Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ βιομηχανία κινδύνευσε να περιπέσει σε καθεστώς κρίσης το 2005, αντιμετωπίζοντας την από πολλές απόψεις οδυνηρή προσαρμογή στα μεταολυμπιακά δεδομένα, αλλά κατάφερε το 2006 να ανακάμψει, καθώς οι τιμές σε αρκετούς κλάδους παρουσίασαν εξαιρετική επιτάχυνση διεθνώς και μπόρεσε να επεκταθεί εξαγωγικά. Παγκοσμίως άλλωστε ο χρόνος που φεύγει θεωρείται υψηλής απόδοσης για τις βιομηχανίες. Οι ελληνικές – ή μάλλον πολλές από αυτές – έχουν αρκετούς λόγους να θεωρούν ικανοποιητική χρονιά, σε γενικές γραμμές, το 2006. «Πρώτα πρώτα επειδή η καθοδική πορεία του 2005 ανεκόπη» όπως τονίζει χαρακτηριστικά αναλυτής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ).


Είναι αλήθεια, αφού ο όγκος της μεταποιητικής παραγωγής στη χώρα, μετά τη μείωση κατά 0,9% που παρουσίασε πέρυσι, εφέτος ανέκαμψε εμφανίζοντας άνοδο κατά 1,3% το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου, παρ’ ότι η μετανάστευση επιχειρήσεων συνεχίστηκε και τα «λουκέτα» δεν ήταν λίγα. Ο δείκτης της παραγωγής παρέμεινε σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του 2000, αλλά τουλάχιστον επανήλθε, θα μπορούσε να πει κανείς, στα επίπεδα του 2004.


* Νέα φάση επιβράδυνσης


Παράλληλα, ο δείκτης του κλίματος και των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία, ενώ ολόκληρο το 2005 βρισκόταν κάτω από τις 100 μονάδες, σκαρφάλωσε ως τις 108,3 μονάδες, αν και τον περασμένο Οκτώβριο υποχώρησε στις 105,3 μονάδες, προδιαγράφοντας ίσως μια νέα φάση επιβράδυνσης του τομέα. Απρόσμενη ώθηση παρουσίασαν εξάλλου ο τζίρος και οι νέες παραγγελίες. Τα λειτουργικά κέρδη δεν έκαναν «βουτιά» όπως το 2005, αλλά βελτιώθηκαν. Εκτιμάται επίσης ότι ανέκαμψαν και οι βιομηχανικές επενδύσεις.


Οι τιμές παραγωγού στη βιομηχανία κινήθηκαν έντονα ανοδικά το 2006 και απετέλεσαν τον κινητήριο μοχλό της γενικότερης ανόδου, συμπαρασύροντας τις πωλήσεις, αν και η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην κούρσα που κατέγραψαν τους πρώτους μήνες του έτους οι τιμές του πετρελαίου και των παραγώγων του, καθώς και των μετάλλων. Το δωδεκάμηνο Νοεμβρίου 2005 – Οκτωβρίου 2006, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, οι τιμές των προϊόντων εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής σημείωσαν μέση ετήσια άνοδο 7%, έναντι 4,6% και 3,6% τα δύο αντίστοιχα προηγούμενα δωδεκάμηνα, παρουσιάζοντας πάντως αποκλιμάκωση μετά τον Αύγουστο, όταν υποχώρησαν οι τιμές του αργού πετρελαίου. Η άνοδος αυτή τροφοδότησε τη διόγκωση των πωλήσεων, συμβάλλοντας στη βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας σε απόλυτα μεγέθη.


* Πετρέλαιο και μέταλλα


Επηρεασμένες κυρίως από τις υψηλές τιμές των πετρελαιοειδών και των μετάλλων, οι πωλήσεις των ελληνικών βιομηχανιών παρουσίασαν όντως εντυπωσιακή επιτάχυνση, ενσωματώνοντας την αυξημένη παραγωγή. Ο δείκτης του κύκλου εργασιών της βιομηχανίας το δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2005 – Σεπτεμβρίου 2006, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, σημείωσε άνοδο κατά 16,2%, έναντι αύξησης μόνο 4,3% το προηγούμενο δωδεκάμηνο. Η αύξηση ωστόσο αναμένεται να διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα, όσον αφορά το σύνολο του 2006, λόγω της απότομης επιβράδυνσης που κατέγραψαν από τον Σεπτέμβριο και εντεύθεν τα έσοδα της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άνοδος του κύκλου εργασιών του συνόλου της βιομηχανίας τον περασμένο Σεπτέμβριο περιορίστηκε σε 3%.


