθούν τα διάφορα παραγωγικά στάδια. Τα πλήγματα που δέχονται οι εγχώριες παραγωγικές επιχειρήσεις γίνονται διαρκώς ισχυρότερα, αφού από τις χώρες αυτές εισάγονται σε ολοένα μεγαλύτερη κλίμακα ακόμη και λιπάσματα, χαλυβουργικά, χημικά, χαρτικά, είδη ξυλείας και έπιπλα, πλήττοντας ολοένα περισσότερους εγχώριους βιομηχανικούς κλάδους.


* Πλήττεται η μεταποίηση


Ειδικότερα οι εισαγωγές όχι μόνο πρώτων υλών αλλά και ημικατεργασμένης ξυλείας, επίπλων και άλλων ειδών ξυλείας από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2006 πλησίασαν τα 60 εκατ. ευρώ. Δύο ακόμη ασθενείς κλάδοι της ελληνικής μεταποίησης που πλέον πλήττονται σοβαρά από τις εισαγωγές από αυτές τις χώρες είναι η λιπασματοβιομηχανία και η χαρτοβιομηχανία.


«Υπάρχει ο φόβος ότι θα διεισδύσουν ανεξέλεγκτα στην ελληνική αγορά, από τις γειτονικές χώρες, κάθε είδους προϊόντα που θα είναι πάμφθηνα και θα εκτοπίσουν αντίστοιχα ελληνικά. Ακόμη κι αν συμβεί όμως κάτι τέτοιο, θα είναι πρόσκαιρο» αναφέρει ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος κ. Ι. Σταύρου, εκτιμώντας ότι πολλά από τα προϊόντα εταιρειών των γειτονικών χωρών δεν πρόκειται να επιβιώσουν στην εγχώρια αγορά όσο υστερούν ποιοτικά, αν και σε πρώτη φάση οι πιέσεις μπορεί να είναι έντονες. «Είναι καθήκον των ελεγκτικών μηχανισμών και οργάνων, συμπεριλαμβανομένων των τελωνείων, να προστατεύσουν την αγορά και τον καταναλωτή» καταλήγει.


Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Ελληνοβουλγαρικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και υπεύθυνος του ΕΒΕΑ για τη βουλγαρική αγορά κ. Παν. Κουτσίκος, μολονότι αισιοδοξεί ότι οι ελληνικές εξαγωγές προς αυτήν θα συνεχίσουν να αυξάνονται, προβλέπει ότι σταδιακά «θα κλείνει η ψαλίδα» του πλεονασματικού ακόμη για την Ελλάδα εμπορικού ισοζυγίου με τη χώρα αυτή. Επισημαίνει ότι τα βιομηχανικά προϊόντα της Βουλγαρίας αποκτούν σιγά σιγά αποδεκτά επίπεδα ποιότητας και ότι λόγω των πολύ πιο φθηνών τιμών των βουλγαρικών τροφίμων αργά ή γρήγορα «αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις του κλάδου διατροφής και εν γένει των καταναλωτικών προϊόντων θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενο ανταγωνισμό».