ΟΓΔΟΝΤΑ πέντε χρόνια από τότε που η οικογένεια Παπαδοπούλου ξεκίνησε το προσφυγικό ταξίδι της από την Κωνσταντινούπολη για τη Μασσαλία και είχε την έμπνευση να μείνει στην πόλη του Πειραιά όταν το πλοίο έδεσε για ανεφοδιασμό, για να μεγαλουργήσει τελικά στην ελληνική αγορά μπισκοτοποιίας, η εταιρεία Ε. Ι. Παπαδόπουλος δείχνει να ατενίζει με εξαιρετική αισιοδοξία, αν όχι ανέμελα, το μέλλον της από πλευράς ανταγωνιστικών απειλών. Μπορεί σε τόσους και τόσους κλάδους των τροφίμων τα μερίδια συνεχώς να αλλάζουν και οι «μεγάλοι» να μικραίνουν, ωστόσο στην αγορά του μπισκότου ουδείς φαίνεται να απειλεί την κυριαρχία της μεγαλύτερης εταιρείας. Οι πληροφορίες μάλιστα αναφέρουν ότι η επιχείρηση, που έκανε τα πρώτα της βήματα το 1922 και με την ανεκτίμητης αξίας οικογενειακή συνταγή του μπισκότου Πτι-Μπερ εξελίχθηκε σε μεγάλη βιομηχανία, αδυνατεί να ανταποκριθεί πλήρως στη ζήτηση και προσφάτως έπαψε να παράγει μπισκότα για λογαριασμό ορισμένων αλυσίδων. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2006, η Ε. Ι. Παπαδόπουλος ελέγχει τα 2/3 της ελληνικής αγοράς του μπισκότου.


Η πορεία της βιομηχανίας μπισκότων Ε. Ι. Παπαδόπουλος φαίνεται να βασίζεται όχι μόνο στη θαυμαστή ιστορική διαδρομή της και στις παραδοσιακές αξίες που την καθιέρωσαν, αλλά και σε δύο ισχυρές όσο και πεισματικές προσωπικότητες της ελληνικής και της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής σκηνής που κατ’ άλλους μυστηριωδώς και κατ’ άλλους με αμοιβαίες υποχωρήσεις καταφέρνουν ως τώρα, όπως τουλάχιστον λέγεται στην αγορά, να γεφυρώνουν τις όποιες διαφορές τους είναι φυσικό να προκύπτουν ανάμεσα σε πλειοψηφούντες και σε μειοψηφούντες μετόχους, έστω και αν χρειάστηκε να προσφύγουν σε διεθνή εμπορικά δικαστήρια για να βρουν τη «χρυσή τομή» και να μην αδικήσει το ένα μέρος το άλλο. Η βασικότερη διαφορά τους αφορά τη βιωσιμότητα μιας μοναδικής ίσως στα παγκόσμια χρονικά συμφωνίας που είχαν συνάψει πριν από 12 χρόνια, η οποία λέγεται ότι οδεύει συμβιβαστικά προς επαναδιατύπωση, αφού και τα δύο μέρη φαίνεται να τρέφουν απεριόριστη εκτίμηση μεταξύ τους.


Ο λόγος γίνεται αφενός για την κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου, τη διευθύνουσα σύμβουλο της ασυναγώνιστης ελληνικής μπισκοτοποιίας που δεν εννοεί να την αφήσει στα χέρια τρίτων, αφετέρου για τον κ. Φρανκ Ριμπού, το «αφεντικό» του γαλλικού κολοσσού τροφίμων Danone, «διαδόχου» των μπισκοτοποιών της Νάντης και του Μπορντό που γύρω στο 1875 παρασκεύασαν τα πρώτα «petit beurre», ο οποίος για πρώτη φορά συνδέθηκε με την ελληνική μπισκοτοποιία αποκτώντας μερίδιο 10% το 1991, έναν χρόνο προτού φύγει από τη ζωή ο αείμνηστος δημιουργός της Ευάγγελος Παπαδόπουλος.


