Η ΠΡΟΤΑΣΗ ξένου ομίλου, υποστηρίζουν ορισμένοι, έχει ήδη ανεπισήμως κατατεθεί και προβλέπει ότι τα 425 στρέμματα του εργοστασίου της εταιρείας στη Νέα Αγχίαλο της Θεσσαλονίκης θα αξιοποιηθούν ως κέντρο logistics. Επτά χρόνια μετά τις διθυραμβικές εξαγγελίες ότι η τότε χρεοκοπημένη ουσιαστικά βιομηχανία ξυλείας Βαλκάν Εξπορτ θα επέστρεφε δυναμικά στην αγορά, δημιουργώντας μάλιστα για πρώτη φορά στην Ελλάδα μονάδες παραγωγής ινοσανίδων MDF που θα υποκαθιστούσαν τις τεράστιες εισαγωγές αυτού του είδους ξυλείας, τα ρολά κατεβαίνουν και πάλι, αυτή τη φορά για πάντα. Ο κατασκευαστής κ. Πρ. Εμφιετζόγλου και ο όμιλος της Μηχανικής έχασαν το βιομηχανικό στοίχημα και, αν αληθεύουν όσα αφήνουν να εννοηθεί στελέχη του, αλλά αρκετοί αμφισβητούν, η ιδέα της ανάστασης της βιομηχανίας ξυλείας τούς έχει στοιχίσει τουλάχιστον 20 εκατ. ευρώ.


Το προδιαγεγραμμένο κατά πολλούς τέλος τής άλλοτε Νο. 2 εταιρείας στην ελληνική αγορά του ξύλου, ως βιομηχανίας ξυλείας, συνοδεύεται από τη μετατροπή της σε εταιρεία real estate και βασικό βραχίονα του κατασκευαστικού ομίλου στους τομείς της εμπορικής και οικιστικής αξιοποίησης ακινήτων στην Ελλάδα, αλλά και στην Ανατολική Ευρώπη με αιχμή τη Ρωσία, την Ουκρανία και τη Βουλγαρία. «Η Βαλκάν Εξπορτ αλλάζει αντικείμενο, δημιουργώντας τις προοπτικές για ένα λαμπρό μέλλον» ανέφερε στέλεχος του ομίλου την περασμένη Τετάρτη, μετά την υποβολή δημόσιας πρότασης για την απόκτηση και άλλων μετοχών, ακόμη και του συνόλου, πέραν του 50,45% που κατέχει. Η επένδυση, όπως υποστηρίζεται, «δεν θα πάει χαμένη». Η εισηγμένη στη Σοφοκλέους βιομηχανική ως τώρα εταιρεία έχει ήδη στην κατοχή της το 25% των μετοχών της εταιρείας Μηχανική Ρωσία, η οποία στη Μόσχα προωθεί την κατασκευή τριών πύργων συνολικής επιφανείας 131.000 τ.μ. για εμπορικούς, γραφειακούς και ξενοδοχειακούς χώρους.


Το εγχείρημα της νεκρανάστασης της Βαλκάν Εξπορτ ως βιομηχανίας ξυλείας, όπως πιστεύουν άλλοι βιομήχανοι του κλάδου, ήταν εξαρχής καταδικασμένο σε αποτυχία, αφού η εταιρεία τον Ιανουάριο του 2000, όταν άρχισε να επαναλειτουργεί, είχε μείνει ουσιαστικά εκτός αγοράς πάνω από 15 μήνες, παραπαίοντας και υπολειτουργώντας από τα μέσα του 1998. «Αγοράσαμε ένα βιομηχανικό πτώμα και παρά τις τεράστιες προσπάθειές μας δυστυχώς δεν μπορέσαμε τελικά να το αναστήσουμε» είναι η εκδοχή που φέρεται να υιοθετεί η διευθύνουσα σύμβουλος του ομίλου κυρία Μελίνα Εμφιετζόγλου.


* Μονόδρομος οι αλλαγές


Δεν διαφέρει πολύ η γνώμη του πρώην προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος κ. Β. Τακά, ο οποίος επί σειρά ετών και ως το 1998 ήταν διευθύνων σύμβουλος και εκ των βασικών μετόχων της βιομηχανίας. «Η εξέλιξη δείχνει αναμενόμενη, η αλλαγή του αντικειμένου και της κύριας δραστηριότητας της εταιρείας, δεδομένων των αλλαγών των συνθηκών στον κλάδο και της αμείλικτης εισαγωγικής διείσδυσης, ήταν μονόδρομος» αναφέρει.


