Η ένταξη στη ζώνη του ευρώ έδωσε στην ελληνική οικονομία τη δυνατότητα να αποδεσμευθεί από τις συναλλαγματικές κρίσεις που αντιμετώπιζε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Κρίσεις που από τη φύση τους οδηγούσαν σε συγκράτηση της ανάπτυξης και, ταυτόχρονα, σε ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων.


Αυτή είναι η θετική πλευρά της ένταξης. Παράλληλα οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε όμως ότι τα οφέλη ενέχουν και ευθύνες. Η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αποτελούσε ένα έμμεσο μέσο τόνωσης της ανταγωνιστικότητας. Οταν, με βάση τα διεθνή πρότυπα, η πρόοδος στον τομέα αυτόν δεν ήταν ικανοποιητική, τότε η οικονομία υποχρεωνόταν να προχωρήσει στην υποτίμηση της δραχμής. Υπήρχε, με άλλα λόγια, ο νομισματικός μανδύας που προειδοποιούσε και υποχρέωνε τη χώρα να προσπαθήσει να διορθώσει τα κακώς κείμενα.


Με το ευρώ ο νομισματικός μανδύας δεν υπάρχει πλέον. Αν η ανταγωνιστικότητα δεν είναι στα επίπεδα που απαιτεί η συμμετοχή της χώρας μας στην παγκόσμια παραγωγή και διανομή πλούτου, αυτό δεν οδηγεί σε συναλλαγματική κρίση – διότι το όποιο έλλειμμά μας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών «καλύπτεται» από τα διαθέσιμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς εντάσσεται στο συνολικό ισοζύγιο πληρωμών της ζώνης του ευρώ. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως έχουμε θωρακιστεί και για τις επιπτώσεις της ανεπαρκούς ανταγωνιστικότητας στην οικονομία. Απλώς δεν έχουμε πλέον το προειδοποιητικό καμπανάκι της συναλλαγματικής κρίσης. Η οικονομική κρίση όμως εκδηλώνεται πλέον άμεσα με την αύξηση της ανεργίας – και πολλές φορές μόνο τότε το συνειδητοποιούμε. Οταν δηλαδή είναι σχετικά αργά.


Τα νέα αυτά δεδομένα συνεπάγονται τη δική μας ευθύνη να είμαστε πιο αποτελεσματικοί στη δημιουργία επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα ευνοεί την ανάληψη ρίσκου, την επένδυση, την καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.


Ο κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος είναι πρόεδρος του ΣΕΒ.