Ρεκόρ όλων των εποχών στην κατανάλωση τσιμέντου εκτιμάται ότι σημειώνεται τον μήνα Μάιο στην ελληνική αγορά. Λίγα 24ωρα προτού μπούμε στον Ιούνιο και ενώ όλα δείχνουν ότι η εγχώρια ζήτηση θα παραμείνει υψηλή τουλάχιστον ως το φθινόπωρο, ξεπερνώντας τις μετριοπαθείς προβλέψεις, οι τρεις ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες φαίνεται να συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι ο Μάιος του 2006 θα «κλείσει» με μηνιαίο ιστορικό ρεκόρ ζήτησης και πωλήσεων. Αν οι τελικές πωλήσεις δεν αποτελέσουν πράγματι ρεκόρ, αυτό θα οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι οι αποθήκες των εργοστασίων είναι… άδειες.


«H αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε τσιμέντο να δώσουμε, ούτε δικό μας ούτε έστω άλλων εταιρειών του εξωτερικού» παραδέχεται εκπρόσωπος μιας εκ των βιομηχανιών, εξηγώντας ότι η εγχώρια ζήτηση είναι απρόσμενα υψηλή. Μια ερμηνεία που δίνουν τα στελέχη των επιχειρήσεων είναι ότι η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα απορροφά συγκυριακά τεράστιες ποσότητες, καθώς ανεγείρονται τώρα οι νέες κατοικίες που αδειοδοτήθηκαν στα τέλη του 2005 και θα είναι απαλλαγμένες από τον ΦΠΑ. Αλλα στελέχη όμως, αν και αναμένουν σταδιακή «προσγείωση» των παραγγελιών, πιστεύουν ότι η αναπάντεχα μεγάλη άνοδος θα διαρκέσει τουλάχιστον ως και τον Αύγουστο και ότι στο σύνολο του έτους η κατασκευαστική δραστηριότητα θα είναι αυξημένη σε σχέση με το 2005, ακόμη και αν υποχωρήσει απότομα στα τέλη του έτους, «γεμίζοντας» τα ταμεία των βιομηχανιών.


Δεδομένου ότι τα κέρδη των βιομηχανιών τσιμέντου εξαρτώνται κατά πολύ από τη «χρυσοφόρο» εγχώρια αγορά, η υψηλή εσωτερική ζήτηση εκτοξεύει στα ύψη την αποδοτικότητά τους για δεύτερο συνεχές τρίμηνο, αφού και οι τρεις πρώτοι μήνες του έτους, ως έναν βαθμό χάρη στην απουσία έντονων βροχοπτώσεων, ήταν άκρως αποτελεσματικοί με τον όγκο των εγχώριων πωλήσεων να σημειώνει αύξηση της τάξεως του 20%. Ωστόσο οι βιομηχανίες αδυνατούν να ανταποκριθούν απολύτως στη ζήτηση και πασχίζουν, σύμφωνα με πληροφορίες, να πείσουν πελάτες τους άλλων χωρών να «σπάσουν» συμβόλαια που συνήψαν προ μηνών για την εξαγωγή τσιμέντου. Δεν αποκλείεται μάλιστα, λόγω της αδυναμίας παραδόσεων, να κινδυνεύσουν με την καταβολή αποζημιώσεων σε εταιρείες του εξωτερικού. Τα τσιμεντάδικα στον Βόλο, στο Καμάρι Βοιωτίας, στο Αλιβέρι, στην Πάτρα, στη Χαλκίδα, στον Ασπρόπυργο, στη Θεσσαλονίκη και στην Ελευσίνα κυριολεκτικά εξαντλούν τις παραγωγικές τους δυνατότητες.


Αναμένοντας λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται, ότι η εγχώρια ζήτηση θα εξασθενούσε, όπως συνέβη άλλωστε το 2005 σε σχέση με το 2004, οι εταιρείες Ηρακλής, Τιτάν και Χάλυψ δέσμευσαν προκαταβολικά σημαντικό μέρος της παραγωγής τους σε εξαγωγικά συμβόλαια τόσο με εταιρείες των ΗΠΑ και της Ευρώπης όσο και με επιχειρήσεις τρίτων χωρών, συνήθως σε τιμές αρκετά χαμηλότερες από αυτές που προσφέρει η εσωτερική αγορά, ώστε να αντισταθμίσουν την αναμενόμενη κάμψη των εγχώριων παραγγελιών.


«Το αποτέλεσμα είναι να καταγράφεται έντονη στενότητα προσφοράς στην ελληνική αγορά» ομολογεί αξιωματούχος μεγάλης εταιρείας, χωρίς να κρύβει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο εμφάνισης νέων ανταγωνιστών, δηλαδή επιχειρήσεων που θα δοκίμαζαν να ασχοληθούν συστηματικά με τις εισαγωγές τσιμέντου, προσφέροντας, οριακά έστω, χαμηλότερες τιμές. Ηδη έχουν «αναθερμανθεί», όπως λέγεται, ευκαιριακές ως τώρα κινήσεις ορισμένων εταιρειών έτοιμου σκυροδέματος και άλλων, ανεξάρτητων και άσχετων προς τον κλάδο εταιρειών για την εισαγωγή τσιμέντου από την Τουρκία και την Αίγυπτο, αν και ακόμη και οι ίδιες οι μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες δυσκολεύονται να εξεύρουν πλεονάσματα τσιμέντου από άλλες χώρες σε ανταγωνιστικές τιμές για να τα «ρίξουν» στην εγχώρια αγορά και να «κλείσουν τον δρόμο» σε ανεπιθύμητους εισαγωγείς.


Οι τσιμεντοβιομηχανίες επωφελούνται ακόμη περισσότερο από την εκρηκτική εγχώρια ζήτηση για τον λόγο ότι η υψηλή ζήτηση επέτρεψε να «περάσουν» πραγματικά στην αγορά οι ανατιμήσεις στις οποίες προχώρησαν τον περασμένο Απρίλιο. Από τις αρχές του 2006 και ενώ το ενεργειακό κόστος τους ακολουθούσε ανοδικές τάσεις, ανήσυχες από την πτώση των όγκων πωλήσεων και την κάμψη της λειτουργικής κερδοφορίας τους στην εσωτερική αγορά το 2005, οι βιομηχανίες σχεδίασαν ανατιμήσεις, οι οποίες τελικά ίσχυσαν από τον περασμένο μήνα και είναι της τάξεως του 3%-3,5%. Ωστόσο το ενεργειακό κόστος «προσγειώθηκε» εν τω μεταξύ στα επίπεδα του 2005, γεγονός που διογκώνει περαιτέρω την κερδοφορία τους. Οι μάχες για τα μερίδια αγοράς στην αγορά του τσιμέντου, όπως έχει επισημανθεί και άλλες φορές, είναι έντονες, αλλά κάθε άλλο παρά περιλαμβάνουν «πόλεμο τιμών», όσο η εγχώρια αλλά και η διεθνής ζήτηση παραμένει υψηλή. H ανάπτυξη αποσταθεροποιητικών πιέσεων στις εγχώριες τιμές πώλησης τσιμέντου το 2005 απετράπη λόγω της υψηλής διεθνούς ζήτησης και της σημαντικής αύξησης του όγκου των εξαγωγών των εταιρειών, κυρίως στις ΗΠΑ, όπου οι τιμές διέγραψαν ανοδική τροχιά.