Πενήντα χρόνια στην αγορά του βάμβακος ο κ. Χρ. Ακκάς του ομίλου της Ελληνικής Υφαντουργίας δεν θυμάται χειρότερη χρονιά από την εφετινή για τα εκκοκκιστήρια. Είναι η μοναδική που η παραγωγή βάμβακος, «χτυπημένη» από τις αντίξοες για το προϊόν καιρικές συνθήκες των τελευταίων μηνών, παρουσιάζει μείωση της τάξεως του 35% και επιπλέον είναι σημαντικά υποβαθμισμένη ποιοτικά, αλλά και η πρώτη που οι ελληνικές νηματουργίες θα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν, ως έναν βαθμό, εισαγόμενο βαμβάκι, ενδεχομένως και από την Κίνα!


«Η μείωση της παραγωγής είναι πράγματι δραματική» παραδέχεται ο κ. Ακκάς, προβλέποντας ότι «αναπόφευκτα θα υπάρξουν απώλειες» σε παραγωγικό δυναμικό. Τα μαύρα σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό πάνω από αρκετές εκκοκκιστικές μονάδες.


Ο όγκος του βάμβακος είναι τόσο λίγος ώστε τα εκκοκκιστήρια είναι σε θέση να τον εκκοκκίσουν λειτουργώντας μόνο επί 25 ημέρες. Οι εξαγωγές τους θα είναι μειωμένες σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο δωδεκάμηνο τουλάχιστον κατά 100 εκατ. ευρώ.


Αντιδρώντας στην απροσδόκητα τόσο πολύ μειωμένη παραγωγή, κάποια εκκοκκιστήρια φαίνεται να καταφεύγουν σε πλειοδοσία τιμών για να εξασφαλίσουν από τους καλλιεργητές έναν σεβαστό όγκο βάμβακος και να πείσουν τους πιστωτές τους ότι θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους και θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Το αποτέλεσμα είναι, όπως υποστηρίζουν άλλοι βιομήχανοι του κλάδου, «όλα τα εκκοκκιστήρια να λειτουργούν με ζημιές», συμπεριλαμβανομένων φυσικά αυτών που ανήκουν πλήρως ή εν μέρει στις εισηγμένες στη Σοφοκλέους κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις. Μερικά μάλιστα όχι απλώς υπολειτουργούν, αλλά κινούν τις μηχανές τους μόνο δύο ημέρες την εβδομάδα.


Παρ’ όλο που η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή Βάμβακος (ICAC), στην οποία συμμετέχουν 41 βαμβακοπαραγωγικές χώρες, προσφάτως έκανε λόγο για μείωση των παγκόσμιων αποθεμάτων και προεξόφλησε άνοδο των τιμών, αυτές είναι τουλάχιστον 3% χαμηλότερες από ό,τι πέρυσι, υπολογισμένες σε ευρώ, αφού το δολάριο έχασε έδαφος. Αλλά και οι δεκάδες χιλιάδες βαμβακοκαλλιεργητές υφίστανται σοβαρή απώλεια εισοδήματος, αφού ο όγκος της παραγωγής τους είναι μικρότερος από ποτέ τα τελευταία χρόνια.


Εξαιτίας της περιορισμένης παραγωγής, αλλά και με στόχο να μετριάσουν τις ζημιές τους, ορισμένα εκκοκκιστήρια αρνούνται, σύμφωνα με πληροφορίες, να ανταποκριθούν σε ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις τους για παραδόσεις στο εξωτερικό, με την ελπίδα ότι συν τω χρόνω οι τιμές θα ανακάμψουν. Η μία μετά την άλλη οι πλέον αδύναμες επιχειρήσεις ακυρώνουν συμβόλαια προπώλησης βάμβακος, δηλώνοντας αδυναμία ανταπόκρισης λόγω ανωτέρας βίας, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την οικονομική θέση τους, αλλά και για τις σχέσεις τους με τους μεγάλους, διεθνείς εμπορικούς οίκους οι οποίοι διακινούν τον μεγαλύτερο όγκο του εξαγόμενου ελληνικού βάμβακος. Γενικότερα, όσες εταιρείες έχουν τη χρηματοοικονομική δυνατότητα αποθεματοποιούν το εκκοκκισμένο βαμβάκι, αναμένοντας καλύτερες τιμές. Οσο για τις νηματουργίες, η υποβαθμισμένη ποιότητα του βαμβακιού της φετινής εσοδείας τις κάνει να αναζητούν και στο εξωτερικό πρώτη ύλη υψηλής ποιότητας για την παραγωγή των ανάλογων νημάτων ώστε να διατηρήσουν την πελατεία τους στη διεθνή αγορά. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες το εγχώριο βαμβάκι καλής ποιότητας σπανίζει.


