ΤΟ Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών εμφανίζεται καθησυχαστικό. «Το κλίμα στην ελληνική βιομηχανία το πρώτο εξάμηνο του 2006 ήταν αισθητά βελτιωμένο σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και προβλέπουμε ότι ολόκληρο το 2006 το κλίμα στη βιομηχανία θα είναι θετικό». Αυτή είναι η ετυμηγορία των εκπροσώπων του. Ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία όντως βελτιώθηκε. Αλλά και ο όγκος της παραγωγής το πρώτο τετράμηνο επανήλθε σε ανοδική τροχιά. Επίσης οι εξαγωγές των βιομηχανικών αγαθών αυξάνονται. Μήπως όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια; Ενώ όλα υποτίθεται ότι πηγαίνουν καλύτερα, οι εργαζόμενοι στις ελληνικές βιομηχανίες το πρώτο τρίμηνο του 2006, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία έρευνας της ΕΣΥΕ η οποία ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα, μειώθηκαν κατά 20.300 άτομα σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2005. Ηταν 571.000 το περυσινό πρώτο τρίμηνο και απέμειναν 550.700 το εφετινό. Κεραυνός εν αιθρία ή απλώς δραματική επιβεβαίωση μιας κρίσης που άρχισε να εκδηλώνεται το 2005 και ξεσπά; Οι αναλυτές δεν μιλούν ακόμη για κρίση στη βιομηχανία. Κάποιοι επιφυλάσσονται, οι περισσότεροι αμφιβάλλουν. Ωστόσο πληθαίνουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι σοβεί κρίση στον ελληνικό βιομηχανικό τομέα. Μια κρίση ανταγωνιστικότητας που μπορεί να ξεπεραστεί, μπορεί και όχι. H μείωση των απασχολουμένων στα ανά τη χώρα εργοστάσια τους πρώτους μήνες του 2006 κατά 3,6% αποτελεί ίσως την πιο ηχηρή προειδοποίηση. Οχι τη μόνη όμως.


O ΣΕΒ έχει δίκιο όταν κάνει λόγο μόνο για «ελαφρά μείωση της συνολικής απασχόλησης στον τομέα τα τελευταία χρόνια» λόγω της ανόδου της συνολικής παραγωγικότητας του τομέα. Οντως οι αναδιαρθρώσεις και οι εκσυγχρονισμοί των μονάδων επετεύχθησαν «χωρίς μεγάλες απώλειες εξαρτημένης εργασίας, αλλά με τη μείωση του αριθμού των μικρών μονάδων, όπου απασχολείται ο ιδιοκτήτης και τα μέλη της οικογενείας του». Τα νέα, αδημοσίευτα προς το παρόν στοιχεία της ΕΣΥΕ δεν αφήνουν όμως αμφιβολία ότι αυτό αλλάζει. Καθώς φαίνεται, η πτώση των επιδόσεων του βιομηχανικού τομέα το 2005 δεν ήταν απλώς μια μπόρα που πέρασε, αλλά θα έχει πολλαπλές συνέπειες, μεγαλύτερες από όσες υπονόησαν προ διμήνου ο ίδιος ο ΣΕΒ και η ICAP, προεξοφλώντας ότι τα κέρδη των ελληνικών βιομηχανιών το περασμένο έτος παρουσίασαν λειτουργική επιβράδυνση αλλά εν τέλει σημείωσαν ασθενική αύξηση.


* H επιδείνωση της κερδοφορίας


Δεν είναι έτσι. Οπως αποκαλύπτει «Το Βήμα», δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Τα καθαρά κέρδη στην πέραν του ενεργειακού τομέα βιομηχανία έπεσαν ούτε λίγο ούτε πολύ κατά 16,4%. H συρρίκνωση της κερδοφορίας ήταν τόσο εκτεταμένη όσο ποτέ την τελευταία εικοσαετία. Οχι επειδή υποχώρησε η κερδοφορία κάποιων μεγάλων μονάδων που έχουν υπερκέρδη και λόγω του μεγέθους τους μπορούν να καθορίσουν το συνολικό αποτέλεσμα. Κάτι τέτοιο θα ήταν ίσως ευχής έργο, αλλά απλώς δεν συνέβη. H επιδείνωση της κερδοφορίας ήταν ο κανόνας. Αφορούσε το 60% των επιχειρήσεων και πρωτίστως επιχειρήσεις οι οποίες αγωνίζονται να επιβιώσουν και δεν έχουν μέλλον χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια για επενδύσεις. Κι αυτό δεν ήταν το χειρότερο.


