Αν ο «απογαλακτισμός» των βιομηχάνων από τα κόμματα εξουσίας ήταν ένα από τα βασικά σημεία της ομιλίας του νέου προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών κ. Δ. Δασκαλόπουλου στην κεκλεισμένων των θυρών πρωινή συνεδρίαση της ετήσιας γενικής του συνέλευσης όπου «αφορίστηκε» ως αναχρονιστική και αντιπαραγωγική η θέση του αείμνηστου Μποδοσάκη Αθανασιάδη, ότι οι βιομήχανοι έχουν συμφέρον να συντάσσονται πάντοτε με την εκάστοτε κυβέρνηση, η ανησυχία για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής βιομηχανίας κυριάρχησε – και καθόλου άδικα – στο περιθώριο των εργασιών της συνόδου των βιομηχάνων.


H έκθεση αναφορικά με την εξέλιξη των βασικών μεγεθών της βιομηχανίας, που τέθηκε υπόψη των μελών του ΣΕΒ, προϊδεάζει για αυξανόμενες πιέσεις στην κερδοφορία, αλλά και στην κεφαλαιακή ευστάθεια των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας.


* Τα σχόλια της μελέτης


Αρκετοί αξιωματούχοι του ΣΕΒ, άλλωστε, είχαν υπόψη τους όχι μόνο τις γενικής φύσεως πληροφορίες και τα σχόλια της πρόσφατης μελέτης της ICAP για την εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και στοιχεία της μελέτης αυτής που δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα και τα οποία μπορούν να θεωρηθούν άκρως ανησυχητικά για τη βιωσιμότητα ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού μεταποιητικού ιστού.


H μεγαλύτερη ελληνική εταιρεία οικονομικής πληροφόρησης γνωστοποίησε προ ημερών, ως γνωστόν, ότι το 2005 το ποσοστό των βιομηχανικών επιχειρήσεων που υποβαθμίστηκαν πιστοληπτικά, καθώς κρίθηκε ότι περιορίστηκε η ικανότητά τους να ανταποκρίνονται με επάρκεια στις οικονομικές τους υποχρεώσεις και συνεπώς και να αναπτυχθούν ή απλώς να επιβιώσουν, ανήλθε σε 26% έναντι του ποσοστού 20,3% των επιχειρήσεων οι οποίες κατάφεραν να βελτιώσουν την πιστοληπτική ικανότητα, αποφεύγοντας κάθε αναφορά στο τρέχον επίπεδο της πιστοληπτικής διαβάθμισης των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας συνολικά.


Τα στοιχεία αυτά, που συγκέντρωσε και παρουσιάζει «Το Βήμα», φέρουν σχεδόν το 20% των επιχειρήσεων και πιο συγκεκριμένα περισσότερες από 1.250 βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις να τοποθετούνται στην πιστοληπτική ζώνη υψηλού πιστωτικού κινδύνου και μόνο ένα ποσοστό 22% των επιχειρήσεων να θεωρείται χαμηλού πιστωτικού κινδύνου. Στην πλειονότητά τους (58,6%) οι ελληνικές βιομηχανίες τοποθετούνται στη ζώνη μέσου πιστωτικού κινδύνου, όπως αυτή προκύπτει με βάση δεκάβαθμη κλίμακα διαβάθμισης (AA, A, BB, B, C, D, Ε, F, G και Η).


* H αξιολόγηση των εταιρειών


Οι επιχειρήσεις χαμηλού κινδύνου, οι οποίες κατατάσσονται στις διαβαθμίσεις AA ως και B, δεν ξεπερνούν τις 1.442, επί συνόλου 6.534, αποτελώντας το 22,1%, ενώ αυτές που θεωρούνται μέσου κινδύνου τοποθετούμενες σε μία από τις κατηγορίες C, D και Ε ανέρχονται σε 3.830. Και αυτές που κατατάσσονται στις διαβαθμίσεις F, G και Η, θεωρούμενες υψηλού κινδύνου με υψηλή πιθανότητα εμφάνισης ασυνέπειας ή και πτώχευσης, φθάνουν τις 1.262 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 251 ανήκουν στον κλάδο των τροφίμων και ποτών, αποτελώντας το 19,3% του συνόλου.


Το πράγμα δεν θα ήταν ίσως ιδιαιτέρως ανησυχητικό αν η αξιολόγηση της Icap ελάμβανε υπόψη της απλώς και μόνο ορισμένους λογαριασμούς από τους ισολογισμούς και τα αποτελέσματα χρήσεως των επιχειρήσεων, που συχνά μεταβάλλονται ουσιωδώς από χρονιά σε χρονιά.


Παράλληλα με αυτά τα στοιχεία και σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο όμιλο ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων και επιχειρηματικής πληροφόρησης στην Ευρώπη, την πολυεθνική εταιρεία Coface, για τη διακρίβωση της πιστοληπτικής ικανότητας και κατ’ ουσίαν της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων η ελληνική εταιρεία συνεκτιμά μια πλειάδα ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών, όπως αριθμοδείκτες μεμονωμένους ή σε σύγκριση με αντίστοιχους κλαδικούς, τα έτη παρουσίας στην αγορά, ο κλάδος δραστηριοποίησης, το προσωπικό, οι εισαγωγές, οι εξαγωγές, οι διεθνείς συνεργασίες, ο αριθμός των συναλλασσόμενων τραπεζών και ο βαθμός συνέπειας και αξιοπιστίας της επιχείρησης στην αγορά.


* Ενταση των κλυδωνισμών


«Ουσιαστικά, δύο στις δέκα βιομηχανίες κινδυνεύουν να τεθούν εκτός αγοράς, να συρρικνωθούν ή και να αποχωρήσουν από την αγορά μέσα στην επόμενη διετία» συμπεραίνει γνώστης της μελέτης, προβλέποντας ένταση των κλυδωνισμών στο βιομηχανικό τοπίο της χώρας παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον του μεταποιητικού τομέα για υπαγωγή επενδύσεων στις διατάξεις του N. 2334/2004. Οπως εξηγεί, στις βιομηχανίες υψηλού πιστωτικού κινδύνου δεν περιλαμβάνονται μόνο μικρού και μεσαίου αλλά και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις από όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους, οι οποίες συνολικά απασχολούν δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους.


Ο πίνακας που δημοσιεύεται σε διπλανές στήλες με την ανάλυση της πιστοληπτικής ικανότητας των ελληνικών βιομηχανιών ανά κλάδο πιστοποιεί ότι η απειλή κατάρρευσης εγκυμονεί για εκατοντάδες επιχειρήσεις τόσο σε φθίνοντες όσο και σε ανερχόμενους κλάδους της ελληνικής μεταποίησης.