Ενδεικτική της θετικής μεταστροφής του κλίματος και της εξέλιξης των εργασιών είναι επίσης η εξέλιξη των νέων παραγγελιών στη βιομηχανία. Στο δωδεκάμηνο Οκτωβρίου 2005 – Σεπτεμβρίου 2006 σημείωσαν άνοδο κατά 10,4%, έναντι πτώσης κατά 1,1% που είχε καταγραφεί το προηγούμενο δωδεκάμηνο.


Η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής δεν ήταν γενικευμένη, πλην όμως προήλθε από την πλειονότητα των επί μέρους κλάδων. Οι 14 από τους 23 κλάδους κινήθηκαν ανοδικά, καθώς μόνο στους υπόλοιπους εννέα κλάδους κατεγράφη μείωση το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου. Η αύξηση που παρουσίασαν οι δύο μεγαλύτεροι από πλευράς στάθμισης κλάδοι, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών και η βιομηχανία παραγώγων πετρελαίου, επέδρασε καθοριστικά στη συνολική άνοδο κατά 1,3%. Παρ’ ότι ορισμένοι αναλυτές θεωρούν την άνοδο ασταθή και αβέβαιη, λόγω του ότι σε τέσσερις από τους δέκα μήνες κατεγράφη μείωση, οι προβλέψεις για την εξέλιξη της βιομηχανικής παραγωγής στις αρχές του 2007 παραμένουν θετικές, αν και σχετικά αποδυναμωμένες, αφού τον Οκτώβριο παρατηρήθηκε διόγκωση των αποθεμάτων και επιβάρυνση του κλίματος με παράλληλη εξασθένηση των προβλέψεων για περαιτέρω άνοδο.


* Τα περιθώρια κέρδους


Παρ’ όλο που τα περιθώρια κέρδους συμπιέστηκαν και περισσότερες από τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις δεν μπόρεσαν να βελτιώσουν τα καθαρά κέρδη τους, τα λειτουργικά κέρδη του τομέα είναι αυξημένα. Τα ενοποιημένα λειτουργικά κέρδη του βιομηχανικού τομέα της Σοφοκλέους προ αποσβέσεων, τόκων και φόρων (EBITDA) τους εννέα πρώτους μήνες του έτους αυξήθηκαν κατά 6% από 3,52 δισ. ευρώ σε 3,73 δισ. ευρώ, ενώ οι ενοποιημένες πωλήσεις παρουσίασαν εκρηκτική άνοδο της τάξεως του 21%, φθάνοντας τα 28,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 9,2 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στις πωλήσεις των διυλιστηρίων πετρελαίου που αυξήθηκαν κατά 33,5% λόγω της σημαντικής ανόδου των διεθνών τιμών του αργού τους οκτώ πρώτους μήνες. Ακόμη κι αν απομονωθούν οι πωλήσεις των διυλιστηρίων, η αύξηση του τζίρου των ελληνικών βιομηχανικών εταιρειών και των θυγατρικών τους στο εξωτερικό υπερέβη το 15%, εξέλιξη που ασφαλώς οφείλεται κυρίως στο «ράλι» των τιμών των μετάλλων και στη συναφή μεγάλη άνοδο των εσόδων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων, καθώς και στην προσθήκη νέων ενοποιούμενων θυγατρικών, αλλά αντανακλά την αύξηση των πωλήσεων των περισσότερων εταιρειών του τομέα με ικανοποιητικό ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο του αντίστοιχου του 2005, ως αποτέλεσμα της επιτάχυνσης του ρυθμού ανόδου των τιμών και του διευρυμένου όγκου της παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση όμως προκύπτει αναμφισβήτητη και έντονη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των βιομηχανιών. Το μέσο λειτουργικό περιθώριο υποχώρησε κατά 1,8 εκατοστιαία μονάδα, από 14,9% σε 13,1%.


Η επενδυτική δραστηριότητα επίσης φαίνεται να ανέκαμψε. Στον αναπτυξιακό νόμο 2399/2004, ο οποίος αντικαθίσταται με νέο, περισσότερο γαλαντόμο για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, ωφελώντας κυρίως αυτές που είναι εγκατεστημένες στη Θεσσαλονίκη, ενέταξαν το 2006 προγράμματά τους εκατοντάδες μεταποιητικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αναθερμανθούν οι επενδύσεις στον χώρο κυρίως των μεσαίου και μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεων, παρ’ ότι αρκετές από αυτές δεν έχουν αρχίσει ακόμη να υλοποιούνται. Η συνολική επενδυτική δαπάνη στον βιομηχανικό τομέα, με βάση έρευνα του ΙΟΒΕ, προβλέπεται ότι θα παρουσιάσει αύξηση περί το 15% το τρέχον έτος, σε σχέση με τα πολύ χαμηλά επίπεδα του 2005.


