Μέσα στα τελευταία 14 χρόνια κατάφερε να πουλήσει τρεις φορές τις επιχειρήσεις του, εν μέρει ή εν όλω, βγαίνοντας κάθε φορά ισχυρότερος. Ο μακεδόνας βιομήχανος κ. Μιχ. Αραμπατζής, περί ου ο λόγος, θεωρείται στη Θεσσαλονίκη, την πόλη στην οποία γεννήθηκε πριν από 49 χρόνια, επιχειρηματίας-φαινόμενο. Ο,τι κι αν έφτιαξε αποδείχθηκε άκρως κερδοφόρο.


Η βιομηχανική μονάδα προϊόντων κατεψυγμένης ζύμης με τον διακριτικό τίτλο Ελληνική Ζύμη, που ο κ. Μ. Αραμπατζής κατασκεύασε πριν από έξι χρόνια, είναι η πλέον κερδοφόρος ελληνική βιομηχανία από όλες όσες ιδρύθηκαν μετά το 2000. Το 2005 η εταιρεία αυτή πραγματοποίησε πωλήσεις ύψους 18,55 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 37%, εξασφαλίζοντας καθαρό κέρδος μετά τους φόρους 2,3 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε απόδοση ιδίων κεφαλαίων 30%.


Η ταχύτατη άνοδός της και η υψηλή κερδοφορία της είναι οπωσδήποτε οι λόγοι για τους οποίους η Vivartia των κκ. Δ. Δασκαλόπουλου και Σπ. Θεοδωρόπουλου, ο μεγαλύτερος επιχειρηματικός όμιλος της αγοράς τροφίμων, στα τέλη του 2006 της πρότεινε να γίνει συνεταίρος της και μάλιστα με όρους που προδιαγράφουν την ισχυροποίησή της.


Η προκαταρκτική, μη δεσμευτική συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δύο πλευρές τις πρώτες ημέρες του 2007 προβλέπει ότι ο μακεδόνας επιχειρηματίας θα παραχωρήσει το 49% της Ελληνικής Ζύμης, με αντάλλαγμα ίδιο ακριβώς ποσοστό της ομοειδούς και μεγαλύτερης σε μέγεθος βιομηχανίας Αλεσις – Χρυσή Ζύμη που ελέγχει ο κραταιός όμιλος. Η εν λόγω θυγατρική της Vivartia το 2005 πραγματοποίησε πωλήσεις ύψους 21,53 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 13,2%, οι οποίες απέφεραν καθαρό κέρδος μετά τους φόρους 1,45 εκατ. ευρώ.


Η αλήθεια είναι ότι τρεις φορές την περίοδο από το 1993 ως πρόσφατα, για διαφορετικό λόγο κάθε φορά, οι βιομηχανικές μονάδες του κ. Αραμπατζή προσείλκυσαν το αγοραστικό ενδιαφέρον των δυνάμεων που απαρτίζουν σήμερα τον μεγαλύτερο επιχειρηματικό όμιλο ειδών διατροφής. Ο σημερινός διευθύνων σύμβουλος της Vivartia κ. Σπ. Θεοδωρόπουλος είχε κάνει την πρώτη κίνηση το 1993, όταν η βιομηχανία τροφίμων που διέθετε τότε ο κ. Μ. Αραμπατζής έγινε σημαντικός παράγοντας στην ελληνική αγορά κρουασάν.