* Διευθύνει η μειοψηφία


Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, από το 1995, οπότε και έπεισε ορισμένα από τα μέλη της οικογένειας Παπαδοπούλου να της παραχωρήσουν τα μερίδιά τους, η Danone και ο κ. Φρανκ Ριμπού ελέγχουν το 60% των μετοχών της ελληνικής βιομηχανίας. Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο λίγοι στην αγορά το γνωρίζουν και αρκετοί αμφιβάλλουν αν είναι πράγματι έτσι ή ακόμη και το ξεχνούν είναι το ασυνήθιστο ασφαλώς αλλά καθόλου ανεξήγητο γεγονός ότι «κουμάντο» στη βιομηχανία κάνει η κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου, κάτοχος του 40%.


Η Ε. Ι. Παπαδόπουλος δεν είναι απλώς η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία που διευθύνεται από γυναίκα. Ταυτοχρόνως είναι η μοναδική που διευθύνεται τυπικά και σε μεγάλο βαθμό και ουσιαστικά από τους μειοψηφούντες μετόχους ενώ ελέγχεται κατά πλειοψηφία από έναν διεθνή κολοσσό. Παρ’ όλο που ούτε η κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου ούτε ο κ. Φρανκ Ριμπού και τα τοπικά στελέχη της Danone «ανοίγουν το στόμα τους» για την αντίφαση αυτή και, πολύ περισσότερο, για την παραπομπή της διαφοράς τους αυτής, σύμφωνα με πληροφορίες, σε αρμόδιο διεθνές εμπορικό δικαστήριο των Παρισίων. Η γαλλική φίρμα, αν και δεν παραλείπει να εξαίρει και δημοσίως την κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου για τις ικανότητες και τις επιδόσεις της, θέλει πια να κάνει η ίδια «κουμάντο» στη βιομηχανία, ενώ η ελληνίδα επιχειρηματίας, κατά τις ίδιες, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, υπενθυμίζει στους συνεταίρους της ότι οι εξουσίες της πηγάζουν δικαιωματικά από συμφωνία που τα δύο μέρη, με τον ίδιο τον κ. Ριμπού ως εκπρόσωπο της Danone, είχαν συνάψει το 1995, όταν η γαλλική πολυεθνική απέκτησε άλλο ένα 50% πέρα από το 10% των μετοχών που είχε αποκτήσει το 1991.


Πρόκειται για «διαφορά που δεν έχει προηγούμενο» υποστηρίζει νομικός που είχε αναμειχθεί στην υπόθεση παλαιότερα, προσθέτοντας ότι «ο κ. Ριμπού είχε υποκύψει στις ικανότητες και στη γοητεία της κυρίας Παπαδοπούλου και της παραχώρησε υπερεξουσίες, γνωρίζοντας ότι με αυτήν στο τιμόνι η επιχείρηση θα συνέχιζε ακλόνητη την ανοδική της πορεία, αλλά υπέθετε ότι αργά ή γρήγορα θα ατονούσε το ενδιαφέρον της και θα παραχωρούσε η ίδια τη θέση της».


Πράγματι, η Ε. Ι. Παπαδόπουλος από το 1995 και εντεύθεν ακολούθησε εντυπωσιακή πορεία, φθάνοντας πέρυσι να κατατάσσεται 31η σε κέρδη ελληνική βιομηχανία, με διαθέσιμα μάλιστα στα ταμεία της που πλησιάζουν τα 30 εκατ. ευρώ.


* Εντυπωσιακή πορεία


Τα προ φόρων κέρδη της εταιρείας στη δεκαετία ως το 2005 ξεπέρασαν τα 83 εκατ. ευρώ, ποσό που σημαίνει κέρδη περί τα 50 εκατ. ευρώ για τον γαλλικό όμιλο. Τα μερίσματα ωστόσο, με τους όρους που έθετε η ελληνική πλευρά, δεν ήταν ίσως ανάλογα των απαιτήσεων του γάλλου συνεταίρου, αφού ανέκαθεν η οικογένεια Παπαδοπούλου υιοθετούσε σχετικά συντηρητική μερισματική πολιτική, αντίθετη προς τα συνήθη πολυεθνικά ήθη. Ο κ. Ριμπού, σύμφωνα με τον ίδιο νομικό, «δεν μετάνιωσε για την εξαγορά και τις συμφωνίες που είχε υπογράψει, αλλά το έτερον μέρος δεν έτεινε πάντα ευήκοον ους σε όλες τις επιθυμίες του βασικού μετόχου, πληγώνοντας ίσως τη γαλλική υπερηφάνειά του».


