Για δεύτερη φορά μέσα στο τελευταίο δίμηνο οι ελληνικές αλευροβιομηχανίες προχώρησαν την εβδομάδα που πέρασε σε εκτεταμένες ανατιμήσεις, τις υψηλότερες εδώ και πολλά χρόνια, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν το ράλι της διεθνούς τιμής των σιτηρών και να αποφύγουν να βαφτούν «κόκκινοι» οι ισολογισμοί του 2006. Ωστόσο ο φόβος ότι τα χειρότερα στην αγορά θα φανούν από τον Ιανουάριο, οπότε αναμένεται ότι θα πέσουν τα δασμολογικά τείχη για την εισαγωγή φθηνότερων κατά 25% αλεύρων από τη Βουλγαρία, σκιάζει ακόμη περισσότερο τις προοπτικές τους.


Καθώς η ανατίμηση του περασμένου Σεπτεμβρίου δεν στάθηκε επαρκής για να αναπληρώσει το αυξανόμενο κόστος, ο ένας μετά τον άλλον οι άνω των 130 μύλοι ανά την Ελλάδα αύξησαν τις τιμές των αλεύρων, και μάλιστα σε ποσοστά που διαμορφώνονται κατά μέσον όρο, σύμφωνα με πληροφορίες, σε 14%-15%, αψηφώντας τις εκκλήσεις των φούρνων και των βιομηχανιών-πελατών τους για αυτοσυγκράτηση.


* Μεγάλες ανατιμήσεις


«Δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά, αφού θα μέναμε στο κόκκινο» υποστηρίζει στέλεχος μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του κλάδου, επιμένοντας ότι οι ελληνικές αλευροβιομηχανίες, παρ’ όλο που θεωρείται πως κερδίζουν αρκετά και εκμεταλλεύονται τη συγκυρία των υψηλών τιμών του σίτου για να γεμίσουν τα ταμεία τους, διανύουν περίοδο ισχνών αγελάδων.


Σε συνδυασμό με τις ανατιμήσεις που έγιναν τον Σεπτέμβριο, τα άλευρα ανατιμήθηκαν μέσα σε δύο μήνες τουλάχιστον κατά 20%. Υστερα από λίγες μόνο εβδομάδες όμως όλες οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν πιθανότατα να «ρίξουν» τις τιμές τους, αν δεν θέλουν να τεθούν εκτός αγοράς, είτε παραμείνουν υψηλές είτε πέσουν οι τιμές των σιτηρών, που αντιστοιχούν στο 70% του κόστους παραγωγής των αλεύρων.


Κάποιοι από τους επιχειρηματίες του κλάδου κάνουν λόγο για «τέλος εποχής» και προεξοφλούν ότι τουλάχιστον οι μύλοι της Βόρειας Ελλάδας, που θα υποστούν πρώτοι τις πιέσεις από τις εισαγωγές βουλγαρικών αλεύρων, θα προχωρήσουν σε μειώσεις τιμών για να μην απολέσουν την πελατεία τους, συμπαρασύροντας πτωτικά τις τιμές σε ολόκληρη την Ελλάδα.


Η «απειλή από τον Βορρά» θεωρείται μείζονος σημασίας, ανάλογης με αυτήν που αντιπροσωπεύει η τρελή κούρσα που καταγράφουν οι τιμές του σίτου διεθνώς, καθώς και αυτή εκτιμάται ότι θα έχει διάρκεια. «Θα πρέπει να συνηθίσουμε πλέον στη νέα πραγματικότητα που λέει ότι οι τιμές του σίτου θα παραμείνουν για πολύ στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα και ότι δεν θα είμαστε μόνοι μας πια στην ελληνική αγορά» συνοψίζει ιδιοκτήτης περιφερειακής αλευροβιομηχανίας, ελπίζοντας ότι οι βούλγαροι συνάδελφοί του θα προχωρήσουν μεν σε εισαγωγές, αλλά δεν θα θελήσουν να «ανοίξουν πόλεμο» και να «πλημμυρίσουν» με προϊόντα τους την αγορά της Θεσσαλονίκης και των γύρω πόλεων. Το θέμα της κατάργησης των δασμών για την εισαγωγή βουλγαρικών αλεύρων από την 1η Ιανουαρίου δεν έχει ακόμη διευθετηθεί απολύτως, ωστόσο θεωρείται ότι η άρση τους είναι θέμα ημερών.