Μόλις 55 είναι πια οι εργαζόμενοι που απομένουν στην εταιρεία, η οποία, χρεωμένη, κλειστή και κατ’ ουσίαν χρεοκοπημένη, αποκτήθηκε από τη Μηχανική και μετόχους της τα τέλη του 1999, απαριθμώντας περί τους 360 εργαζομένους. Με εξαίρεση κάποιους που θα απασχοληθούν στις νέες της δραστηριότητες, όπως ξεκαθάρισε εκπρόσωπος της επιχείρησης σε τριμερή συνάντηση που έγινε για το θέμα αυτό την περασμένη Τρίτη στο υπουργείο Εργασίας, θα απολυθούν σταδιακά τους επόμενους μήνες με ή χωρίς κίνητρα, όπως προβλέπει η νομοθεσία. Η δραστηριότητα στην αγορά ξυλείας θα παύσει, όπως λέγεται, «σταδιακά, με ήπιο τρόπο».


Σε 60 εκατ. ευρώ ανέρχονται, σύμφωνα με στελέχη του ομίλου της Μηχανικής, τα κεφάλαια που επενδύθηκαν μέσω αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου τη διετία 1999-2000 και εντεύθεν στη Βαλκάν Εξπορτ, η συνολική κεφαλαιοποίηση της οποίας τα μέσα της περασμένης εβδομάδας ήταν περί τα 49,5 εκατ. ευρώ. Ωστόσο η αξία της τα προηγούμενα χρόνια, όταν ο όμιλος και μέτοχοί του ρευστοποίησαν μεγάλο μέρος των μετοχών της, είχε ανέλθει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.


* Η αξιοποίηση του οικοπέδου


«Ισως ο όμιλος και οι μεγαλομέτοχοί του να έχουν κάποιες απώλειες, το πιθανότερο όμως είναι να μην έχουν χάσει τίποτε και, πάντως, ακόμη και μόνο από την αξιοποίηση του οικοπέδου του εργοστασίου, στο μέλλον θα βγουν ωφελημένοι» υποστηρίζει αναλυτής, αμφιβάλλοντας κατά πόσον η Μηχανική και η οικογένεια Εμφιετζόγλου έχουν πράγματι χάσει χρήματα. Σύμφωνα με τον ίδιο αναλυτή, η εμπορευματοποίηση του βιομηχανικού ακινήτου αρκεί για να εγγυηθεί υψηλά κέρδη και να χρηματοδοτήσει πλούσιες οικιστικές μπίζνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Ο κ. Εμφιετζόγλου απλώς «υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του ελπίζοντας ότι μπορεί να κυριαρχήσει στην αγορά του ξύλου».


Η πρώτη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, μέσω της οποίας η Μηχανική και πρόσωπα που υποδείχθηκαν από αυτήν απέκτησαν το σύνολο των μετοχών της εταιρείας ξυλείας, έγινε τον Οκτώβριο του 1999 και ήταν ύψους 35,5 εκατ. ευρώ, το σύνολο σχεδόν των οποίων διετέθη στους πιστωτές της, στους προμηθευτές και στους εργαζομένους για τη διευθέτηση ή την εξόφληση των τεράστιων συσσωρευμένων ως τότε οφειλών της. Τόσο το Δημόσιο όσο και οι τράπεζες «χάρισαν» μέσω ρυθμίσεων μεγάλο μέρος των απαιτήσεών τους για να επαναλειτουργήσει η βιομηχανία. Λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 2000 και αφού «το πρόγραμμα εξυγίανσης ολοκληρώθηκε», ακολούθησε νέα αύξηση, πάλι με καταβολή μετρητών, ύψους 49 εκατ. ευρώ, εν ονόματι ευρύτατου επενδυτικού προγράμματος.


Στο μέγαρο της Μηχανικής στο Μαρούσι προτιμούν να υποστηρίζουν ότι ο στόχος της ανάστασης και της γιγάντωσης της Βαλκάν Εξπορτ το 1999 ήταν περίπου «μια ουτοπία» και ότι, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, «υποτιμήθηκαν οι εγγενείς δυσκολίες της αγοράς», οι οποίες άλλωστε, όπως επισημαίνουν, έχουν οδηγήσει σε εκτεταμένη εισαγωγική διείσδυση και έχουν φέρει σε δυσχερή θέση και πρωτοφανείς ζημιές ακόμη και τη Σέλμαν, την ισχυρότερη εταιρεία του κλάδου. «Ευτυχώς που δεν προχωρήσαμε τα αρχικά μεγαλεπήβολα σχέδια» συμπληρώνουν, διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους όταν ερωτώνται αν ο τελικός στόχος δεν ήταν άλλος παρά η οικειοποίηση της τεράστιας έκτασης της βιομηχανίας ξυλείας. «Αν ήταν έτσι δεν θα αγοράζαμε την εταιρεία και δεν θα μπλέκαμε σε χίλιες δυο περιπέτειες, ούτε θα εγκαθιστούσαμε καινούργια μηχανήματα, αλλά θα αγοράζαμε μόνο το ενεργητικό της» είναι το «αφοπλιστικό», όπως αναφέρουν, επιχείρημά τους.