Σε ηλικία μόλις 17 ετών, το 1975, ο θεσσαλονικιός επιχειρηματίας άνοιξε ένα κατάστημα λιανικής πώλησης αρτοσκευασμάτων στα Νέα Μάλγαρα της Θεσσαλονίκης, το οποίο λίγα χρόνια μετά μετεξελίχθηκε σε ένα μικρό εργαστήριο που παρήγε κυρίως μπουγάτσες και τυρόπιτες. Το 1983 αποτόλμησε να αρχίσει την παραγωγή κρουασάν με στόχο να τα τυποποιεί και να γίνει βιομήχανος είτε σε αυτόν τον τομέα είτε, αν αποτύγχανε, σε άλλα προϊόντα κατεψυγμένης ζύμης. Η πορεία που διέγραψε στην αγορά κρουασάν ήταν τόσο εντυπωσιακή ώστε το 1992 ο τζίρος των προϊόντων αυτών ξεπέρασε τα 6 εκατ. ευρώ. Εναν χρόνο μετά ο leader της αγοράς, η εταιρεία Chipita, προσέφερε στον κ. Μ. Αραμπατζή ένα παχυλό τίμημα και εξαγόρασε τον κλάδο των κρουασάν της εταιρείας του, η οποία υποτίθεται ότι θα «έσβηνε». Το τίμημα αυτό όμως έγινε η μαγιά για τη δυναμική δραστηριοποίηση του κ. Αραμπατζή στα προϊόντα που τον κατέστησαν σοβαρό ανταγωνιστή της Δέλτα στην αγορά της κατεψυγμένης ζύμης.


Η Μακεδονική Σφολιάτα του, όπως ονομάστηκε η βιομηχανία που άλλαξε αμέσως το βασικό αντικείμενό της, δεν άργησε να γίνει η ταχύτερα αναπτυσσόμενη εταιρεία στις πίτες κατεψυγμένης ζύμης. Ηταν η σειρά του κ. Δημ. Δασκαλόπουλου της Δέλτα να του προτείνει εξαγορά ή έστω συνεργασία. Αυτό έγινε το 1998. Εναν χρόνο μετά ο μακεδόνας «μικρός Μίδας» δέχθηκε να πουλήσει ολόκληρη την εταιρεία του στην Αλεσις, εξασφαλίζοντας παράλληλα το 23% της τελευταίας. Η αυτόνομη επιχειρηματική του καριέρα υποτίθεται ότι είχε φθάσει στο τέρμα της. Και όμως, το 2001, αφού πούλησε στη Δέλτα και αυτό το ποσοστό ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις του, άνοιξε πλώρη για τη δημιουργία νέας, ομοειδούς ανταγωνιστικής βιομηχανίας με την επωνυμία Μ. Αραμπατζής – Ελληνική Ζύμη. Την έφτιαξε σε χρόνο-ρεκόρ με υπερσύγχρονο εξοπλισμό σε εγκαταστάσεις που καλύπτουν 6.000 τ.μ. στη Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου και την οδήγησε από τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της σε θεαματικά αποτελέσματα.


Εκπλήσσοντας τους πάντες, η Ελληνική Ζύμη κέρδισε γρήγορα την πρώτη θέση στην αγορά του catering, ανέπτυξε συνεργασίες με εκπτωτικές και κλασικές αλυσίδες λιανεμπορίου για την παραγωγή προϊόντων κατεψυγμένης ζύμης για λογαριασμό τους και μπόρεσε να τοποθετήσει τα επώνυμα προϊόντα της στα ράφια μεγάλων αλυσίδων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.


«Απλώς καλύψαμε κενά που υπήρχαν στην αγορά και κυρίως σε αυτήν του catering» αναφέρει σεμνά ο 49χρονος επιχειρηματίας, προσθέτοντας ότι το ζητούμενο στην πιθανή συνεργασία του με την Αλεσις – Χρυσή Ζύμη και μέσω αυτής με τη Vivartia είναι «οι συνέργειες που θα προκύψουν».


Από κοινού οι δύο εταιρείες υπολογίζεται ότι θα ελέγχουν περί το 40%-45% της συνολικής αγοράς, στην οποία δραστηριοποιούνται αρκετές άλλες επιχειρήσεις, με σημαντικότερες μεταξύ αυτών την Hellenic Quality Foods και τις περιφερειακού κυρίως χαρακτήρα εταιρείες Κουκουτάρης – Alfa, Τσαμπάσης, Ιωνική Σφολιάτα, Ζεστ, ΕΛΒΙΠΕΤ και Ευβοϊκή Ζύμη.