H ελάχιστα συγκαλυπτόμενη πλέον σοβαρή εξασθένηση του βιομηχανικού τομέα και η αδυναμία του να αντεπεξέλθει στην όξυνση των ανταγωνιστικών πιέσεων που προκαλεί το παγκόσμιο περιβάλλον των υψηλών τιμών του πετρελαίου και των άλλων βασικών πρώτων υλών, καθώς και του ευρώ, αποκαλύπτονται πρωτίστως από τη δραματική υστέρηση των πωλήσεών του.


Επί συνόλου 1.832 επιχειρήσεων μεσαίου και μεγάλου για τα ελληνικά δεδομένα μεγέθους, εξαιρουμένων τριών ενεργειακών, οι μισές βιομηχανικές μονάδες παρουσιάζουν πτώση ή έστω στασιμότητα αλλά στην πραγματικότητα σε σταθερές τιμές πτώση των πωλήσεων. Ολα τα προηγούμενα χρόνια όμως οι εταιρείες που παρουσίαζαν τέτοια υστέρηση δεν ξεπερνούσαν το 25%-35% του συνόλου. Το 50% είναι το υψηλότερο ποσοστό που έχει ποτέ καταγραφεί μετά την καθιέρωση του ευρώ. Σε μια χρονιά μεγέθυνσης του ΑΕΠ στη χώρα μας κατά 3,7% και παγκοσμίως κατά 4,3%, όπου ο δείκτης των τιμών παραγωγού εξαιρουμένων των τιμών της ενέργειας αυξήθηκε κατά 3% και συνολικά κατά 5,9%, όπου επίσης σημειώθηκε άνοδος του γενικού δείκτη των πρώτων υλών κατά 10,4% και ειδικότερα των τιμών των μετάλλων κατά 26,4%, μόλις οι μισές εταιρείες μπόρεσαν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους ταχύτερα από τον πληθωρισμό. Ετσι η αύξηση των πωλήσεών της πέραν του ενεργειακού τομέα βιομηχανίας μόλις που έφθασε το 1,4%. Στον πολυπληθέστερο βιομηχανικό κλάδο, τα είδη διατροφής, η αύξηση δεν ξεπερνά το 2,5%.


Δίχως άλλο η συρρίκνωση των πωλήσεών της πέραν του ενεργειακού τομέα βιομηχανίας υποδηλώνει τη σοβαρή απώλεια των μεριδίων της στην ελληνική αγορά, τη συμπίεση των τιμών της προκειμένου να καταστεί δυνατή η διοχέτευση μέρους της παραγωγής στο εξωτερικό και την κάμψη του όγκου της παραγωγής που κατρακύλησε το 2005 σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα του 2000 κατά 2,6%. H αλήθεια είναι ότι μόνο σε χρονιές κρίσης ανταγωνιστικότητας τέσσερις στις δέκα ελληνικές βιομηχανίες παρουσίαζαν μείωση πωλήσεων ακόμη και σε ονομαστικές τιμές.


Οποιος αμφιβάλλει δεν έχει παρά να επισκεφθεί την Τράπεζα της Ελλάδος και να πληροφορηθεί ορισμένες κρίσιμες και διαφωτιστικές αναλύσεις της.


Οπως συνηθίζουν, κρατούν χαμηλούς τόνους, αλλά δεν κρύβουν ότι το μερίδιο των εγχωρίως παραγομένων βιομηχανικών προϊόντων στην ελληνική αγορά περιορίστηκε στο 38,2%, από το 40,4% το 2004.


Διαπιστώνουν ότι ο βαθμός της εισαγωγικής διείσδυσης διευρύνθηκε κατά 2,2 εκατοστιαίες μονάδες και ανήλθε στο 61,8% έναντι 59,6% το 2004, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη επιτάχυνση που είχε σημειωθεί ποτέ στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, ακόμη και αν εξαιρεθεί η επίδραση των καυσίμων.


* Ο όγκος παραγωγής


Οι αυξημένες εξαγωγές, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση που παρουσίασε η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων, εξηγούν την επάνοδο του όγκου της μεταποιητικής παραγωγής το πρώτο τετράμηνο του 2006 σε ανοδική τροχιά.