Γεγονός είναι ότι χωρίς το δίκτυο της Danone, αλλά με τις δικές της δυνάμεις και συμφωνίες συνεργασίας, η ελληνική βιομηχανία έφθασε να εξάγει μπισκότα της ως τις ΗΠΑ και το Μεξικό, τη Βραζιλία και συνολικά σε περίπου 40 χώρες, είτε δραστηριοποιείται σε αυτές η γαλλική εταιρεία είτε όχι, ενώ έχει αποσπάσει μερίδια άνω του 30% σε σημαντικές κατηγορίες προϊόντων στην αγορά των αρτοσκευασμάτων, επενδύοντας όλο και περισσότερο σε έναν τομέα που δεν βρίσκεται στα στρατηγικά ενδιαφέροντα των Γάλλων. Σε αντίθεση με τις «συνταγές» των πολυεθνικών για τη συγκέντρωση των μονάδων τους, διατηρεί τέσσερα εργοστάσια ανά την Ελλάδα, απασχολώντας συνολικά περισσότερους από 1.000 εργαζομένους. Μαζί με την ακόμη αμιγώς ελληνικών κεφαλαίων σοκολατοποιία Ιον αποτελεί ίσως την πλέον παραδοσιακή ελληνική βιομηχανία τροφίμων με «ανόθευτα» ελληνικά χαρακτηριστικά και δεν θυμίζει σε τίποτε κάποια από τις δεκάδες ανά τον κόσμο θυγατρικές του πολυεθνικού οίκου Danone.


Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΔΙΑΜΗΝΥΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ «Το μερίδιό μας δεν πωλείται»


Τη διεύθυνση της επιχείρησης η κυρία Ιωάννα Παπαδοπούλου την ανέλαβε το 1993, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα της, Ευάγγελου Παπαδόπουλου. Αν αληθεύουν όσα αναφέρουν στελέχη της εταιρείας, σκοπεύει να την κρατήσει για πάρα πολλά χρόνια ακόμη, ακόμη κι αν χρειαστεί «να βάλει λίγο νερό στο κρασί της» και να μοιραστεί κάποιες από τις αρμοδιότητές της με εκπροσώπους του πλειοψηφούντος μετόχου. «Πιστεύουμε φανατικά στις παραδοσιακές αξίες που μας οδήγησαν στη σημερινή θέση μας, γιατί δεν μας έχουν προδώσει και μαγειρεύουμε και προσφέρουμε με αγάπη» συνηθίζει να λέει. Προσφάτως επανεκτύπωσε και προσέφερε στους συνεργάτες της την πρώτη συσκευασία μπισκότων που είχε παρουσιάσει η εταιρεία, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 85 χρόνων της φίρμας, θέλοντας να τονίσει την ιστορική της συνέχεια.


«Το μερίδιό μας δεν πωλείται» λέγεται ότι έχει διαμηνύσει στο Παρίσι. Φίλοι της δεν διστάζουν να τη χαρακτηρίζουν «σκληρό καρύδι» και αποκλείουν να συναινέσει ποτέ στην αλλαγή της επωνυμίας της εταιρείας, για την ιστορία και τα επιτεύγματα της οποίας μπορεί να μιλάει ατελείωτες ώρες, με την ίδια λατρεία που μιλάει για την πατρίδα της. «Η Danone τής βγάζει το καπέλο, αλλά θέλει να επέλθει μια καλύτερη ισορροπία δυνάμεων στην επιχείρηση» εκτιμά συνεργάτης του γαλλικού ομίλου στην Ελλάδα, σίγουρος ότι δεν πρόκειται να επέλθει ρήξη και ότι «οι δύο πλευρές θα ανανεώσουν τη συνεργασία τους και θα τη συνεχίσουν επί νέας βάσεως».