* Φτώχεια σε καινοτομίες


Αξιολογώντας όμως κανείς ποιοτικά τις επενδύσεις που δρομολογήθηκαν, δύσκολα θα διακρίνει ικανό αριθμό καινοτομικών επενδύσεων που διαφοροποιούν τον παραγωγικό ιστό και υποκαθιστούν εισαγωγές. Τα αποτελέσματα από αυτή την άποψη είναι μάλλον φτωχά. Οι πολύ μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις εξάλλου σχεδόν αγνόησαν τον αναπτυξιακό νόμο, όπως άλλωστε και οι πολυεθνικές.


Η ανάλυση των σχετικών στοιχείων πιστοποιεί ότι οι «παραδοσιακές» επενδύσεις απέσπασαν και πάλι τη «μερίδα του λέοντος» των κρατικών επιχορηγήσεων, αν και σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ αυξάνεται, καθώς φαίνεται, το ποσοστό των βιομηχανικών επενδύσεων που αφορούν τον εκσυγχρονισμό τόσο του παραγωγικού δυναμικού όσο και των μεθόδων της παραγωγής, αλλά και την παραγωγή νέων προϊόντων. Η ελληνική βιομηχανία, εκτιμούν ορισμένοι αναλυτές, έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι οφείλει να εστιάσει πλέον τις επενδύσεις της στις δραστηριότητες και στις διαδικασίες έντασης γνώσης, εναρμονιζόμενη με τα διεθνή δεδομένα, ώστε να μη βυθιστεί σε κρίση ανταγωνιστικότητας. Από αυτή την άποψη ο νέος αναπτυξιακός νόμος μπορεί πράγματι να αποδειχθεί χρήσιμος, στον βαθμό που, όπως λέγεται, θα επιδιωχθεί να πριμοδοτεί κυρίως τις επενδύσεις που έχουν αυτόν τον χαρακτήρα.


Ταυτόχρονα όμως με όλα αυτά, όπως αφήνουν να εννοηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, η ελληνική βιομηχανία το 2006 απώλεσε εκ νέου μερίδια στην εσωτερική αγορά, λόγω της επιτάχυνσης της εισαγωγικής διείσδυσης. Η έκρηξη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2006 δεν αφήνει αμφιβολία ότι τον χρόνο που φεύγει η παραγωγική βάση της χώρας έγινε ακόμη πιο ανεπαρκής για την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής ζήτησης, αν όχι λιγότερο ανταγωνιστική. Σε σχέση με το 2005, ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος των αγαθών που καταναλώθηκαν από την εγχώρια αγορά προήλθε από εισαγωγές. Ειδικοί υποθέτουν ότι το σχετικό ποσοστό μπορεί να πλησίασε πλέον το 63%. Προφανώς ο βιομηχανικός τομέας δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει, παρά μόνο οριακά, τη νέα σημαντική μεγέθυνση του ΑΕΠ.


* Οι ελληνικές εξαγωγές


«Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος» παρατηρούν ωστόσο αναλυτές του ΣΕΒ και του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), οι οποίοι σημειώνουν με ικανοποίηση την παράλληλη διόγκωση των εξαγωγών βιομηχανικών αγαθών, θεωρώντας ότι σε αυτές οφείλεται κυρίως η αύξηση του συνόλου της αξίας των ελληνικών εξαγωγών κατά 20,2% το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2006. «Οπως συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα η βιομηχανία χάνει μερίδια στην αγορά της και κερδίζει στη διεθνή αγορά» σημειώνει ένας από αυτούς, κάνοντας λόγο για αυξανόμενη σύγκλιση της ελληνικής βιομηχανίας με την ευρύτερη ευρωπαϊκή. «Είναι σημαντικό το ότι σε συνθήκες όπου κυριαρχούν οι εξαγωγές από την Κίνα και εν γένει από χώρες χαμηλού εργατικού κόστους η ελληνική μεταποίηση καταφέρνει να αυξάνει τις εξαγωγές της» καταλήγει.


