ΟΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ επεξεργασίας και παραγωγής προφίλ αλουμινίου, κλάδου στον οποίο δεσπόζουν εισηγμένες στη Σοφοκλέους επιχειρήσεις με υψηλή συνήθως κερδοφορία, κοιτάζουν με δέος τις τιμές του αλουμινίου να ανεβαίνουν, ανήμπορες πια να τις «παρακολουθήσουν». Αν το 2005 ήταν μέτρια χρονιά, με την κερδοφορία να υποχωρεί, αρκετοί φοβούνται ότι το 2006 θα είναι χειρότερη. Παρήλθαν ίσως ανεπιστρεπτί, λόγω του έντονου ανταγωνισμού και της υπερπροσφοράς, οι καιροί που «βρέξει – χιονίσει» τα κέρδη των εταιρειών προφίλ αλουμινίου ακολουθούσαν την ανιούσα. Από τον Ιανουάριο ως τον Μάρτιο δύο φορές ανατίμησαν τα προϊόντα τους οι εταιρείες, σε μια προσπάθεια να «προσαρμοστούν» στην κούρσα του αλουμινίου, το οποίο ως πρώτη ύλη συμμετέχει ως και 75%, ανάλογα με την εταιρεία και το προϊόν, στο κόστος παραγωγής. «H νέα άνοδος όμως της πρώτης ύλης καθιστά επιβεβλημένη και νέα ανατίμηση, που θα κάνει ακόμη πιο πανάκριβο και δυσπρόσιτο για τον καταναλωτή το προϊόν» εξομολογείται στέλεχος μιας από τις αμέσως ή εμμέσως εισηγμένες, μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες μαζί με μια συγγενή άλλης εισηγμένης εταιρείας καλύπτουν άνω του 70% της παραγωγής και των πωλήσεων και πασχίζουν να διατηρήσουν σε κάπως ικανοποιητικά επίπεδα την αποδοτικότητά τους.


Το αλουμίνιο μπορεί να έχει φθάσει στα ύψη, «φουσκώνοντας» τα ταμεία των ανά τον κόσμο επιχειρήσεων παραγωγής πρωτόχυτου αλουμινίου, όπως η Αλουμίνιον της Ελλάδος, αλλά όσο αυτό «ψηλώνει» τόσο τα κέρδη των μεταποιητών «χαμηλώνουν».


«Αυτό δεν συνέβαινε παρά σπάνια στο παρελθόν, όσο ο αριθμός των βιομηχανιών ήταν μικρός και η παραγωγική δυναμικότητα περιορισμένη. Τίποτε όμως από αυτά δεν ισχύει πια» υποστηρίζει έμπειρο στέλεχος μιας επαρχιακής βιομηχανίας, προσθέτοντας: «Οι τεράστιες επενδύσεις των τελευταίων ετών και ο διπλασιασμός, σχεδόν, του αριθμού των εταιρειών έχουν οδηγήσει σε υπερπροσφορά προφίλ αλουμινίου. Είναι τέτοιος ο ανταγωνισμός που είναι αδύνατον να μετακυλίεται στις τελικές τιμές η άνοδος της πρώτης ύλης. Αν η τιμή του αλουμινίου διατηρηθεί για πολύ ακόμη στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, ο κλάδος θα υποφέρει. H περίοδος των παχιών αγελάδων ανήκει στο παρελθόν».


* Κάμψη των πωλήσεων


Για πρώτη ίσως φορά εδώ και αρκετά χρόνια ο όγκος των πωλήσεων των επιχειρήσεων του κλάδου, όπως τουλάχιστον αναφέρουν ορισμένες επιχειρήσεις, παρουσίασε κάμψη. Ανεκόπη το 2005 τόσο η αύξηση των εγχώριων πωλήσεων όσο και – ακόμη περισσότερο μάλλον – η εξαγωγική διεύρυνση, χωρίς την οποία οι περισσότερες εταιρείες είναι καταδικασμένες να μαραζώσουν.