H ΕΣΥΕ κάνει λόγο για αύξηση κατά 0,9%. Υπενθυμίζει όμως ότι η αύξηση αυτή προκύπτει με βάση τα απογοητευτικά χαμηλά επίπεδα του πρώτου τετραμήνου του 2005, τα οποία οδήγησαν τελικά, όπως αποδείχθηκε, σε εξασθένηση του τομέα.


Ολα θα πάνε καλύτερα, μοιάζουν να πιστεύουν στο ΙΟΒΕ. Θυμίζουν ότι ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία ανήλθε τον περασμένο Μάιο στις 108,3 μονάδες, που είναι η υψηλότερη τιμή του της τελευταίας διετίας. Ωστόσο η σοβαρή μείωση των απασχολουμένων στον τομέα το πρώτο τρίμηνο του 2006 παραπέμπει σε κλυδωνισμούς και αποδεικνύει ίσως ότι η αποτροπή της κρίσης παραμένει ζητούμενο.


Είναι κοινό μυστικό άλλωστε ότι ένα τμήμα της μεγάλης βιομηχανίας συναρτά με τις διεθνείς δραστηριότητές του τον βαθμό της αισιοδοξίας ή της απαισιοδοξίας του. Οπως έχει αναφερθεί και άλλες φορές, τα καθαρά κέρδη του ελληνικού βιομηχανικού τομέα το 2005 διευρύνθηκαν για λόγους που δεν έχουν μεγάλη σχέση με τις εγχώριες παραγωγικές δραστηριότητες. Σε ενοποιημένη βάση, από κοινού με τις εκατοντάδες και όχι μόνο βιομηχανικές θυγατρικές τους ανά την Ελλάδα και τον κόσμο, οι μεγάλοι κυρίως βιομηχανικοί όμιλοι αύξησαν την κερδοφορία τους, αντλώντας υψηλότερα κέρδη από τις πέραν των ελληνικών συνόρων μονάδες τους, αρκετές από τις οποίες αργά αλλά σταθερά υποκαθιστούν ελληνικές.


* H κληρονομιά του 2005


Για πολλές μονάδες η «κληρονομιά» του 2005 δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη. Οι παραγωγικές όσο και οι οικονομικές επιδόσεις της ελληνικής μεταποίησης επιδεινώθηκαν σημαντικά. H βελτίωσή τους κατά το τρέχον έτος, σύμφωνα με τα στοιχεία των πρώτων μηνών του 2006 για την εξέλιξη ορισμένων βασικών δεικτών και μεγεθών, είναι πιθανή. Ωστόσο τα μηνύματα είναι αντιφατικά. H απειλή της εκδήλωσης κρίσης, δεδομένου ότι ένα σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων αδυνατεί να ανακάμψει, εγκυμονεί. «Ο μόνος δρόμος για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αλλά και της ελληνικής οικονομίας γενικότερα, είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» είναι προς το παρόν το μόνο σχόλιο-προτροπή του ΣΕΒ με αποδέκτη προφανώς όχι μόνο τις ίδιες τις επιχειρήσεις.


Τα μηνύματα είναι όντως αντιφατικά. Για πρώτη φορά την τελευταία εικοσαετία το ποσοστό των ζημιογόνων στο σύνολο των ελληνικών βιομηχανιών μεσαίου και μεγάλου μεγέθους ξεπέρασε το ένα τέταρτο.


Οι ζημιογόνες ανήλθαν σε 26,9%, ποσοστό που είναι στην πραγματικότητα κάπως μεγαλύτερο αφού διάφορες μονάδες οι οποίες το 2005 και στις αρχές του 2006 έπαυσαν να λειτουργούν ή υπολειτουργούν είχαν σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούν από το να δημοσιεύσουν ισολογισμό.


Επίσης πέρυσι αντιστράφηκε η τάση της βελτίωσης του λόγου των ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο των απασχολουμένων κεφαλαίων, που είχε παρατηρηθεί το 2004, καθώς οι επιχειρήσεις σε ποσοστό 60,6% παρουσίασαν επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους διάρθρωσης, έναντι μόνο 39,4% που τη βελτίωσαν.


Ωστόσο τα συνολικά μερίσματα στις πέραν του ενεργειακού τομέα κερδοφόρες βιομηχανίες είναι αυξημένα κατά 23%. Ως ποσοστό των κερδών προ φόρων των κερδοφόρων επιχειρήσεων τα μερίσματα το 2004 αντιπροσώπευαν το 38,6%, ενώ το 2005 αντιπροσωπεύουν το 41,2%, το οποίο αποτελεί ποσοστό-ρεκόρ για τα δεδομένα του ελληνικού βιομηχανικού τομέα και μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως ένδειξη της αυτοπεποίθησης και της αισιοδοξίας που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν ένα δυστυχώς όχι μεγάλο τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας.


H ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ Τάσεις ανάκαμψης των επενδύσεων


Υπάρχει όμως ευτυχώς και η άλλη όψη του νομίσματος. Το 2005 στην ελληνική βιομηχανία διαμορφώθηκαν όχι μόνο συνθήκες κρίσης, αλλά ταυτοχρόνως και ορισμένα νέα, ελπιδοφόρα δεδομένα που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εκδήλωσή της ή τουλάχιστον να περιορίσουν τις συνέπειές της.


Το πρώτο είναι η σημαντική όσο και ενθαρρυντική βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης της ελληνικής βιομηχανίας. Ενα δεύτερο είναι ότι εκδηλώθηκαν επιτέλους ορισμένες τάσεις ανάκαμψης των επενδύσεων. H εξέλιξή τους θα καθορίσει εν πολλοίς την αποτροπή ή όχι της επαπειλούμενης κρίσης.


Τα έσοδα από τις εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 12,7% πέρυσι. Το μερίδιο της παραγωγής των βιομηχανιών που πωλείται σε αγορές του εξωτερικού έκανε άλμα από το 24,5% το 2004 στο 27,6%.


H άνοδος των εξαγωγών φαίνεται να συντελείται βεβαίως εις βάρος της κερδοφορίας, αλλά συνεχίστηκε και το πρώτο εφετινό τετράμηνο με ρυθμό 17,4% προσφέροντας παραγωγικό διέξοδο και τονώνοντας τα Ταμεία των επιχειρήσεων. Τον χρόνο που πέρασε επιταχύνθηκε εξάλλου η ένταξη στον ν. 3299/2004 των βιομηχανικών επενδυτικών προγραμμάτων. Ως τον περασμένο Μάιο είχαν εγκριθεί και επιχορηγούνται 622 προγράμματα ύψους 739,5 εκατ. ευρώ, ενώ εκκρεμούσε η εξέταση άλλων 399 ανάλογων σχεδίων.


Στο ΙΟΒΕ δεν τρέφουν αυταπάτες, αλλά κατόπιν ερευνών ελπίζουν ότι η επενδυτική δαπάνη της βιομηχανίας που μειώθηκε το 2005 κατά 9,6% ενδέχεται να αυξηθεί το 2006 με ρυθμό 14,8%, έστω χάρη σε ορισμένες μεγάλες μονάδες.


ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ MHNYMA H μπόρα δεν πέρασε


H επιδείνωση είναι μεγαλύτερη εκείνης που είχαν προβλέψει ο ΣΕΒ και η ICAP τον περασμένο Απρίλιο και πάντως κρίνεται ως σαφές προειδοποιητικό μήνυμα για τις προοπτικές της μεταποίησης και τις δυνατότητές της να αντιμετωπίζει δυσμενείς εξωγενείς εξελίξεις, όπως η άνοδος των ενεργειακών και άλλων βασικών πρώτων υλών, αλλά και η παροδική έστω άνοδος της ισοτιμίας του ευρώ έναντι άλλων νομισμάτων.


Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η ελληνική βιομηχανία τo 2005 εκλήθη να αντιμετωπίσει τη σημαντική αύξηση της τιμής του πετρελαίου και άλλων βασικών πρώτων υλών, που αυτή τη φορά δεν μετριάστηκε από την άνοδο του ευρώ έναντι του δολαρίου, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ανταγωνιστικότητά της έναντι των παραγωγών με νομίσματα που παρακολουθούν το δολάριο. Εκλήθη επίσης να αντιμετωπίσει την αύξηση πρόσθετων στοιχείων του κόστους με ρυθμούς σημαντικά μεγαλύτερους από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητάς της.


Ανάλυση της ICAP εξάλλου τοποθετεί το 19,3% του συνόλου των επιχειρήσεων στη ζώνη υψηλού πιστωτικού κινδύνου και μόνο το 22,1% θεωρείται χαμηλού κινδύνου. Στην πλειονότητά τους (58,6%) οι ελληνικές βιομηχανίες τοποθετούνται στη ζώνη μέσου πιστωτικού κινδύνου.