* Φρούδες ελπίδες


Ολα αυτά ακούγονται βεβαίως και κάπως αυτοκριτικά, αφού το 2000 η Μηχανική, καλλιεργώντας φρούδες ελπίδες, διαβεβαίωνε ότι ως το 2002 θα ολοκληρωνόταν επένδυση ύψους 67,5 εκατ. ευρώ «για την αγορά και εγκατάσταση υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής ινοσανίδων με ετήσια παραγωγική δυναμικότητα 300.000 κ.μ.», με την προοπτική το 50% αυτών να εξυπηρετεί την καλυπτόμενη από εισαγωγές εγχώρια ζήτηση και το υπόλοιπο να διατίθεται στη διεθνή αγορά. «Η μοίρα της εταιρείας θα άλλαζε ίσως αν γινόταν αυτή η επένδυση» αναφέρουν από την πλευρά τους συνδικαλιστές των 55 σήμερα εργαζομένων.


Στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2006 η Βαλκάν Εξπορτ είχε έσοδα 12,2 εκατ. ευρώ και καθαρό κέρδος 0,6 εκατ. ευρώ, αλλά τη διετία 2003-2004 είχε παρουσιάσει μεγάλες ζημιές, οι οποίες το 2004 είχαν ξεπεράσει τα 6 εκατ. ευρώ. Ο ετήσιος τζίρος της μόνο τη διετία 2001-2002 είχε ξεπεράσει τα 20 εκατ. ευρώ, όταν το 1992, προτού αρχίσει η σταδιακή κατάρρευσή της, είχε υπερβεί τα 45 εκατ. ευρώ. Δύο επιχορηγούμενα από το Δημόσιο επενδυτικά προγράμματα, που είχαν τεθεί σε εφαρμογή το 2001, πήγαν χαμένα.


Πολλές άστοχες επιχειρηματικές κινήσεις


Η βιομηχανία ξύλου που μετατρέπεται σε εταιρεία real estate είχε ιδρυθεί το 1963 στη Θεσσαλονίκη από τέσσερις οικογένειες εμπόρων από την Καβάλα, αρχικά ως εμπορική εταιρεία. Οι οικογένειες Τακά, Ζουμπουλάκη, Γρηγοριάδη και Ζαρζαβατσάκη, που συνεργάστηκαν ως την κατάρρευσή της, ευτύχησαν να τη γιγαντώσουν ως βιομηχανική και επί σειρά ετών εξαιρετικά κερδοφόρο εταιρεία, δημιουργώντας μονάδα κόντρα πλακέ το 1965, πριστήριο και μονάδα καπλαμά το 1966 και άλλες αργότερα, με αποκορύφωμα την κατασκευή μονάδας μοριοσανίδων, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το 1971.


Η κατάρρευσή της άρχισε το 1992, δύο χρόνια μετά την εισαγωγή της στη Σοφοκλέους, απ’ όπου άντλησε 16 εκατ. ευρώ, καθώς η εκδήλωση κρίσης στην αγορά τη βρήκε να υλοποιεί επενδύσεις 30 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία νέων μονάδων. Η συσσώρευση μεγάλων τραπεζικών υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με άστοχες επιχειρηματικές κινήσεις, την οδήγησε σιγά σιγά σε πλήρες αδιέξοδο. Ενα σχέδιο διευθέτησης των οφειλών, που τέθηκε σε εφαρμογή το 1995, όταν την εταιρεία διοικούσε ακόμη ο πρώην πρόεδρος των βιομηχάνων της Βόρειας Ελλάδας κ. Β. Τακάς, αποδείχθηκε… τρύπα στο νερό, αφού η εταιρεία το 1998 διέκοψε πλήρως τη λειτουργία της, αναζητώντας τελικά τον σωτήρα στο πρόσωπο του φιλόδοξου εργολάβου κ. Πρ. Εμφιετζόγλου που είχε αρχίσει να αγοράζει προβληματικές βιομηχανίες και ονειρευόταν τη σύζευξη μονάδων ξύλου, σωλήνων και μαρμάρων στο κατασκευαστικό άρμα του.