«Οι εισαγωγές αλεύρων στην Ελλάδα σήμερα είναι μηδαμινές, οπότε είναι βέβαιο ότι οι τιμές θα συμπιεστούν, αφού οι αλευροποιίες της Βουλγαρίας είναι εξαιρετικά χαμηλού κόστους και θα εξασφαλίζουν σημαντικά κέρδη βάζοντας πόδι σε μια δυναμική, πολύ ακριβότερη αγορά, καλύπτοντας με το παραπάνω το μεταφορικό κόστος» εκτιμά με τη σειρά του αναλυτής εταιρείας οικονομικών μελετών και ερευνών. Πληροφορίες φέρουν ορισμένες εταιρείες της γειτονικής χώρας να ετοιμάζουν «επίθεση» με σκοπό την εκτεταμένη κάλυψη των αναγκών των φούρνων της Θεσσαλονίκης, ενώ και κάποιες ελληνικές βιομηχανίες από τον χώρο των αρτοποιημάτων και άλλων προϊόντων που έχουν ως βάση το αλεύρι και το σιμιγδάλι συζητούν τη σύναψη συμβολαίων με βουλγαρικές αλευροβιομηχανίες για την «πειραματική» κάλυψη μέρους των αναγκών τους. Αυτό που τις εμπόδιζε ως τώρα, όπως αναφέρει εκπρόσωπος μιας εξ αυτών, δεν ήταν τόσο η θεωρούμενη χαμηλότερη ποιότητα των βουλγαρικών αλεύρων όσο οι απαγορευτικά υψηλοί δασμοί, που παύουν όμως να υπάρχουν από την 1η Ιανουαρίου.


* Πιέσεις στις τιμές


«Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν πιέσεις στις τιμές και ότι προπαντός οι μύλοι της Βόρειας Ελλάδας θα αντιμετωπίσουν κάποια προβλήματα» συνομολογεί και στέλεχος της μεγαλύτερης ελληνικής αλευροβιομηχανίας, της εταιρείας Μύλοι Λούλη, η οποία διαθέτει θυγατρική παραγωγική μονάδα μεγάλου μεγέθους και στη Σόφια. «Δεν θα μείνουμε αμέτοχοι, θα προχωρήσουμε ενδεχομένως κι εμείς σε κάποιες εισαγωγές αλεύρων, από τη δική μας βουλγαρική μονάδα, αν οι ανταγωνιστικές συνθήκες το απαιτήσουν» ακούστηκε να λέει προ ημερών, προσθέτοντας: «Και βέβαια, αν χρειαστεί, θα κατεβάσουμε τις τιμές μας για τα άλευρα ελληνικής παραγωγής, ώσπου ο ανταγωνισμός να ισορροπήσει».


Δοθέντος του ράλι των τιμών του σίτου, οι οποίες από τον περασμένο Αύγουστο αυξήθηκαν περίπου κατά 40%, αλλά και του συνεχώς οξυνόμενου ανταγωνισμού για τη διατήρηση των μεριδίων αγοράς, οι ελληνικές αλευροβιομηχανίες φοβούνται ότι, παρά τις γενναίες ανατιμήσεις του τελευταίου διμήνου, αρκετές μονάδες θα βρεθούν σύντομα σε αδιέξοδο. «Σοβαρές ανακατατάξεις είναι επί θύραις» εκτιμούν αρκετοί, αφού ο κλάδος χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα και οι επιχειρήσεις του ως σύνολο, το 2005 ήταν ζημιογόνες ή οριακά κερδοφόρες. Οι εταιρείες Μύλοι Λούλη, Μύλοι Κεπενού, Αλλατίνη και Μύλοι Κρήτης, οι οποίες εκτιμάται ότι ηγούνται της αγοράς κατέχοντας συνολικό μερίδιο της τάξεως του 43%, δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.


«Πάρα πολλές μονάδες του κλάδου, όχι μόνο μικρές αλλά και μεγάλες, λειτουργούν αυτή την περίοδο με ζημιές, καθώς οι ανατιμήσεις που έχουν ανακοινωθεί δεν περνούν ή περνούν πολύ δύσκολα στην αγορά» δηλώνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Αλευροβιομηχανιών κ. Δ. Χαλάτσογλου, ιδιοκτήτης μύλου στα Γρεβενά, προεξοφλώντας ότι «οι εισαγωγές από τη Βουλγαρία θα είναι μεγάλες και θα προκαλέσουν σάλο».