ΣΥΝΕΠΗΞΑΝ καρτέλ ή, απλώς, άδραξαν την ευκαιρία της υψηλής ζήτησης και η μία μετά την άλλη, χωρίς όμως να έχουν συνωμοτήσει όπως κατηγορούνται από πελάτες τους, ώθησαν στα ύψη τις τιμές των τούβλων; Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επιλαμβάνεται του θέματος και θα δώσει την απάντηση σε όσα καταλογίζουν οι οικοδομικές επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας σε ορισμένες, αν όχι όλες, τις τουβλοποιίες και κεραμοποιίες. Σε επιστολή-φωτιά που απηύθυναν τόσο προς τον πρόεδρο της Επιτροπής κ. Σπ. Ζησιμόπουλο όσο και προς τον υπουργό Ανάπτυξης κ. Δ. Σιούφα οι εκπρόσωποι των κατασκευαστών κατοικιών κατηγορούν τις βιομηχανίες ότι ακολούθησαν εναρμονισμένη τιμολογιακή πολιτική, αυξάνοντας από κοινού, ταυτοχρόνως και κατά το ίδιο ποσοστό τις τιμές των τούβλων.


Αντιδρώντας στην ανατίμηση κατά 23%, όπως λέγεται, που επέβαλαν τον περασμένο Σεπτέμβριο και πρόσφατα σε δύο φάσεις οι βιομηχανίες παραγωγής τούβλων και κεραμιδιών στη Βόρεια Ελλάδα, ο Σύνδεσμος Οικοδομικών Επιχειρήσεων της περιοχής κάνει λόγο κατ’ αρχάς για «φαινόμενο αισχροκέρδειας και εκβιασμού» εις βάρος των μελών του. «Βρήκαν την ευκαιρία, λόγω της μεγάλης ζήτησης, να κερδοσκοπήσουν» υποστηρίζει ευθέως ο πρόεδρος του Συνδέσμου κ. Φ. Παναγιωτίδης, θεωρώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή αν η ζήτηση δεν παρουσίαζε έξαρση, οι τιμές θα έμεναν σταθερές ή θα αυξάνονταν, όπως συνήθως, στα όρια του πληθωρισμού.


Η πληθώρα κατασκευών κατοικιών με βάση τις άδειες που εκδόθηκαν στα τέλη του 2005, ώστε να εξαιρεθούν από την εισαγωγή του ΦΠΑ, δεν συνοδεύεται από ανάλογες πωλήσεις. Ωστόσο πυροδοτεί, καθώς φαίνεται, εκτεταμένες ανατιμήσεις οικοδομικών υλικών, επιβαρύνοντας τους προϋπολογισμούς των κατασκευαστών οι οποίοι φοβούνται ότι θα αργήσουν να πουλήσουν τις κατοικίες. Η τιμή των τούβλων από 0,22 ευρώ το τεμάχιο τον περασμένο Αύγουστο αυξήθηκε σε 0,25 ευρώ τον Σεπτέμβριο και μετά από νέα αύξηση ξεπερνά το 0,27 ευρώ. Σημαντική ανατίμηση, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, έγινε και στα κεραμίδια.


«Η τελευταία ανατίμηση έγινε από τις επιχειρήσεις ταυτόχρονα, την ίδια ημέρα…» καταγγέλλει ο κ. Παναγιωτίδης, προσθέτοντας: «Οι βιομήχανοι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους για να ανεβάσουν τις τιμές, μας το είπαν και οι ίδιοι. Οτι αποφάσισαν όλοι μαζί να κάνουν μια γενναία αύξηση γιατί δεν έβγαιναν, λόγω του πετρελαίου». Αυτή η παράμετρος, η ταυτόχρονη ανατίμηση προκαλεί ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες, την άμεση παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία έκρινε σοβαρή την καταγγελία και αποφάσισε τη διενέργεια έρευνας. «Πώς είναι δυνατόν να λειτουργεί ο ανταγωνισμός και οι επιχειρήσεις να ανατιμούν ταυτοχρόνως και κατά το ίδιο ποσοστό τα προϊόντα τους, αφού δεν έχουν όλες την ίδια δυναμικότητα, αλλά ούτε και τα ίδια λειτουργικά έξοδα;» διερωτάται ο σύνδεσμος των κατασκευαστών κατοικιών της Βόρειας Ελλάδας. Οπως υποστηρίζει, καταγράφεται «τρελή κούρσα» των τιμών των οικοδομικών υλικών γενικότερα, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά το κόστος της κατασκευής και τελικώς και των τιμών πώλησης των νέων κατοικιών.


Διαφορετική γνώμη έχουν βέβαια οι ίδιες οι βιομηχανίες. «Πρόκειται για ανακρίβειες και ανοησίες» δηλώνει χωρίς περιστροφές ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Βιομηχανιών Κεραμοποιίας κ. Στ. Κοθάλης, βασικός μέτοχος της ομώνυμης μεγάλης βιομηχανίας η οποία εδρεύει στην Καβάλα και, μαζί με θυγατρικές της στη Θεσσαλονίκη και στην Κομοτηνή, είναι με διαφορά η μεγαλύτερη του κλάδου, μολονότι δραστηριοποιείται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα. «Δεν υπήρξε κανενός είδους συντονισμός των επιχειρήσεων, άλλωστε και σήμερα, μετά τις όποιες ανατιμήσεις έγιναν, οι διαφορές των τιμοκαταλόγων παραμένουν μεγάλες» επιμένει, αρνούμενος οποιαδήποτε παράβαση των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού. Υποστηρίζει επίσης ότι η προμήθεια των τούβλων συμμετέχει ελάχιστα στο κόστος μιας οικοδομής.


Εξαιρετικά κερδοφόρος κλάδος


Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Κεραμοποιίας καλύπτει περισσότερες από 40 τουβλοποιίες και κεραμοποιίες που λειτουργούν στη χώρα μας, από τις οποίες όμως μόνο 15 πραγματοποίησαν πωλήσεις άνω των 3 εκατ. ευρώ τον χρόνο που πέρασε.


Οι συνολικές πωλήσεις των 15 αυτών επιχειρήσεων ανήλθαν το 2005 σε περίπου 122 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 8% και αποδίδοντας κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων ύψους 22,4 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 8% αλλά ίσα προς το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 18,4% των πωλήσεων. Τα συνολικά καθαρά μετά τους φόρους κέρδη των 15 μεγαλύτερων εταιρειών έκαναν βουτιά, υποχωρώντας από τα 8,4 εκατ. ευρώ σε 5 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι ίσο προς το 4,1% των πωλήσεων. Παρά το αυξημένο ενεργειακό κόστος λοιπόν, οι βιομηχανίες που παράγουν το κυριότερο υλικό τοιχοποιίας στη χώρα μας εμφανίζουν αξιοσημείωτη κερδοφορία, αν και «ο έντονος ανταγωνισμός που επικρατεί μεταξύ των επιχειρήσεων έχει αποτέλεσμα τη συμπίεση των περιθωρίων κέρδους», όπως αναφέρει σχετική μελέτη της ICAP.