Για να αποφύγουν την απώλεια μεριδίων από μικρότερους ανταγωνιστές που συνήθως δεν δίδουν ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα, όλες σχεδόν οι μεγάλες επιχειρήσεις αναγκάζονται να ακολουθούν συγκρατημένη τιμολογιακή πολιτική. «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» χαριτολογεί στέλεχος άλλης εταιρείας, καθώς το ερώτημα είναι ποια θα σύρει ξανά τον χορό των ανατιμήσεων. Δεν υπάρχει ίσως καμία που να έχει να αναγγείλει πραγματικά ευχάριστα νέα στους μετόχους της για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, αν και η αντίστοιχη περίοδος του 2005 ήταν κακή από πλευράς ζήτησης, και για τον λόγο αυτό ενδέχεται να υπάρξουν κάποιες οριακές βελτιώσεις. H δυνατότητα αποθεματοποίησης και συνεπώς επίτευξης αυξημένης κερδοφορίας εξ αυτού του λόγου ήταν εκ των πραγμάτων για όλες τις επιχειρήσεις περιορισμένη, αφού οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν συγκράτηση ή και υποχώρηση παρά άνοδο των τιμών του μετάλλου.


* Αυξάνεται ο δανεισμός


Εκτιμάται ότι ο δανεισμός των μονάδων του κλάδου αυξάνεται κατακόρυφα και οι ταμειακές ροές υποχωρούν, ενώ οι υψηλές τιμές δυσχεραίνουν και την εξαγωγική επέκταση, η οποία τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε πραγματική «ατμομηχανή», θα μπορούσε να πει κανείς, για τη γιγάντωση των εταιρειών.


«Ο όμιλος αποφάσισε να απορροφήσει σε σημαντικό βαθμό τη μεγάλη άνοδο της τιμής της πρώτης ύλης για να μην επηρεαστεί αρνητικά η είσοδός του σε νέες αγορές» εξηγεί στέλεχος της εταιρείας Αλουμύλ Μυλωνάς, αναφερόμενο στην απρόσμενα υψηλή μείωση των ενοποιημένων καθαρών κερδών της μετά τους φόρους και τα δικαιώματα μειοψηφίας τον χρόνο που πέρασε κατά 65%, σε συνθήκες αύξησης των πωλήσεων κατά 5,4%, στο επίπεδο των 189,45 εκατ. ευρώ. H ισχυροποίηση εξάλλου του δολαρίου έναντι του ευρώ έπληξε γενικότερα την κερδοφορία του κλάδου, κυρίως για επιχειρήσεις όπως αυτή και η ETEM του ομίλου Βιοχάλκο, που λόγω εκτεταμένων επενδύσεων βαρύνονται με υψηλές αποσβέσεις και σημαντικές χρηματοοικονομικές δαπάνες. H καθαρή ενοποιημένη κερδοφορία της ETEM το 2005 υποχώρησε κατά 62%, αν και οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 3,7%, φθάνοντας τα 109,27 εκατ. ευρώ. Αμφότερες επλήγησαν εξάλλου από τον καταλογισμό αναβαλλόμενης φορολογίας.


Ούτε η Αλκο, η οποία χάρη στις γερμανικές θυγατρικές της είδε τις πωλήσεις της να αυξάνονται κατά 4,3% σε 212,85 εκατ. ευρώ, απέφυγε την πτώση της καθαρής κερδοφορίας της, αν και αυτή, υποπολλαπλάσια των δύο άλλων εταιρειών σε απόλυτα μεγέθη, περιορίστηκε σε 15%, ενώ η Exalco του ομίλου Βιοκαρπέτ αύξησε μεν κατά 12% τις πωλήσεις της στο επίπεδο των 74,31 εκατ. ευρώ, αλλά απώλεσε το 15% των καθαρών κερδών της.