Οπως και αν έχουν τα πράγματα, οι αναλυτές φαίνεται να συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι παραμένει επείγουσα η ανάγκη για την περαιτέρω αποφασιστική αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας με σκοπό αφενός τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων και της παραγωγής προϊόντων έντασης γνώσης και τεχνολογίας, αφετέρου την παράλληλη βελτίωση της παραγωγικότητας και την επικέντρωση σε ποιοτικούς παράγοντες, οι οποίοι βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα. Στον ΣΕΒ και στο ΙΟΒΕ, σε στιγμές αυτοκριτικής ανησυχίας, δεν κρύβουν ότι καθώς φεύγει το 2006 «μένουν προς απάντηση» τα ερωτήματα «αν οι επιχειρήσεις έχουν τον δυναμισμό να αλλάξουν και αν το περιβάλλον βοηθάει στην κατεύθυνση αυτή». Αλλωστε η βιομηχανική δραστηριότητα στη χώρα μας, παρά την αδιαμφισβήτητη ανάκαμψη που παρουσίασε το 2006, συνέχισε να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ και μάλιστα συγκριτικά πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Εκτιμάται μάλιστα ότι η ποσοστιαία συμβολή της στο ΑΕΠ είναι πλέον η μικρότερη που παρατηρείται σε όλες ανεξαιρέτως τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ.


* Μείωση της απασχόλησης


Η απασχόληση εξάλλου στη βιομηχανία πιθανολογείται ότι υποχώρησε το 2006. Η πτώση του αριθμού των απασχολουμένων στον τομέα κατά 2,8% το πρώτο τρίμηνο του έτους αντισταθμίστηκε μερικώς στη συνέχεια, αλλά το τελικό ισοζύγιο είναι μάλλον αρνητικό, αν κρίνει κανείς και από το γεγονός ότι από τον περασμένο Μάιο επιδεινώνονται συνεχώς οι προβλέψεις των επιχειρήσεων για την εξέλιξη της απασχόλησης.


Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, ο οποίος ανησυχεί για το ενδεχόμενο οι κατηγορίες περί «καρτελοποίησης» της αγοράς να θίξουν καίρια ισχυρά μέλη του και μεγάλους και δυναμικούς κλάδους, η ελληνική βιομηχανία διάγει μια περίοδο αποφασιστικής προσαρμογής στα νέα δεδομένα που δημιουργεί ο διεθνής ανταγωνισμός. Ούτε για κρίση ούτε για άνθηση μπορεί να μιλήσει κανείς, κρίνοντας την πορεία της. «Ενα σώμα ανταγωνιστικών μονάδων κρατάει θετικές τις μεταβολές στη βιομηχανική παραγωγή» πιστεύει το συνδικάτο των βιομηχάνων. Οσον αφορά την εγχώρια αγορά, τονίζει ότι το πρόβλημα επιδεινώνεται από τον ανταγωνισμό προϊόντων από τις νέες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και από τις γειτονικές μας, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Οι εντονότερος ανταγωνισμός από τις γειτονικές χώρες μετά την εισδοχή τους στην ΕΕ φαίνεται να «τρομάζει» αρκετές επιχειρήσεις.


Ο ΣΕΒ εκτιμά πάντως ότι «όσο πιο γρήγορα και βαθύτερα γίνουν οι απαιτούμενες προσαρμογές και αλλαγές, τόσο δυναμικότερες θα εμφανισθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά αν δεν τις υλοποιήσουμε η συνέχιση του status quo της απραξίας ή των χαμηλών ταχυτήτων μπορεί να μετατρέψει τα προβλήματα προσαρμογής σε καθεστώς κρίσης, αφού υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας». Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και βιομηχανίας δεν βελτιώθηκε το 2006. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του World Economic Forum (WEF), η συγκριτική θέση της Ελλάδας παρέμεινε αμετάβλητη με κριτήριο τον δείκτη της ολικής ανταγωνιστικότητας, υστερώντας μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ-25, με μόνη εξαίρεση την Πολωνία, ενώ επιδεινώθηκε με βάση τον δείκτη της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας, καθώς η Τουρκία, η Λιθουανία, η Μάλτα και άλλες χώρες έκαναν άλματα.


Παρά ταύτα το κλίμα στη βιομηχανία, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, παραμένει θετικό. Η επιβράδυνση που παρουσίασαν ορισμένα βασικά μεγέθη του τομέα τα τέλη του 2006 θεωρείται ως έναν βαθμό φυσιολογική και όχι προπομπός αναστροφής των θετικών τάσεων. Το 2007 άλλωστε η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί, ενώ τα κέρδη των εταιρειών στην Ελλάδα θα φορολογηθούν λιγότερο από ποτέ, αφού ο συντελεστής της φορολόγησής τους περιορίζεται στο 25%.