Η τάση μείωσης της καλλιέργειας είναι ο χειρότερος φόβος όλων των κλωστοϋφαντουργικών βιομηχανιών, οι οποίες ελπίζουν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έστω από το επόμενο έτος, θα αναθεωρήσει επί τα βελτίω το νέο αυτό καθεστώς. Οι επιχειρήσεις εξαντλούν, καθώς φαίνεται, τα ούτως ή άλλως στενά περιθώρια που έχουν για την προσφορά καλύτερων τιμών στους καλλιεργητές, καθώς έχουν εμπλακεί σε αδιέξοδο ανταγωνισμό, ενώ υπερθεματίζουν για προφανείς λόγους στο αίτημα για τη χορήγηση ικανοποιητικών αποζημιώσεων των παραγωγών από τον ΕΛΓΑ. Τα συνολικά οικονομικά τους αποτελέσματα την περίοδο Ιουλίου 2005 – Ιουνίου 2006, όπως φαίνεται στον πίνακα που δημοσιεύεται στις διπλανές στήλες, κάθε άλλο παρά εξελίχθηκαν ικανοποιητικά. Παρ’ όλο που η περασμένη εκκοκκιστική περίοδος είχε χαρακτηριστεί καλή, αν όχι ιδανική, τα καθαρά κέρδη τους συρρικνώθηκαν κατά 22%, ενώ οι πωλήσεις τους έμειναν στάσιμες. Αν και φαινομενικά η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στις ζημιές και την «εξαφάνιση» του τζίρου της άλλοτε πρώτης σε πωλήσεις προβληματικής επιχείρησης Ελληνικά Εκκοκκιστήρια, η οποία συνδέεται με την εισηγμένη στο Χρηματιστήριο εταιρεία Λεβεντάκη, μόνο 14 από τις 25 επιχειρήσεις βελτίωσαν τα καθαρά αποτελέσματά τους, συχνά μάλιστα χωρίς να βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική τους διάρθρωση.


Οι όμιλοι Καραγιώργου και Ακκά, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις ισχυρότερες επιχειρήσεις παραγωγής εκκοκκισμένου βάμβακος και κλωστοϋφαντουργικών ειδών αντιστοίχως, προβλέπεται ότι θα απορροφήσουν, ούτως ή άλλως, το μεγαλύτερο μέρος της εφετινής παραγωγής, αφού πέρα από τις 11 δικές τους μονάδες έχουν θέσει σε λειτουργία, μέσω κοινοπραξίας, άλλες οκτώ της εταιρείας Ελληνικά Εκκοκκιστήρια, υπό τύπον φασόν. Κάτω από τον πλήρη ή μερικό λειτουργικό έλεγχο των δύο αυτών ομίλων βρίσκονται εφέτος συνολικά 19 εκκοκκιστήρια βάμβακος, τα οποία εκτείνονται σε όλους τους θεσσαλικούς νομούς (12), στη Θεσσαλονίκη (2), στη Ροδόπη, στην Ημαθία, στη Δράμα και στις Σέρρες (2), επί συνόλου 75 μεγάλων και μικρών εκκοκκιστηρίων που λειτουργούν σε όλη τη χώρα και κυρίως στη Θεσσαλία και στη Βόρεια Ελλάδα.


ΕΚΚΛΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ «Δείξτε εφέτος κατανόηση»


Ο πρόεδρος της Ενωσης Εκκοκκιστών και Εξαγωγέων Βάμβακος κ. Νικ. Καραγιώργος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Αφοί Ν. Καραγιώργου, η οποία αποτελεί την ισχυρότερη και πλέον κερδοφόρο ελληνική βιομηχανία εκκόκκισης βάμβακος, μοιάζει να απευθύνει έκκληση, ζητώντας «οι τράπεζες να επιδείξουν κατανόηση, γιατί η εφετινή εσοδεία αποτελεί εξαίρεση του κανόνα». Τα στοιχεία δείχνουν ότι 25 μεγάλες ιδιωτικές βιομηχανίες εκκόκκισης βαρύνονται με βραχυπρόθεσμα κατά βάση χρέη στις τράπεζες ύψους 195 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι πολύ υψηλότερο για το σύνολο του κλάδου, αφού πολύ περισσότερα αναλογούν στις συνεταιριστικές βιομηχανίες του κλάδου. Ιδιοκτήτης περιφερειακής μονάδας προεξοφλεί ότι «είναι αναπότρεπτες οι χρεοκοπίες», αν και η Εθνική Τράπεζα, όπως αναφέρει αρμόδιο στέλεχός της, έχει δεσμευθεί ότι θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη στήριξη όσων επιχειρήσεων την αξίζουν.


Εξίσου σημαντικό ζήτημα, κατά τον κ. Καραγιώργο, είναι «να μη φύγουν οι βαμβακοπαραγωγοί από την καλλιέργεια». Παρ’ όλο που, σύμφωνα με την κρατούσα εκδοχή, η μείωση της παραγωγής σύσπορου βάμβακος από τους 1.250.000 τόνους το περασμένο έτος σε 800.000 – 850.000 τόνους το εφετινό οφείλεται στο σχετικά ψυχρό κλίμα των αρχών του καλοκαιριού και στις βροχοπτώσεις του περασμένου Οκτωβρίου, που έπληξαν τα φυτά, είναι κοινό μυστικό ότι αρκετοί από τους καλλιεργητές απέφυγαν, τελικά, να φυτέψουν βαμβάκι.